Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Η γκανίκα: η λύτρωση...

Δεν είχαν προσχεδιάσει να συζητήσουν με τον βασιλιά το πραγματικό περιεχόμενο της επίσκεψής τους. Με πρόσχημα τις ευχαριστίες του Κωστή και της Αντιγόνης προς τον Τζό, για την βοήθειά του να εξοπλιστεί το σπίτι τους, αλλά και την πρέπουσα τιμή και τον οφειλόμενο σεβασμό στην βασιλική οικογένεια, λόγω της μακρινής συγγένειας του Κωστή, κλείστηκε το ραντεβού τους. Η Αντιγόνη και ο Κωστής, προ παντός ο Κωστής, δεν ήθελαν να αποκαλύψουνν ευθέως την ανάγκη της Αντιγόνης να βρει τις ρίζες της ούτε αυτό να συσχετιστεί με την βασιλική οικογένεια. Δεν ήταν στις προθέσεις τους να σκαλίσουν τις μνήμες της για τη στενάχωρη ιστορία της χαμένης κόρης τους ούτε να φανεί στο ελάχιστο πως θα μπορούσε ο Κωστής και η Αντιγόνη, να προσπαθήσουν να επωφεληθούν από το βασιλικό περιβάλλον και τα προνόμιά του, συνδέοντας το πρόβλημά τους με την βασιλική οικογένεια.



Ο Τζο ο βασιλιάς δεν ήταν στο σπίτι του. Ούτε οι γονείς του. Δεν είχαν ξεχάσει το ραντεβού τους με τα παιδιά, αλλά θα καθυστερούσαν για μισή ώρα. Αυτά τους πληροφόρησε με επίπλαστη επισημότητα, που είχε η φωνή του "μπάτλερ", όπως αυτοσυστήθηκε ο μουστακαλής Πασχάλης ο ρολογάς, όπως ήταν το παρατσούκλι που θυμόταν ο Κωστής για τον τύπο που τους υποδέχτηκε και τους ξεναγούσε στο βασιλικό σπίτι. Ο Πασχάλης, παλιός και συχνός επισκέπτης των ανα την επικράτεια φυλακών, είχε αδυναμία στα ρολόγια. Εξ ου και το παρατσούκλι του. Λέγονταν μυθικές ιστορίες για τις κλοπές πανάκριβων ρολογιών απο διάσημα κοσμηματοπωλεία της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης αλλά και από ανύποπτους πλούσιους ιδιώτες που είχαν πέσει θύματα του Πασχάλη. Ο οποίος είχε γεράσει πια και ποιός ξέρει πως κατάφερε να γίνει ο έμπιστος "μπάτλερ" της βασιλικής οικογένειας.
Αποφάσισαν να παραμείνουν και να περιμένουν την αργοπορημένη βασιλική οικογένεια και τον Τζο και ο Πασχάλης τους οδήγησε στο δεύτερο όροφο του σπιτιού και σε ένα άλλο σαλόνι, πολύ λιγότερο πολυτελές και μικρότερο από αυτό του τρίτου ορόφου. Ο παμπόνηρος μπάτλερ Πασχάλης δεν άργησε να θυμηθεί τον Κωστή και να πως: κατά την αναμονή τους προσφέρθηκε να τους τρατάρει τσάι. Μόλις έφερε τις κούπες με το τσάι και το πρόσφερε, πρόσεξε τα μακριά λεπτά και κιθαρίστικα δάχτυλα του Κωστή, καθώς έφερνε στα χείλη του την κούπα. Και τότε θυμήθηκε, πως ο κιθαρίστας Κωστής είχε ιδανικά λεπτά δάχτυλα (κατά τις αντιλήψεις του) για να αφαιρεί επιδέξια τα ρολόγια απ' τους καρπούς των ανυποψίαστων θυμάτων του!. Η Αντιγόνη δεν μπορούσε να πιστέψει στ' αυτιά της, μ΄ αυτά που άκουγε, απ' τον Πασχάλη και τον Κωστή, καθώς χαριεντίζονταν ενθυμούμενοι την παλιά τους γνωριμία. Τα γέλια τους και οι φωνές τους διέγειραν την περιέργεια της γιαγιάς του βασιλιά Τζο, που κατέφτασε από διπλανό δωμάτιο του ορόφου, περίεργη να δει ποιοί έκαναν τόση φασαρία. Στην παρουσία της ο Πασχάλης σοβαρεύτηκε αμέσως, έπαψε να γελά και έκανε μια αδέξια θεατρινίστικη βαθιά υπόκλιση γεμάτη σεβασμό, προς την πολύ ηλικιωμένη κυρία του. Το ίδιο έπραξε και ο Κωστής, όμως πολύ λιγότερο εμφαντικά και με αληθινό σεβασμό της φίλησε το χέρι, αναφέροντας την ταυτότητά του. Η γιαγιά θυμήθηκε αμέσως τον Κωστή αλλά την προσοχή της είχε αποσπάσει η Αντιγόνη. Με ιδιαίτερη περιέργεια κοίταζε επίμονα την Αντιγόνη, που κι αυτή είχε σηκωθεί από τον καναπέ και στέκονταν ακίνητη, όρθια. Παρέκαμψε τον Πασχάλη και τον Κωστή, σαν να μη τους υπολόγιζε, σαν η παρουσία τους να ήταν ασήμαντη για την προσοχή της, που είχε ολάκερη δοθεί, φανερά πια, στο παρουσιαστικό της Αντιγόνης.
Πλησίασε ακόμη περισσότερο, βασανίζοντας την ματιά της να επεξεργαστεί γρήγορα την όψη της Αντιγόνης που χαμογελούσε αμήχανα. Ύστερα ανασήκωσε το χέρι της, προστάζοντας μ' ένα βιαστικό νόημα τον Κωστή, να πάψει να προσπαθεί να της συστήσει την Αντιγόνη. Στάθηκε με δέος μπροστά στην πανύψηλη κοπέλα και με το ανασηκωμένο χέρι της προσπάθησε να την αγγίξει στο πρόσωπο. Τα μάτια της γιαγιάς ξαφνικά γέμισαν δάκρυα και η σπαρακτική της κραυγή κατέπληξε τον Κωστή και τον Πασχάλη αλλά και την ίδια την Αντιγόνη, που εξακολουθούσε και παρέμενε ακίνητη, όρθια, θέτοντας τον εαυτό της στη διάθεση της πολύ συγκινημένης γιαγιάς.
-- Γκα-νί-κα; τραύλισε συλλαβιστά η γιαγιά και συνέχισε: 
-- Γκανίκα μου; εσύ είσαι;
Ο Κωστής είχε μείνει άναυδος! Το ίδιο και ο Πασχάλης που δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, σε ποιόν αναφέρονταν η αφεντικίνα του.
Η Αντιγόνη όμως, ήξερε πολύ καλά τι συνέβαινε. Από τα βάθη της ύπαρξής της ανασύρθηκαν η γνώριμη φωνή αλλά και η αγάπη που ανέβλυζε μαζί με τα δάκρυα της γιαγιάς αλλά και τα δικά της. 
Έσκυψε και χώθηκε στο γέρικο στήθος που βαριανάσαινε από τα αναφυλλητά. Κι ένιωσε μονομιάς την γνωστή μυρουδιά της γιαγιάς της, που τη νανούριζε στην αγκαλιά της κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί.
-- Εγώ είμαι γιαγιακούλα! ψιθύρισε με αγάπη. -- Εγώ είμαι! Η Σίντι...

Δεν υπάρχουν σχόλια: