-- Ποιά είναι η Jennifer Connelly;
-- Είναι ηθοποιός! Φαντάζομαι πως είσαι από εκείνους που δεν ασχολούνται με τα των celebrities...
Έγνεψε καταφατικά, με μια γκριμάτσα αδιαφορίας για τη συνήθεια των πολλών να ασχολούνται με τους επώνυμους.
-- Ξέρεις... Ήμουν σίγουρη πως δεν ασχολείσαι με αυτά που ασχολούνται οι περισσότεροι άνθρωποι, επειδή είσαι διαφορετικός... Εντελώς διαφορετικός!
-- Δεν νομίζω... Απλώς δεν ασχολούμαι μ’ αυτά... Κι αυτό δεν με κάνει διαφορετικό.
-- Όχι! Όχι! Δεν εννοώ αυτό, βιάστηκε να τον διακόψει και συνέχισε: -- όλο αυτό τον καιρό, από τότε που σε γνώρισα δηλαδή, σε σκέφτομαι συχνά...
Δεν τη διέκοψε. Έτσι, σαν χείμαρος του εξομολογήθηκε πολλά. Πως είχε πέσει σε κατάθλιψη και είχε κλειστεί στον εαυτό της για πολύ καιρό. Πως υπέφερε από αϋπνία και γι’ αυτό άρχισε να ξενυχτά πίνοντας κάθε βράδυ. Πολλά βράδια. Πως άλλαζε παρέες σαν τα πουκάμισα, χωρίς νόημα, χωρίς σκοπό. Και πως την εκμεταλλεύτηκαν άγρια, την ταπείνωσαν, την εξευτέλισαν και έτσι άρχισε να βρίσκει παρηγοριά στα ναρκωτικά. Στην αρχή τσιγαρλίκια κι ύστερα σε πιο διεγερτικά. Γύρναγε κομμάτια για να μπορέσει να κοιμηθεί βαθιά, για να χαθεί σε ύπνο χωρίς όνειρα, χωρίς συνείδηση κι υποσυνείδητο και τις ελάχιστες φορές που το κατάφερνε, νόμιζε πως έφτανε σε νιρβάνα, πως πλησίαζε την εσωτερική ισορροπία και πως η λύτρωση δεν θα αργούσε...
Μαίνονταν ο πόλεμός της, μέρες και νύχτες για ένα διέξοδο, που παρέμενε αφανέρωτο, ασαφές κι άγνωστο. Οι γύρω της, οι παρέες της, με εξαίρεση τη μητέρα της, ήταν βουτηγμένοι στα ίδια αδιέξοδα, στα ίδια πάθη. Ο πατέρας της, ένας τοίχος αδιαλλαξίας κι εγωισμού, δογμάτιζε ασταμάτητα υπέρ ενός κόσμου συντηρητισμού και αναχρονισμού, όπου όμως η ίδια δεν έχει καμία θέση.
-- Θυμάσαι τι μου είπες στο ξενοδοχείο, όταν αρνήθηκα να σου αποκαλύψω ποιοί και γιατί με χτύπησαν; τον ρώτησε ξαφνικά
-- για πες μου...
-- μου είχες ‘πει πως ο έξυπνος άνθρωπος δρα κι ο κουτός αντιδρά, εννοώντας να μην είμαι δισταχτική κι άπραχτη, αντίθετα να προσπαθήσω και ν’ αντιμετωπίσω το πρόβλημά μου μ’ εκείνους...
-- Ε, και;
-- για σένα δεν σήμαινε τίποτα, για μένα ήταν αποκάλυψη. Για πρώτη φορά κάποιος, ένας ξένος, δεν μου έδινε “εντολή” ούτε “συμβουλή”, αλλά μ’ ένα έξυπνο κι όμορφο τρόπο μου άνοιγε ένα δρόμο! Δεν είναι υπέροχο;
-- Πέρασε ένας μήνας από τότε που με γλίτωσες απ’ τα χέρια τους. Μπορεί και παραπάνω. Τα συζητούσα με τη μαμά μου και της έλεγα για σένα, μέχρι που ρώτησε τ’ όνομά σου. Σε σκεφτόμουνα πολλές φορές τις νύχτες που προσπαθούσα να ακολουθήσω τον δρόμο σου, για να λύσω τα προβλήματά μου. Τώρα νομίζω πως σε σκέφτεται κι η μανούλα μου! Ή καλύτερα... Σε ξανασκέφτεται ύστερα από την παιδική της ηλικία! Ξέρεις θέλει πολύ να σε δει. Σε προσκαλεί μάλιστα να μας επισκεφτείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου