Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Η γκανίκα: Στο σπίτι του Βασιλιά....

Ο πρώτος “καυγάς” της Αντιγόνης με τον Κωστή ήταν αδέξιος. Η Αντιγόνη δεν έστερξε να θυμώσει με τον Κωστή, όταν αναγκάστηκε να της ομολογήσει πως όλα τους το νοικοκυριό ήταν κλοπιμαία είδη που “αγόρασαν” χωρίς προκαταβολή και με πολλές δόσεις από τον Τζο, τον Βασιλιά των τσιγγάνων, που μπορεί να ζούσε στην Ελλάδα, ήταν όμως καταγωγής Ρουμάνικης. Τα τσιγγάνικα σόγια είναι μεγάλα κι από ένα παρακλάδι τους ο Κωστής με τον Τζό ήταν τριτοτέταρτα ξαδέλφια, εξ αγχιστείας. Γι’ αυτό δεν τους ζήτησε προκαταβολικά χρήματα.  Ούτε ο Κωστής έστερξε να θυμώσει, όταν άκουσε την αποκάλυψη της Αντιγόνης πως ήταν υιοθετημένη και η καταγωγή της ήταν τσιγγάνικη. Άλλωστε, πριν προλάβει να συνέλθει από την μεγάλη του έκπληξη, η Αντιγόνη τον πληροφόρησε πως ο Τζό είχε χάσει τη μικρή του αδελφή και έβρισκε μεγάλη ομοιότητα της ίδιας με την “γκανίκα”. Λέξη που αναγνώρισε απο το συναισθηματικό φορτίο που της προκάλεσε η εκφώνησή της από τον Τζο. Η Αντιγόνη πίστευε, χωρίς να είναι βέβαιη, πως ίσως είναι η μικρή χαμένη αδελφή του Τζο.


--ίσως να είσαι αδελφή του, συλλογίστηκε φωναχτά ο προβληματισμένος Κωστής. Και συνέχισε:
-- ο Τζο είναι ρουμάνος στην καταγωγή και υπάρχουν πάρα πολλές τσιγγάνες απ’ τη Ρουμανία, που είναι ξανθές και άσπρες σαν εσένα...
Ο συλλογισμός του Κωστή έμοιαζε με επιβεβαίωση των υποψιών της Αντιγόνης. Τα χρόνια που προηγήθηκαν, όπου βασανιζόταν να μάθει κάτι το ελάχιστο για την καταγωγή της, συρρικνώθηκαν και ξεχάστηκαν μπροστά στην ανέλπιστη και σφοδρή προοπτική να μάθει χειροπιαστά αυτό που ποθούσε. Η ικεσία στα μάτια της φανέρωσαν τον πόθο της στον πανέξυπνο Κωστή. Που χωρίς να χρειαστεί κάποιο προφορικό αίτημα της αγαπημένης του, της υποσχέθηκε να πάνε σύντομα να γνωριστούν με τους γονείς του Τζό.
Το δεκαήμερο που χρειάστηκε για να κλειστεί το ραντεβού με την οικογένεια του Βασιλιά των Τσιγγάνων, μπορεί να οφείλονταν στο πρωτόκολλο της βασιλικής ματαιοδοξίας, που αντλεί την μεγαλοπρέπειά της από τις μικρότητες και γι’ αυτό τους ανάγκασε να περιμένουν, όμως τα νεύρα της Αντιγόνης κόντεψαν να σπάσουν. Ευτυχώς ο Κωστής έκανε μια μικρή έρευνα που επιβεβαίωνε πως η μικρή κόρη της οικογένειας είχε θεωρηθεί πως δεν ήταν αυθεντικό τέκνο του τσιγγάνου και είχε απολεσθεί η κηδεμονία της από παρέμβαση της δικαιοσύνης και της κοινωνικής πρόνοιας. Κανείς δεν είχε πιστέψει πως το ξανθόμαλλο κοριτσάκι ήταν αυθεντικό τσιγγανάκι κι έτσι η τύχη της μικρής Σίντι, που ήταν το όνομά της, εξαρτήθηκε από μια δημόσια υπηρεσία. Στο μεταξύ η τσιγγάνικη οικογένειά της έφυγε αμέσως από την Ελλάδα, επέστρεψε για ένα διάστημα στην Ρουμανία και όταν ήρθαν πάλι πίσω, είχαν διαδεχτεί τον τέως βασιλιά των τσιγγάνων που ήταν πρώτου βαθμού συγγενής τους. Γι’ αυτό τον λόγο δεν είχαν ασχοληθεί ούτε είχαν διεκδικήσει την μικρή Σίντι. Άραγε η Αντιγόνη βάσταγε από βασιλικό αίμα; Ο Κωστής δεν διερωτήθηκε τυχαία γι’ αυτό - ούτε αστειεύτηκε. Αν η Αντιγόνη είχε συγγένεια με τη βασιλική οικογένεια των τσιγγάνων, θα ήταν πολύ δύσκολο να παντρευτούν. Επειδή ήταν “προνόμιο” του βασιλιά να διαλέξει σε ποιόν θα έδινε την κόρη του, επιλέγοντας κυρίως κάποιον πολύ ισχυρό, στους οποίους δεν συμπεριλαμβάνονταν ο Κωστής.  Εξ άλλου ο Κωστής λογίζονταν ως τσιγγάνος δεύτερης κατηγορίας, επειδή τα τραγούδια του δεν ήταν τσιγγάνικα αλλά μπαλάντες με τις οποίες διασκέδαζαν μονάχα οι λευκοί. Η αξιοπρέπεια του Κωστή καθώς και ο μεγάλος πόθος της Αντιγόνης να ξεδιαλύνει τα της καταγωγής της δεν του επέτρεψαν να της αποκαλύψει τους φόβους του. Αντίθετα, είχε την μεγαλοψυχία να την βοηθήσει ανιδιοτελώς να ικανοποιήσει τον μεγάλο της πόθο.

Ταξίδεψαν στη Θεσσαλονίκη για να ανταμώσουν τη βασιλική οικογένεια. Στον Δεντροπόταμο, μια τσιγγάνικη συνοικία της πόλης, βρέθηκαν μπροστά το σπίτι του βασιλιά. Ήταν τριώροφο και δεν διέφερε εξωτερικά απο τα άλλα σπίτια. Το εσωτερικό του ωστόσο ήταν πολύ, πάρα πολύ διαφορετικό. Ήταν πνιγμένο στο λευκό μάρμαρο με χρυσά στολίδια. Πεντακάθαρο, απαστράπτον κι επιβλητικό δήλωνε τον μεγάλο πλούτο της οικογένειας. Τους οδήγησαν στο σαλόνι. Εκεί υπήρχε ένα μεγάλο μαρμάρινο τζάκι, αναμμένο, μολονότι η μέρα ήταν πολύ ζεστή. Δίπλα στο τζάκι υπήρχε ένας μαρμάρινος θρόνος, διακοσμημένος με χρυσούς μαιάνδρους στη βάση του. Τριγύρω χρυσά κηροπήγια πάνω σε μαρμάρινα τραπέζια και πάγκους και βαριές κόκκινες μεταξωτές κουρτίνες εμπόδιζαν το φως της ημέρας να μπει μέσα. Αντίθετα ένας μεγάλος πολυέλαιος ολόχρυσος κι αυτός, δέσποζε στον χώρο.
Ο Κωστής χάζευε τριγύρω απορημένος.
-- πως σου φαίνεται; ρώτησε διακριτικά σιγά η εντυπωσιασμένη Αντιγόνη. Ο Κωστής έσκυψε στο αυτί της και της ψιθύρισε με το γνωστό του χιούμορ:

-- μου φαίνεται σαν το νεκροτομείο του πανεπιστημίου σου, που τό’ χα δει μια φορά που ήρθα να σε πάρω, μόνο που αυτό εδώ είναι πολυτελείας...

Δεν υπάρχουν σχόλια: