Ο λιγοστός του ύπνος διακόπηκε απο τις βροντές των κεραυνών, που έσεισαν την πόλη. Η βροχή είχε αρχίσει όταν βγήκε στο ακυβέρνητο μπαλκόνι του. Του μαστίγωσε τα χέρια, το κορμί και το πρόσωπο, καθώς έγειρε ρίχνοντας τα χέρια του έξω απο τα κάγκελα. Το αστραπιαίο φώς των κεραυνών έπεφτε σαν τομή, σαν ράγισμα στην κουρτίνα της γιάλινης βροχής και της νυχτιάς και τον ερέθισε να οδηγήσει στους έρημους βρόχινους δρόμους.
Έσκυψε λοξά πάνω στη μηχανή, κόλλησε το σώμα του πάνω της και γκάζωσε ανοίγοντας τον δρόμο, σχίζοντας με την ταχύτητα τη βροχή σαν μαχαίρι, σαν άνεμος οξύς, αδιαφορώντας για το μαστίγωμα εκατομμυρίων παγωμένων σταγόνων πάνω στο κορμί του...
Πήρε την κλίση της βροχής, με συνοδεία λαμπρή τους κεραυνούς, σε μια πορεία ασυνείδητη, σε δρόμους καταρακτώδεις κι έρημους απο φοβισμένους ανθρώπους...
Φθάνοντας στο μεγάλο στάδιο σταμάτησε. Απο τους πυλώνες η βροχή πέφτοντας έμοιαζε με τύψεις, γέμιζε το ταρτάν με ήχους και αόρατα σήματα. Κατέβηκε απ' τη μηχανή και πέρασε τα χέρια του ανάμεσα απο τα κάγκελα, πιάνοντας τις σταγόνες, γυρεύοντας κάτι χειροπιαστό κι ανυπέρβλητο...
Έμεινε ακίνητος, σαν δέντρο μαραμένο, που η ατέλειωτη βροχή δεν μπορούσε να δροσίσει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου