Στου σκληρού ύπνου το έρεβος, τινάχτηκε σε πανικό. Το λιγοστό φως του έξω κόσμου μέσα στο δωμάτιο ήταν αρκετό να σβήσει τον εφιάλτη...
Στάθηκε όρθιος, ανασαίνοντας βαρειά καθώς ο ιδρώτας είχε μουσκέψει την ύπαρξή του. Οι σκιές ζωντάνεψαν απ' το θρόϊσμα της κουρτίνας, στον τοίχο σχηματίστηκε το σύμπλεγμα δυο ανθρώπων που βαστιούνται χέρι με χέρι. Βγήκε στο μπαλκόνι. Στην ερημιά της προχωρημένης νύχτας η σιωπή και το φεγγάρι ήσαν οι μοναδικοί παρόντες. Πήρε και βυθίστηκε στην πολυθρόνα ατενίζοντας στην ανατολή της πόλης. Χύθηκαν στο μυαλό του ανακατεμένες οι αναμνήσεις, κι ένα τραγούδι πικρό μισοέσβησε στα χείλη του. Έμεινε εκεί ώρα σκυφτός. Στο πάτωμα η αναλαμπή του φεγγαριού ασήμωνε τα δάκρυα, που αβίαστα κύλαγαν απ' τα μάτια του, χωρίς να τον λυτρώνουν...
έρημο τραγούδι απο αίμα κι απο χιόνι
κλαίει στα παλιά μου τα χαρτιά
όπως το φτωχό μου το κορμί που δεν παλιώνει
για να το πετάξω στην φωτιά
ήσουνα φεγγάρι κι ήμουνα πουλί
πέταξα για να σε φτάσω
και όταν σε είχα φτάσει μέχρι το φιλί
σε έσβησε η ανατολή ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου