Το βουητό της πόλης. Τροχοί που κυλούν γδέρνοντας την τραχειά άσφαλτο. Ο ήχος της μοτοσικλέτας καθώς πλησιάζει κι ύστερα καθώς απομακρύνεται. Το διαπεραστικό κορνάρισμα που σ' ανατριχιάζει. Η ανέμελη φωνή του γύφτου που πουλάει πατάτες. Το στρίγγλισμα των φρένων του αστικού, που σταματά στη στάση...
Ήχοι, ανακατεμένοι με τις φωνές των διαβατών, μπαίνουν απ' το ανοιχτό παράθυρο, σβήνουν για λίγο κι ύστερα επανέρχονται. Αδιάκοποι, μονότονοι, άρρυθμοι, πότε ενοχλητικοί και πότε συνηθισμένοι στ' αυτί και στο υποσυνείδητο.
Και ξαφνικά το σπαραχτικό κελάηδισμα ενός πουλιού διακόπτει την παράταιρη ηχοσύνθεση της πόλης. Μια φωνή που δεν τραγουδά, σαν το καναρίνι του γείτονα, σαν τον αλήτη σπούργο που ξημεροβραδιάζεται στους δρόμους. Μια φωνή που καλεί, καλεί επίμονα στον ίδιο τόνο, στον ίδιο συλλαβισμό. Καλεί με αγωνία κι αυτό είναι που τραβά την προσοχή σου. Και το κάνει όταν πάψει - για μια στιγμή - το βουητό του δρόμου. Περιμένει σιωπηλά, μέχρι να περάσει το διερχόμενο φορτηγό, να σταματήσει το μπάσο τρεμούλιασμα των τζαμιών κι ύστερα ξαναρχίζει...
Καλεί ρυθμικά στον ίδιο τόνο, στον ίδιο συλλαβισμό, σαν σήματα Μορς στον καιρό του πολέμου. Δυό -τρία, πέντε λεπτά, αλλάζοντας πότε - πότε θέση στα κλαδιά του δέντρου. Κι ύστερα σιωπή...
Άραγε ήρθε το ταίρι του, ο φίλος του κι έφυγαν σε πιο ήσυχο κι ασφαλές μέρος;
Αχ! να 'μουνα πουλί να πετάξω μέχρι το παράθυρό σου, να μπορέσω να σε 'δω για μια στιγμούλα...
Ήχοι, ανακατεμένοι με τις φωνές των διαβατών, μπαίνουν απ' το ανοιχτό παράθυρο, σβήνουν για λίγο κι ύστερα επανέρχονται. Αδιάκοποι, μονότονοι, άρρυθμοι, πότε ενοχλητικοί και πότε συνηθισμένοι στ' αυτί και στο υποσυνείδητο.
Και ξαφνικά το σπαραχτικό κελάηδισμα ενός πουλιού διακόπτει την παράταιρη ηχοσύνθεση της πόλης. Μια φωνή που δεν τραγουδά, σαν το καναρίνι του γείτονα, σαν τον αλήτη σπούργο που ξημεροβραδιάζεται στους δρόμους. Μια φωνή που καλεί, καλεί επίμονα στον ίδιο τόνο, στον ίδιο συλλαβισμό. Καλεί με αγωνία κι αυτό είναι που τραβά την προσοχή σου. Και το κάνει όταν πάψει - για μια στιγμή - το βουητό του δρόμου. Περιμένει σιωπηλά, μέχρι να περάσει το διερχόμενο φορτηγό, να σταματήσει το μπάσο τρεμούλιασμα των τζαμιών κι ύστερα ξαναρχίζει...
Καλεί ρυθμικά στον ίδιο τόνο, στον ίδιο συλλαβισμό, σαν σήματα Μορς στον καιρό του πολέμου. Δυό -τρία, πέντε λεπτά, αλλάζοντας πότε - πότε θέση στα κλαδιά του δέντρου. Κι ύστερα σιωπή...
Άραγε ήρθε το ταίρι του, ο φίλος του κι έφυγαν σε πιο ήσυχο κι ασφαλές μέρος;
Αχ! να 'μουνα πουλί να πετάξω μέχρι το παράθυρό σου, να μπορέσω να σε 'δω για μια στιγμούλα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου