-- Θυμάσαι πως με πρωτοφίλησες; ρώτησε, αγκαλιάζοντας τους ώμους της, καθώς εκείνη ασχολιότανε με το κινητό της.
-- Πως να το ξεχάσω; απάντησε, κλείνοντας με ευχαρίστηση τα μάτια της, προσπαθώντας να σχηματίσει την εικόνα εκείνης της πρώτης φοράς.
-- θα μου ‘πεις; ή δεν θυμάσαι; την ξαναρώτησε τρυφερά.
-- στο ασανσέρ του νοσοκομείου, αφού σου έβαλαν το πόδι στον γύψο...
-- Λάθος! Της απάντησε θριαμβευτικά! Το ήξερα πως θα κάνεις λάθος!
-- τι λες! Θυμάμαι πολύ καλά! Σε φίλησα μεταξύ δεύτερου και πρώτου ορόφου, μέσα στο ασανσέρ, καθώς στηριζόσουνα πάνω μου...
-- αυτό καλά το θυμάσαι, αλλά πρέπει να σου υπενθυμίσω δύο πράγματα: πρώτο, σε ρώτησα πότε με πρω-το-φί-λη-σες και δεύτερο, το έκανες πριν φτάσουμε στο νοσοκομείο των Σπετσών. Θυμάσαι;
Γύρισε, καθυστερώντας να του απαντήσει, και τον αγκάλιασε ακουμπώντας το κεφάλι της, πάνω στο δυνατό του στήθος, προσπαθώντας να κρύψει την αβεβαιότητά της.
-- στο αμάξι του Σπύρου, θυμήθηκε ξαφνικά.
Ναι! Την επιβεβαίωσε. Με φίλησες στο πόδι μου...
-- που το είχες απλώσει πάνω στα δικά μου πόδια!
Βάλανε τα γέλια! Επειδή μέσα σε λίγες μέρες είχαν βιώσει πόσα πολλά, διαφορετικά και καταιγιστικά τους ένωσαν, χρειάζονταν να ανακαλούν στην μνήμη τους, τα πρόσφατα μικρά και μεγάλα συμβάντα, που τακτοποιούσαν μέσα τους την εδραίωση της παρουσίας του καθενός στην ζωή του άλλου.
Άλλωστε ο Κωστής αποδείχτηκε πολύ μεθοδικός, παρατηρητικός και πρακτικός, ενεργώντας πάντα ουσιαστικά και αποτελεσματικά. Η Αντιγόνη αρχικά παραξενεύτηκε κι ακόμα εκπλήσσεται συχνά, ιδιαίτερα με την μεθοδικότητά του. Ταυτόχρονα, αυτή η κατάσταση την σιγουρεύει, την κάνει να νιώθει ασφαλής και επιπλέον την βοηθά να τον καταλάβει συντομότερα και καλύτερα. Ο Κωστής γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Γερμανία. Οι γονείς του, στην προσπάθειά τους να ξεπεράσουν τα στενά όρια της ζωής, που οι περισσότεροι Ρομά διάλεγαν να ζήσουν, εγκαταστάθηκαν σταθερά, σε μια μικρή κωμόπολη έξω απ΄ την Φρανκφούρτη. Υιοθέτησαν την ζωή και τις συνήθειες των απλών ανθρώπων, εργαζόμενοι σκληρά σε τοπικά εργοστάσια αντί να γίνουν γυρολόγοι κατά τις συνήθειες της φυλής τους. Η ζωή τους δεν ήταν εύκολη. Κάθε μέρα ήταν για όλους τους μια μικρή κατάκτηση. Οι μεγάλοι στη δουλειά και τα μικρά στους παιδικούς σταθμούς και στο σχολείο. Μόνο το χρώμα του δέρματός τους και τα χαρακτηριστικά τους φανέρωναν πως οι μελαχρινοί αυτοί άνθρωποι, ενδεχομένως να ήταν Ρομά. Γεγονός που δεν το έκρυβαν αλλά δεν το διαλαλούσαν κιόλας. Κάθε χρόνος που πέρναγε, προόδευαν και αποκτούσαν, εκτός από χρήματα, μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και σιγουριά για το μέλλον τους. Κι απ’ τα πέντε αδέρφια, μονάχα ο Κωστής είχε λοξοδρομήσει. Όχι για να ξαναγίνει κλασικός γυρολόγος τσιγγάνος, μα για να σπουδάσει μουσική, να γίνει καλλιτέχνης κι όχι εργάτης με μεροκάματο στο εργοστάσιο. Μικρό το κακό για την νοοτροπία των γονιών του, που εξαλείφθηκε όταν ο δάσκαλος της μουσικής του μικρού Κωστή, ένας σεβάσμιος και ξακουστός κιθαρίστας στην Γερμανία, τους φανέρωσε πως ο γιός τους ήταν μεγάλο μουσικό ταλέντο και η σχολή του είχε αποφασίσει να τον καταστήσει υπότροφο και οικότροφο δωρεάν, μέχρι το τέλος των σπουδών του.
Ο δάσκαλος του Κωστή, ο κύριος Μάνφρεντ Μάν, έγινε ο δεύτερος πατέρας του Κωστή. Του προσέφερε, εκτός από εξαιρετικές σπουδές και συνθήκες διαβίωσης, την ξεχωριστή αγάπη του δάσκαλου που γίνεται μέντορας του ικανότερου μαθητή, που η ζωή τον αξίωσε να αποκτήσει. Άνοιξε την ψυχή του και μύησε τον Κωστή σε όλα τα μυστικά της κιθάρας, που έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του. Αφιέρωσε χιλιάδες ώρες φροντίδας, όντας μια πολύπλευρη και πολυποίκιλη προσωπικότητα, που επηρέασε βαθιά τον χαρακτήρα και την ψυχή του μικρού Ρομά. Διείσδυσε σε πολύ μεγάλο βάθος και έκταση στο μυαλό του Κωστή, που ακόμη κι η μάνα του με τον πατέρα του αντιλαμβάνονταν πως ο γιός τους έχανε όλα τα ψυχικά κι εθιμικά χαρακτηριστικά των Ρομά και γίνονταν πολίτης του κόσμου, με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά και νοοτροπία. Και κάθε φορά, έστω σπανιότερα όσο περνούσαν τα χρόνια, αντάμωναν με συγγενείς τους, ο Κωστής έμοιαζε να μην ανήκει ούτε στην φυλή τους κι ούτε στον κόσμο τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου