Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Η γκανίκα: Ο χρησμός της μητέρας - τσιγγάνας

Η πρώτη επαφή της Αντιγόνης με την οικογένεια των τσιγγάνων της ξεκαθάρισε πως οι παιδικοί της φόβοι, η επιρροή της γιαγιάς της εναντίον των τσιγγάνων και η προκατάληψή της για την ηθική τους ήταν τουλάχιστον υπερβολή. Οι άνθρωποι παντού είναι ίδιοι, η διαγωγή τους διαφέρει μόνο επειδή έχουν διαφορετική εκπαίδευση και διαφορετικές οικονομικές συνθήκες ζωής. Ο Κωστής, με τον μειλίχιο τρόπο του, επενέβαινε καίρια και της εξηγούσε κάθε ιδιαίτερη πτυχή της επαφής της μαζί τους. Μάντευε τις απορίες της και με δυο κουβέντες έλυνε τα ερωτηματικά της και καταργούσε τους δισταγμούς της.
-- μα πώς καταλαβαίνεις τι νιώθω εκείνη την ιδιαίτερη στιγμή, που μου γεννιέται η αμφιβολία; συνήθιζε να τον ρωτά. Για να λάβει την απάντηση:
-- είμαι ένας απλός παρατηρητής του κόσμου και μη ξεχνάς πως κι εγώ τα πέρασα αυτά, επειδή με μεγάλωσε ουσιαστικά και κυριολεκτικά ένας Γερμανός, ο δάσκαλός μου, ο κύριος Μαν...

Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Η γκανίκα: η "άλλη" οικογένεια

Τον είδε καθώς το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στη σιδερένια αυλόπορτα. Ήταν μελαχρινός σαν τον πατέρα του και τα μάτια του ήταν αντίγραφα των ματιών που ερωτεύτηκε. Ο μικρός, μόλις κατάλαβε ποιοι ήταν οι επιβάτες, έτρεξε και κρύφτηκε πίσω από ‘να παρτέρι με τριανταφυλλιές. Καθώς μπήκαν στην αυλή πρόβαλε στην εξώπορτα του σπιτιού η μητέρα του Κωστή, σκουπίζοντας με αμηχανία τα χέρια της στην πολύχρωμη ποδιά της. Δίπλα, απ’ τον ισόγειο χώρο του σπιτιού ξεπρόβαλε κι ο πατέρας του. Κοντοστάθηκε σαν τους είδε κι έβγαλε, σαν με σεβασμό, το ψάθινο καπέλο του, καλωσορίζοντάς τους. Στο πλάι της ακίνητης μητέρας του εμφανίστηκε κι η μεγάλη αδελφή του Κωστή, καλωσορίζοντας τους επίσης και ταυτόχρονα με τον αγκώνα της σκούντησε τη μάνα της για να τους καλωσορίσει κι εκείνη. Την γενική αμηχανία έσπασε ο μικρός, που όρμησε γεμάτος χαρά στον πατέρα του, αφήνοντας κατά μέρος τους δισταγμούς και την κρυψώνα του.

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Η γκανίκα: Η αντίδραση της οικογένειας

Το παγωμένο πρόσωπο της μητέρας της έμοιαζε με σιδερένια μάσκα. Τα ωραία χαρακτηριστικά της είχαν αφύσικα αλλοιωθεί. Τα ζυγωματικά της, λες κι απομακρύνθηκαν το ένα απ’ το άλλο, τεντώθηκαν σε μια ακρότητα, που ταίριαζε στη θεατρική μάσκα του Κρέοντα, όταν αλύγιστος άφηνε άταφο το άψυχο σώμα του Πολυνείκη, για να το φάνε τα όρνεα. Τα χείλη της έσφιξαν, χάσανε το αίμα τους, έγιναν γκρίζα σαν λεπτή μονωτική ταινία, σφραγίζοντας το στόμα της. Τα ερευνητικά μάτια της ακινητοποιήθηκαν κι ο χρόνος έγινε πυκνός και βαρύς, πιέζοντας αλλόκοτα την ψυχή της.

Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

Η γκανίκα: ο μικρός Ρομά


-- Θυμάσαι πως με πρωτοφίλησες; ρώτησε, αγκαλιάζοντας τους ώμους της, καθώς εκείνη ασχολιότανε με το κινητό της. 
-- Πως να το ξεχάσω; απάντησε, κλείνοντας με ευχαρίστηση τα μάτια της, προσπαθώντας να σχηματίσει την εικόνα εκείνης της πρώτης φοράς.
-- θα μου ‘πεις; ή δεν θυμάσαι; την ξαναρώτησε τρυφερά.
-- στο ασανσέρ του νοσοκομείου, αφού σου έβαλαν το πόδι στον γύψο...
-- Λάθος! Της απάντησε θριαμβευτικά! Το ήξερα πως θα κάνεις λάθος!
-- τι λες! Θυμάμαι πολύ καλά! Σε φίλησα μεταξύ δεύτερου και πρώτου ορόφου, μέσα στο ασανσέρ, καθώς στηριζόσουνα πάνω μου...
-- αυτό καλά το θυμάσαι, αλλά πρέπει να σου υπενθυμίσω δύο πράγματα: πρώτο, σε ρώτησα πότε με πρω-το-φί-λη-σες και δεύτερο, το έκανες πριν φτάσουμε στο νοσοκομείο των Σπετσών. Θυμάσαι; 
Γύρισε, καθυστερώντας να του απαντήσει, και τον αγκάλιασε ακουμπώντας το κεφάλι της, πάνω στο δυνατό του στήθος, προσπαθώντας να κρύψει την αβεβαιότητά της.