Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Η γκανίκα: η στεγνή ψυχή


Συνήλθε από τον πόνο του σπασμένου της χεριού, καθώς κάποιος προσπαθούσε να την τραβήξει έξω από τα συντρίμμια του αυτοκινήτου. Πονώντας πολύ, δεν μπόρεσε να μιλήσει παρά να βογγήξει. Με το δεξί της χέρι έκαμε νόημα στον βοηθούντα να σταματήσει κι ύστερα ξεκούμπωσε το παλτό της, για να φανεί η εγκυμοσύνη της. 
-- Η κοπέλα είναι έγκυος! φώναξε με ένταση ο τραυματιοφορέας στο συνάδελφό του, που περίμενε με το φορείο στο πλάι του.

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Η γκανίκα: Η φοβερή τροπή των πραγμάτων


Ο κόσμος μικραίνει κάθε φορά που η ανάγκη σε κλείνει στον εαυτό σου. Όταν το αδιέξοδο φράζει τη ψυχή. Όταν ο χρόνος γίνεται σκληρός και θρυμματίζει τις ελπίδες σου. Η Αντιγόνη επέστρεψε στην Αθήνα νιώθοντας πολύ μόνη, μολονότι ο Κωστής δεν έφυγε από κοντά της. Αντιφατικά και αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα μαίνονταν στη ψυχή της. Μύθοι και πραγματικότητα, προσδοκίες και διαψεύσεις, εντυπώσεις και βεβαιότητα χάσαν την σημασία τους, γίναν πολτός με αξεδιάλυτες τις έννοιές τους. Μέσα σε λίγες βδομάδες έφυγε από το σπίτι της, δηλαδή τον πολύ προσωπικό της χώρο, αφήνοντας πίσω της μια δύσκολη μητέρα, που η αγάπη της παρέμενε αναμφίβολη, μια γιαγιά που δεν έπαψε να θρηνεί την φυγή της κι ένα πατέρα που για πρώτη φορά επέδειξε ένα εχθρικό κι αλλόκοτο ρεαλισμό. 

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Η γκανίκα: ο πόνος...


Ο Κωστής δεν άφησε την Αντιγόνη απ’ τα μάτια του. Την έβλεπε λυπημένη να προσπαθεί να παραμείνει ομιλητική, τόσο στον πατέρα της και στη γιαγιά της, όσο και στον Τζό και στις δυό νέες αδελφές της: τη Μίνα, μια δεκαεννιάχρονη ναζιάρα τσιγγάνα και την Έλσα, μια τριαντάχρονη βαρβάτη και γεροδεμένη έμπορο παπουτσιών. Εκτός του Τζό είχε κι άλλον αδελφό: τον Ρομάν, που βρίσκονταν στο Βουκουρέστι, όπου διοικούσε την “εταιρεία”, που είχε ιδρύσει ο Τζό, ο μεγαλύτερος όλων, και που παρακλάδια της βρίσκονταν όχι μόνο τη Ρουμανία αλλά στη Βουλγαρία και στη Μολδαβία. Υπήρχε και μια ακόμη αδελφή, δίδυμη του Τζο, που ζούσε παντρεμένη στη Λυών στη Γαλλία και μάλλον είχε ξεκόψει τις επαφές της με την υπόλοιπη οικογένεια. 

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Η γκανίκα: Η άρνηση της μάνας βασίλισσας


Ο βασιλιάς των τσιγγάνων, ο Τζό ο Ρουμάνος, ήταν φανερά εκνευρισμένος. Πηγαινοέρχονταν, σαν χαλασμένο εκκρεμές, στη μεγάλη μαρμάρινη αίθουσα του θρόνου, με το πρόσωπο σκοτεινιασμένο και τα μάτια του αγριεμένα. Στον θρόνο του κάθονταν σιωπηλός και προβληματισμένος ο πατέρας του και παραδίπλα του στέκονταν σιωπηλοί οι δυο μπράβοι του βασιλιά, μ’ ένα θεατρινίστικο κι επιδεικτικό σεβασμό, που πιθανώς τους γλίτωνε από ενδεχόμενο (και συχνά μανιασμένο) ξέσπασμα του βασιλιά εναντίον τους, όταν δεν εύρισκε άλλον να εκτονωθεί. 
-- Η μάνα μου τρελάθηκε! ξεφώνισε ξαφνικά, χτυπώντας με δύναμη τις παλάμες του, συνεχίζοντας το πήγαινε - έλα. Ύστερα, με μια απότομη στροφή βιάστηκε να σταθεί μπροστά στον θρόνο που κάθονταν ο πατέρας του, λέγοντάς του:
-- Εγώ, που ήμουνα μικρός όταν μας πήραν την γκανίκα, μόλις την είδα τη θυμήθηκα! κι μάνα μου που τη βύζαξε και δεν την άφηνε απ’ την αγκαλιά της...  κάνει που δεν τη θυμάται!
-- κι εγώ δυσκολεύτηκα γιέ μου, απάντησε ο πατέρας του βασιλιά: -- δεν βλέπεις που δεν μοιάζει καθόλου με τσιγγάνα;
-- Η γριά η γιαγιά είναι πιο ξύπνια! δε λαθεύει! μόλις τη μύρισε κατάλαβε ποια είναι! η μάνα μου δεν μπορεί; τι μάνα είναι αυτή; διαμαρτυρήθηκε ο βασιλιάς
-- ‘σύχασε. Σιγά - σιγά θα την θυμηθεί...