Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Η γκανίκα: Η αντίδραση της οικογένειας

Το παγωμένο πρόσωπο της μητέρας της έμοιαζε με σιδερένια μάσκα. Τα ωραία χαρακτηριστικά της είχαν αφύσικα αλλοιωθεί. Τα ζυγωματικά της, λες κι απομακρύνθηκαν το ένα απ’ το άλλο, τεντώθηκαν σε μια ακρότητα, που ταίριαζε στη θεατρική μάσκα του Κρέοντα, όταν αλύγιστος άφηνε άταφο το άψυχο σώμα του Πολυνείκη, για να το φάνε τα όρνεα. Τα χείλη της έσφιξαν, χάσανε το αίμα τους, έγιναν γκρίζα σαν λεπτή μονωτική ταινία, σφραγίζοντας το στόμα της. Τα ερευνητικά μάτια της ακινητοποιήθηκαν κι ο χρόνος έγινε πυκνός και βαρύς, πιέζοντας αλλόκοτα την ψυχή της.

Είχε σωριαστεί στην καρέκλα του γραφείου της, άψυχη, με την παγωνιά όσης ψυχής της απέμενε να πλημμυρίζει τον χώρο. Η γιαγιά Αντιγόνη έκλαιγε σιωπηλή, θρηνούσε ανήμπορη να καταλάβει τη συμφορά που χάλασε την γαλήνη του σπιτιού τους.
Οι  λέξεις αφαιρέθηκαν απ’ το θυμικό τους, έψαχναν με δυσκολία να τις εύρουν καθώς  στερεώθηκε για τα καλά στο μυαλό τους η ανήκουστη ομολογία - εξομολόγηση της κόρης τους: ήταν έγκυος και κυοφορούσε το παιδί ενός άγνωστου τσιγγάνου τραγουδιστή, που ήδη είχε άλλα δυό παιδιά από άλλη γυναίκα, πιθανότατα γύφτισα! 
-- Είναι και μαύρος; ρώτησε με απελπισία η γιαγιά Αντιγόνη.
-- δεν είναι νέγρος, αν εννοείτε τέτοιο χρώμα, είναι όμως μελαχρινός.
Η μητέρα ανασηκώθηκε και γέλασε νευρικά, σφίγγοντας με απόγνωση το κεφάλι της. 
-- το παιδί μου τρελάθηκε, τρελάθηκε! Έχασε τα λογικά του! Πρέπει να την πάμε στον ψυχίατρο! Θεέ μου! 
-- πες μας ότι αστειεύεσαι κόρη μου, διέκοψε το κλάμα της η γιαγιά Αντιγόνη, πες μας ότι αστειεύεσαι...
-- Μητέρα, δεν αστειεύεται! Ασφαλώς και δεν αστειεύεται! Δεν βλέπεις με πόση ψυχραιμία... με πόση παρρησία... μας αιφνιδίασε και με ποιον τρόπο μας αποκάλυψε όλα αυτά τα τρομερά... τα τρομερά συμβάντα; λες κι έκανε κατόρθωμα!
-- Κι εγώ χαιρόμουν - κι μάνα σου μαζί παιδί μου - που σε βλέπαμε ερωτευμένη! Το είχαμε καταλάβει! Όλοι το είχαμε καταλάβει. σ’ ακούγαμε να τραγουδάς, να είσαι χαρούμενη όσο ποτέ άλλοτε... Και το χαιρόμασταν! Κλαψούρισε πάλι η γιαγιά Αντιγόνη.
-- που να ξέραμε, όμως, τι θα μας συνέβαινε! Που να το ξέραμε...  Χρήζει ψυχιατρικής βοήθειας, Θεέ μου βοήθησέ μας, συμπλήρωσε με δέος η καθηγήτρια της ιατρικής, που προσπαθούσε να μη χάσει εντελώς όλο τον δυναμισμό, που συντηρούσε, παραδοσιακά σχεδόν, την επαγγελματική της υπόσταση. 
Η Αντιγόνη παρέμεινε σιωπηλή εστιάζοντας το βλέμμα στης μητέρας της το αγνώριστο πρόσωπο. 
-- θα περιμένουμε και τον πατέρα σου - όπου να ‘ναι έρχεται στο σπίτι - και θα πάρουμε τις αποφάσεις μας, δήλωσε με συγκρατημένη οργή η μητέρα της, βυθίζοντας τα μάτια της, σαν πέτρινα βέλη, στο πρόσωπο της ανέκφραστης Αντιγόνης.

Ο πατέρας της Αντιγόνης προέκυψε ψυχραιμότερος των περιστάσεων. Αντίθετα με την αυτόματη και εχθρική απομάκρυνση της γυναίκας του από την κόρη τους, άνοιξε την αγκαλιά του και τη έσφιξε με πάθος. Την κράτησε σιωπηλός για αρκετή ώρα, μέχρι που η μικρή Αντιγόνη ξέσπασε σε λυτρωτικό, από την ένταση κλάμα. Της ψιθύρισε λόγια αγάπης, συμπαράστασης και αφοσίωσης, που στο άκουσμά τους η εξοργισμένη γυναίκα του, αποχώρησε από τον χώρο τους, χτυπώντας επιδεικτικά την πόρτα ξοπίσω της. 
-- θα τα φτιάξουμε όλα κοριτσάκι μου, της δήλωσε με απροσδόκητη ηρεμία και αποφασιστικότητα. -- θα τα διορθώσουμε όλα!
-- πώς θα τα διορθώσουμε γιε μου; ρώτησε απορημένη η γιαγιά.
-- θα δεις, μάνα. Όλα θα πάνε καλά, απάντησε με σιγουριά ο πατέρας και συνέχισε:

-- έχω στην κλινική μου  ένα πολύ καλό συνάδελφο, που θα μας βοηθήσει να αναστείλουμε ανώδυνα την κύηση. Πρώτα αυτό πρέπει να φροντίσουμε και προ παντός να μη το μάθει κανείς!

Δεν υπάρχουν σχόλια: