Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

Στο σπίτι της σιωπής...

Το σπίτι σιωπηλό. Μέσα στα μάτια του η μοναξιά, που ο ίδιος την επέλεξε. Μοναξιά με μνήμη ανακατεμένη από αλλεπάλληλες αναμνήσεις ενός παρελθόντος που παραμένει παρόν και ζωντανό σαν το σήμερα. Παρελθόν που δεν σβήνει, δεν εγκαταλείπει για να δικαιολογήσει τον ορισμό του. Παράξενο παρελθόν...
Λένε πως ο κόσμος είναι θεμελιωμένος σε δυο πράγματα: "είναι θεμελιωμένος σ' αυτά που αγαπάς και σ' αυτά που θυμάσαι."
Πόσο δίκιο έχουν!
Στο σπίτι της σιωπής δύσκολα ξημερώνει. Κι αν οι μέρες της σιωπής αντέχονται, τις νύχτες υφαίνονται, σαν ιστοί αράχνης, αναμνήσεις υπαρκτές και ζωντανές που παγιδεύουν την ψυχή του σε μια ακροβασία μεταξύ ύπνου και ξύπνου, που είναι πολύ δύσκολο να διατυπωθεί...
Κι όταν εκείνη έρχεται, σαν δώρο καλού Θεού, η σιωπή σβήνει σαν αναπνοή που ξεφυσήθηκε ανακουφιστική ενός μεγάλου βάρους. Κι αυτό το λίγο που διαρκεί γίνεται πολύ. Τόσο πολύ που θα 'θελε σαν πεθάνει, να πεθάνει μέσα στην καρδιά της...

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Σαν σήματα Μορς...

Το βουητό της πόλης. Τροχοί που κυλούν γδέρνοντας την τραχειά άσφαλτο. Ο ήχος της μοτοσικλέτας καθώς πλησιάζει κι ύστερα καθώς απομακρύνεται. Το διαπεραστικό κορνάρισμα που σ' ανατριχιάζει. Η ανέμελη φωνή του γύφτου που πουλάει πατάτες. Το στρίγγλισμα των φρένων του αστικού, που σταματά στη στάση...

Ήχοι, ανακατεμένοι με τις φωνές των διαβατών, μπαίνουν απ' το ανοιχτό παράθυρο, σβήνουν για λίγο κι ύστερα επανέρχονται. Αδιάκοποι, μονότονοι, άρρυθμοι, πότε ενοχλητικοί και πότε συνηθισμένοι στ' αυτί και στο υποσυνείδητο.

Και ξαφνικά το σπαραχτικό κελάηδισμα ενός πουλιού διακόπτει την παράταιρη ηχοσύνθεση της πόλης. Μια φωνή που δεν τραγουδά, σαν το καναρίνι του γείτονα, σαν τον αλήτη σπούργο που ξημεροβραδιάζεται στους δρόμους. Μια φωνή που καλεί, καλεί επίμονα στον ίδιο τόνο, στον ίδιο συλλαβισμό. Καλεί με αγωνία κι αυτό είναι που τραβά την προσοχή σου. Και το κάνει όταν πάψει - για μια στιγμή - το βουητό του δρόμου. Περιμένει σιωπηλά, μέχρι να περάσει το διερχόμενο φορτηγό, να σταματήσει το μπάσο τρεμούλιασμα των τζαμιών κι ύστερα ξαναρχίζει...

Καλεί ρυθμικά στον ίδιο τόνο, στον ίδιο συλλαβισμό, σαν σήματα Μορς στον καιρό του πολέμου. Δυό -τρία, πέντε λεπτά, αλλάζοντας πότε - πότε θέση στα κλαδιά του δέντρου. Κι ύστερα σιωπή...

Άραγε ήρθε το ταίρι του, ο φίλος του κι έφυγαν σε πιο ήσυχο κι ασφαλές μέρος;

Αχ! να 'μουνα πουλί να πετάξω μέχρι το παράθυρό σου, να μπορέσω να σε 'δω για μια στιγμούλα...

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Ο χρόνος που πέρασε...

