Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

Η γκανίκα: Η αναπάντεχη αποκάλυψη

Κάθε μέρα, πολλές φορές τη μέρα η θετή μητέρα της Αντιγόνης την καλούσε στο τηλέφωνο. Και πότε με κλάματα, πότε με ηρεμία, πότε με θυμό και απειλές και πότε με ικεσία και ταπείνωση, καλούσε την κόρη της να επιστρέψει στο σπίτι τους. Τούτη η επικοινωνία ήταν ο μοναδικός δεσμός που απέμεινε στην Αντιγόνη, με την οικογένειά της. Ξεμάκρυνε, αποτραβήχτηκε και με βαριά καρδιά προσπαθούσε να αποφύγει τις αναμνήσεις της. Η κατάθλιψη που είχε περιπέσει ο πατέρας της, εξ αιτίας της (όπως διατείνονταν η μητέρα της) δεν έγινε πιστευτή. Ούτε τα μόνιμα κλάματα της γιαγιάς Αντιγόνης την έκαμψαν. Ούτε οι εκκλήσεις των φιλενάδων της, που εμφανώς εκπορεύτηκαν από την επιρροή της μητέρας της, άλλαξαν την απόφασή της.

 Έριξε μαύρη πέτρα πίσω της κι απορροφήθηκε από την νέα της ζωή με τον Κωστή. Τα ενδιαφέροντά της έγιναν (εκτός από τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο) σπουδαία καθήκοντα. Είχε να φροντίσει τον αγαπημένο της Κωστή, που μέρα με τη μέρα της φανέρωνε τον σπάνια καλοσυνάτο χαρακτήρα του, την εγκυμοσύνη της, που εξελίσσονταν ομαλά και το παλιό της πάθος: να ανακαλύψει τα ίχνη της πραγματικής της οικογένειας. Η συχνή επαφή της με τους Ρομά, της έδινε νέες και πολλές ελπίδες. Μολονότι δεν είχε ομολογήσει ούτε στον Κωστή το μεγάλο μυστικό της ζωής της, παρατηρούσε προσεκτικά κάθε χαρακτήρα και κάθε προσωπικότητα του τσιγγάνικου περιβάλλοντός της, προσπαθώντας να πιαστεί από κάποια αδύναμη ανάμνηση, που ενδεχομένως ενυπήρχε κρυμμένη στην ψυχή της. Μελετούσε κάθε φωνή, κάθε κίνηση και χειρονομία, κάθε ιστορία που άκουγε από τους φίλους και την οικογένεια του Κωστή, έτοιμη να πιαστεί από κάπου, όμως μάταια. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα.

Μέχρι που κάποια μέρα χτύπησε η εξώπορτα του μικρού τους διαμερίσματος. Ο Κωστής έλειπε στο στούντιο ηχογραφήσεων και η Αντιγόνη διάβαζε χειρουργική για την επερχόμενη εξεταστική περίοδο. Όταν άνοιξε, στην πόρτα στέκονταν τρείς κουστουμαρισμένοι άντρες τσιγγάνοι, που δεν τους είχε ξαναδεί. Ο πιο επιβλητικός απο τους τρείς ήταν τσιγγάνικα καλοντυμένος με όλα τα σύμβολα που φανέρωναν πλούτο και εξουσία, τουλάχιστον στους άλλους δυο που τον συνόδευαν. Χοντρά δαχτυλίδια με μονόπετρα, χρυσό ρολόι και καδένα πάνω σε επιδεικτικό γιλέκο στολισμένο με εβένινο ύφασμα.

-- Γκανίκα!, πρόσταξε την έκπληκτη Αντιγόνη επισκιάζοντάς την με το ύψος του. --πού είναι ο άντρας σου;
-- δεν είναι εδώ, απάντησε, προσπαθώντας να δείξει αυτοπεποίθηση η τρομαγμένη πια Αντιγόνη. -- ποιοί είστε;
-- είναι ο Τζό! Ο βασιλιάς! Δήλωσε με στόμφο ο ένας από τους συνοδούς του.
Και πριν προλάβει η Αντιγόνη να αντιδράσει, την παραμέρισε με ένα ελαφρό σπρώξιμο και μπήκε στο διαμέρισμα.
-- Γκανίκα, μη φοβάσαι! Ήρθα να δω το σπίτι σας, να δω αν έπιασαν τόπο τα πράγματα που σας έστειλα, ξαναδήλωσε με στόμφο και έπαρση ο Τζο, τονίζοντας μία - μία τις λέξεις, ερευνώντας παράλληλα με τη ματιά του όλο το περιβάλλον του διαμερίσματος.
Η Αντιγόνη παραμέρισε σοκαρισμένη, αφήνοντας και τους τρείς να μπουν στο διαμέρισμα. Το σοκ που την περιέβαλε δεν γεννήθηκε από την εισβολή τους αλλά από την λέξη “γκανίκα” και την χροιά της βροντερής φωνής του Τζό, που μονομιάς χώθηκε βαθιά στο υποσυνείδητό της, ανασύροντας μια ανάμνηση απο το πολύ παλιό παρελθόν, που η έντασή της την βεβαίωνε πως η προσφώνησή του ήταν πολύ γνωστή!
-- Γκανίκα!, επανέλαβε σαν προσταγή ο Τζο, μου είπαν πως είσαι όμορφη. Κάναμε λάθος! Είσαι πολύ πιο όμορφη απ’ όσο περίμενα!, δήλωσε γελώντας βροντερά, κάνοντας νόημα και στους συνοδούς του που κι αυτοί ξέσπασαν σε πονηρά χαχανητά.
-- ξένη είσαι ή δικιά μας; πως σε λένε;
-- Με λένε Αντιγόνη, ψέλλισε προσπαθώντας να συνέλθει. -- ποιά πράγματα στείλατε;
-- Αχά! Αναφώνησε ευχαριστημένος ο Τζο. -- Όλα! Ότι βλέπεις είναι δικό μου! Και δεν μου λες; συνέχισε, -- ελληνίδα είσαι, έτσι;
-- όλα δικά σου; απόρησε η Αντιγόνη
-- έλα, απάντησέ του, την διέκοψε προστάζοντας ο ένας συνοδός. -- τι σε ρώτησε; Ελληνίδα είσαι ή ξένη; κι σήκωσε τα χέρια του με θεατρινίστικη αγανάκτηση, μουρμουρίζοντας με περιφρόνηση: -- γυναίκες...
-- ναι, ελληνίδα είμαι, βιάστηκε ν’ απαντήσει η Αντιγόνη
-- οι ελληνίδες είναι μελαχροινές και κοντές! Σχολίασε με κέφι ο Τζο. -- εσύ είσαι ψηλή και ξανθιά σαν Σουηδέζα. Άσπρη σαν το γάλα!
-- κι όμως! Αντέτεινε με σθένος η Αντιγόνη: -- είμαι ελληνίδα.
-- ρε σείς, στράφηκε στους συνοδούς του ο Τζό. -- ξέρετε ποιά μου θυμίζει; ρώτησε.
Οι άλλοι ανασήκωσαν ανήξεροι τους ώμους τους, περιμένοντας τη συνέχεια.
-- τη Σίντι ρε! Τη μικρή μου αδερφή! Εξήγησε ο Τζο.
-- ποιά; ρώτησε ο ένας συνοδός με απορία, που φανέρωνε πως δεν γνώριζε τίποτα για μικρή αδελφή του Τζο.
-- εκείνη τη μικρή που σας την πήρανε; πρόσθεσε με απορία ο δεύτερος συνοδός.

-- Ναι, ρε! Είπε ο Τζό και συμπλήρωσε: -- πάνε είκοσι χρόνια από τότε. Μπορεί και παραπάνω, ποιός να τη θυμάται;

Δεν υπάρχουν σχόλια: