Οι νύχτες βαραίνουν ολοένα και περισσότερο. Αφήνομαι ακίνητος μέσα στο σκοτάδι της κάμαρας. Μερικές σκιές η συντροφιά μου και μια σιγαλιά που ούτε αλύχτημα σκύλου δεν διακόπτει. Με μάτια ανοιχτά λαγοκοιμάμαι. Σ' ένα βαρύ κορμί, που πονά και μουδιάζει...
Πάντα αργεί να ξημερώσει. Σηκώνομαι ταχτικά και βαδίζω στο διάδρομο, να ξεμουδιάσω, να ξεκουραστώ. Κλέβω, πότε - πότε και μια άσκοπη ματιά έξω στο δρόμο...
Ύστερα πάλι πίσω, στο άβολο κρεβάτι, με το κεφάλι πιο βαρύ, με πόνο και αναμονή. Ατέλειωτη αναμονή. Η αγρύπνια, κοφτερή σαν σπαθί, γίνεται μανία φυγής.
Παίρνω τ' αμάξι και βάζω μουσική, οδηγώντας στην άδεια νύχτα. Σαν φάντασμα διατρέχω μόνος τον περιφερειακό. Η αντάρα της νύχτας ποτίζει την σπονδυλική μου στήλη, που αναριγάει. Αφήνω πίσω μου αμυδρά φώτα, κολόνες δημόσιου φωτισμού σαν στρατιωτάκια στη σειρά. Στρατιωτάκια που με παρακολουθούν κι εγώ δεν ξέρω που πάω...
Κι ύστερα μπαίνεις στο πλαϊνό κάθισμα, σαν πνοή αγγέλου, σαν ευχή που γίνεται αληθινή, σαν δώρο Θεού που με λυπήθηκε και μου τραγουδάει...
— Πάμε σπίτι; μου ζητάς κουρασμένη...
Πάντα αργεί να ξημερώσει. Σηκώνομαι ταχτικά και βαδίζω στο διάδρομο, να ξεμουδιάσω, να ξεκουραστώ. Κλέβω, πότε - πότε και μια άσκοπη ματιά έξω στο δρόμο...
Ύστερα πάλι πίσω, στο άβολο κρεβάτι, με το κεφάλι πιο βαρύ, με πόνο και αναμονή. Ατέλειωτη αναμονή. Η αγρύπνια, κοφτερή σαν σπαθί, γίνεται μανία φυγής.
Παίρνω τ' αμάξι και βάζω μουσική, οδηγώντας στην άδεια νύχτα. Σαν φάντασμα διατρέχω μόνος τον περιφερειακό. Η αντάρα της νύχτας ποτίζει την σπονδυλική μου στήλη, που αναριγάει. Αφήνω πίσω μου αμυδρά φώτα, κολόνες δημόσιου φωτισμού σαν στρατιωτάκια στη σειρά. Στρατιωτάκια που με παρακολουθούν κι εγώ δεν ξέρω που πάω...
Κι ύστερα μπαίνεις στο πλαϊνό κάθισμα, σαν πνοή αγγέλου, σαν ευχή που γίνεται αληθινή, σαν δώρο Θεού που με λυπήθηκε και μου τραγουδάει...
— Πάμε σπίτι; μου ζητάς κουρασμένη...