Ο βασιλιάς των τσιγγάνων, ο Τζό ο Ρουμάνος, ήταν φανερά εκνευρισμένος. Πηγαινοέρχονταν, σαν χαλασμένο εκκρεμές, στη μεγάλη μαρμάρινη αίθουσα του θρόνου, με το πρόσωπο σκοτεινιασμένο και τα μάτια του αγριεμένα. Στον θρόνο του κάθονταν σιωπηλός και προβληματισμένος ο πατέρας του και παραδίπλα του στέκονταν σιωπηλοί οι δυο μπράβοι του βασιλιά, μ’ ένα θεατρινίστικο κι επιδεικτικό σεβασμό, που πιθανώς τους γλίτωνε από ενδεχόμενο (και συχνά μανιασμένο) ξέσπασμα του βασιλιά εναντίον τους, όταν δεν εύρισκε άλλον να εκτονωθεί.
-- Η μάνα μου τρελάθηκε! ξεφώνισε ξαφνικά, χτυπώντας με δύναμη τις παλάμες του, συνεχίζοντας το πήγαινε - έλα. Ύστερα, με μια απότομη στροφή βιάστηκε να σταθεί μπροστά στον θρόνο που κάθονταν ο πατέρας του, λέγοντάς του:
-- Εγώ, που ήμουνα μικρός όταν μας πήραν την γκανίκα, μόλις την είδα τη θυμήθηκα! κι μάνα μου που τη βύζαξε και δεν την άφηνε απ’ την αγκαλιά της... κάνει που δεν τη θυμάται!
-- κι εγώ δυσκολεύτηκα γιέ μου, απάντησε ο πατέρας του βασιλιά: -- δεν βλέπεις που δεν μοιάζει καθόλου με τσιγγάνα;
-- Η γριά η γιαγιά είναι πιο ξύπνια! δε λαθεύει! μόλις τη μύρισε κατάλαβε ποια είναι! η μάνα μου δεν μπορεί; τι μάνα είναι αυτή; διαμαρτυρήθηκε ο βασιλιάς
-- ‘σύχασε. Σιγά - σιγά θα την θυμηθεί...