Χάθηκαν οι δρόμοι οι παλιοί. Χάθηκαν μέσα στην απέραντη κρίση. Άδειασαν, πρώτα απο τ’ αυτοκίνητα κι ύστερα απ’ τους ανθρώπους. Δρόμοι πολύβουοι, πολυσύχναστοι, δρόμοι βασανιστικοί για να τους διαβείς, ερημώσαν και τους πλάκωσε μια παράξενη σιωπή. Ακούς πια τα βήματα των λιγοστών διαβατών, που σαν φαντάσματα απογευματινά, κεντούν με τα βήματά τους τα άδεια πεζοδρόμια. Άνθρωποι με βλέμματα σκυθρωπά, με βλέμματα χαμένα, ξέχασαν να χαμογελούν κι έπαψαν να διασταυρώνουν τις φευγαλέες ματιές με τον πλησίον...
Κατεβαίνοντας απ’ τη μηχανή του στην άδεια πλατεία, την είδε να στέκεται, τυλιγμένη στο παλτό της, μπροστά στην εξώπορτα της τράπεζας Πειραιώς. Σήκωσε το χέρι της και του έγνεψε ένα χαρούμενο χαιρετισμό κι ύστερα έτρεξε κοντά του διασχίζοντας τον άδειο δρόμο.
-- τι κάνεις εδώ; τη ρώτησε μη μπορώντας να κρύψει την έκπληξή και την αμηχανία του καθώς έβαζε το κράνος μέσα στο βαλιτσάκι της μηχανής του.
-- ήρθα να σε ‘δω! Ανέβηκα πάνω και η κοπέλα στο γραφείο σου, μου είπε πως έρχεσαι αργότερα...
-- έχεις κάποιο πρόβλημα; τη ρώτησε, προσπαθώντας να μη φανεί αγενής.
-- τι πρόβλημα; ανασήκωσε τους ώμους της γελώντας απορημένη.
-- Εννοώ, κάποιο πρόβλημα υγείας... Μήπως ήθελες να... Εεε.. Θέλω να πω...
-- όχι! όχι! Τον διέκοψε γελώντας, αποσείοντας έτσι και την αμηχανία του.