Το πέρασμα του χρόνου, λένε, πως φέρνει τη λησμονιά, πως γιατρεύει τις πληγές. Οι αποδείξεις βρίσκονται στη λογοτεχνία, στα λαϊκά παραμύθια, στην παράδοση και στους μύθους της. Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός για τα χείλη των ανθρώπων που γυρεύουν να παρηγορήσουν τους φίλους τους, που χάσανε ένα κομμάτι απ' τη ψυχή τους, απ' την καρδιά τους. Κάποτε, τα παλικάρια φεύγανε στα καράβια για να ξεχάσουν μια χαμένη αγάπη, για να γιατρευτεί ο πόνος τους...
Ίσως να είναι έτσι...
Κάθε δοκιμή για την επαλήθευση των παραπάνω καταρρέει αποτυχημένη, όσες φορές δοκίμασε να ξαναπάει σ' ένα μέρος, σ' ένα σπίτι φιλικό, που πήγαιναν μαζί συχνά.
Έτσι και χτες βράδυ. Το σπίτι του Παναγιώτη είναι χαρακτηριστικό. Μπορεί να άλλαξαν τα χρώματα των τοίχων και η διακόσμηση όμως το σφίξιμο στο στήθος του παρουσιάστηκε στο πρώτο σκαλοπάτι του στενού διαδρόμου. Ύστερα το τζάκι, ο καναπές στο μπαλκονάκι, τα χαμηλά έπιπλα με τα μεγάλα μαξιλάρια, όλα αναπάντεχα συνυφασμένα μ' εκείνη...
Απέναντι ο μισοσκότεινος Χορτιάτης, η υγρασία που της τρεμούλιαζε το κορμί, το γέλιο και η τελική κούραση με το κρυφό νόημα της επιθυμίας για επιστροφή στο σπίτι...
Που είναι λοιπόν ο περίφημος χρόνος - γιατρός;

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Σαν ναρκωτικό...

Τρεις φορές αποπειράθηκε, τη νύχτα που πέρασε, να αλληλογραφήσει με τους δαίμονές του. Μα κρατήθηκε. Όπως κρατήθηκε ακόμη περισσότερες φορές, τις μέρες και τις νύχτες που πέρασαν. Να γράψει τι; και για ποιους λόγους; για ποια αιτία;
Άγνωστο...
Και τώρα υπέκυψε. Λες κι η επιθυμία του να "επικοινωνήσει" μαζί της γίνεται ναρκωτικό, σκληρό ναρκωτικό που δεν μπορεί να ξεφύγει. 
Άλλωστε κι εκείνη δεν τον αφήνει "να 'συχάσει". Μέρα νύχτα, αδιάκοπα πολιορκεί τις σκέψεις του κι "ανικανοποίητη" κι απ' αυτό, μπαίνει λαθραία - τι λαθραία; - μπαίνει με το έτσι θέλω στα όνειρα του λιγοστού ύπνου...
Πολλές φορές σκέφτηκε να καταργήσει την ιστοσελίδα. Να τη διαγράψει οριστικά για να γλιτώσει. Να μη μπορεί να ξαναγράψει κι όσα της έγραψε να σβήσουν, να χαθούν, να γίνουν αγέρας και να σκορπίσουν...
Όμως το πάθος, το ναρκωτικό δεν τον αφήνει. Λες κι αόρατα νήματα, σήματα μυστικά και μυστήρια τον κρατούν συνδεδεμένο μαζί της. Μαίνονται γύρω του ανακατεμένα με την τρέχουσα ζωή του, τον κυβερνούν εξαρτημένο από μια δύναμη εσωτερική, που κρατά άσβεστη κι οι πολλοί τον λένε έρωτα...
Ποια ζωή; Ήδη συμπλήρωσε τρίτο 24ωρο κλεισμένος στη μοναξιά του, "φυλακισμένος" σε μια κατάθλιψη όπου τίποτε δεν μπορεί να τον δελεάσει, αφού δεν έχει στο πλάι του εκείνη...
Κι όσο κι αν είναι "απούσα" απ' τη ζωή του, άλλο τόσο και περισσότερο ακόμα μένει αδιάκοπα παρούσα στην καρδιά του...