Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Η γκανίκα: η στεγνή ψυχή


Συνήλθε από τον πόνο του σπασμένου της χεριού, καθώς κάποιος προσπαθούσε να την τραβήξει έξω από τα συντρίμμια του αυτοκινήτου. Πονώντας πολύ, δεν μπόρεσε να μιλήσει παρά να βογγήξει. Με το δεξί της χέρι έκαμε νόημα στον βοηθούντα να σταματήσει κι ύστερα ξεκούμπωσε το παλτό της, για να φανεί η εγκυμοσύνη της. 
-- Η κοπέλα είναι έγκυος! φώναξε με ένταση ο τραυματιοφορέας στο συνάδελφό του, που περίμενε με το φορείο στο πλάι του.

Έστρεψε ο κεφάλι της και είδε τον Κωστή, ακίνητο, με το κεφάλι του πεσμένο στο πλάι. Ήταν γεμάτος με αίματα, που έσταζαν από τα μαλλιά του. 
Με κόπο του ανασήκωσε το κεφάλι και το αίμα της πάγωσε καθώς είδε το θάνατο να καθρεφτίζεται στα άδεια του μισάνοιχτα μάτια.
-- Κωστή; ψέλλισε με σπασμένη φωνή. --Κωστή μου; νιώθοντας ταυτόχρονα ένα παράξενο εσωτερικό σπασμό στα σωθικά της, λες και κάτι φτερούγισε τρομαγμένο, ψάχνοντας τρόπο να ξεφύγει απ’ την κοιλιά της.

Ο πατέρας της, εμφανώς γερασμένος, σπασμένος και καταβεβλημένος, τη βρήκε πάνω στο φορείο, σ’ ένα δωμάτιο του εφημερεύοντος κρατικού νοσοκομείου, μαζί με άλλους τέσσερις τραυματίες από άλλα ατυχήματα. Δισταχτικά, την αγκάλιασε ψυχανεμιζόμενος το θρήνο της και δεν έκρυψε τα δάκρυά που γέμισαν τα άλλοτε παγερά του μάτια. Ύστερα, με κοφτές προσταγές διέταξε την άμεση διακομιδή της στην κλινική του. Στο ασθενοφόρο τους πρόλαβε κι η μητέρα της. Η αδάμαστη καθηγήτρια είχε χάσει το χρώμα της κι έτρεμε ανήμπορη να ανακτήσει την παροιμιώδη ψυχραιμία της. Οι δυο γιατροί που στη ζωή τους είχαν βιώσει αμέτρητα, ακραίου κινδύνου, ιατρικά περιστατικά, στη θέα της τραυματισμένης κόρης τους είχαν χάσει και την επαγγελματική τους ψυχραιμία. Η πολύμηνη απουσία της κόρης τους και το ξαφνικό τους σμίξιμο, εξ’ αιτίας του τροχαίου ατυχήματος και ο τραυματισμός της, τους είχαν συγκλονίσει. Κι όταν συνειδητοποίησαν πως ο Κωστής είχε σκοτωθεί, ένιωσαν αμέσως πώς το κόστος του χαμού του, ίσως απέβαινε μοιραίο για την κόρη τους.

Η Αντιγόνη χειρουργήθηκε δυο φορές μέσα σε λίγες μέρες,. Μία για το σπασμένο της χέρι και μία για το νεκρό έμβρυο που δεν είχε καταφέρει να επιζήσει. Οι μωλωπισμοί και τα κοψίματα απ’ το δυστύχημα ήσαν αμελητέα. Εκείνο που δεν μπορούσε να προσμετρηθεί ήταν ο πόνος της για τον χαμό του Κωστή. Ο κόσμος άδειασε σαν τσόφλι στρειδιού κι απόμεινε ένα πελώριο κενό, μια  μαύρη αχανής τρύπα, σαν αυτές που καταπίνουν γαλαξίες κι αστέρια. Για ολόκληρο τον κόσμο ο Κωστής ήταν ένας απλός τσιγγάνος τραγουδιστής, μα για την Αντιγόνη ο Κωστής ήταν ολόκληρος ο κόσμος.

Ο Κωστής κηδεύτηκε με συνοδεία τον θρήνο των τσιγγάνων. Μαδούσαν οι γυναίκες τα πρόσωπά τους, μπήγοντας τα νύχια τους στις σκληρές επιδερμίδες, ούρλιαζαν αλαλάζοντας υστερικά, τραβούσαν τα μαλλιά τους με μια επίδειξη θεατρική, σ’ ένα τυπικό μιας λατρείας που απόδιωχνε το θάνατο και αναζήταγε την αιώνια γαλήνη. Έσμιγαν στο θρήνο τους θεοί και δαίμονες, παλεύοντας να δαμάσουν τα δάκρυα και τις σπασμένες ψυχές των γονιών και των αδελφών του Κωστή, των παιδιών του και των μουσικών που έκλαιγαν παράμερα, έτοιμοι ν’ αρπάξουν τις κιθάρες και τα βιολιά τους για να παίξουν τον τελευταίο χορό. Ο βασιλιάς Τζό και η επιβλητική κουστωδία του παρατάχτηκαν γύρω από την Αντιγόνη και τους θετούς γονείς της, σαν φρουρά. Η Αντιγόνη παρακολουθούσε αμίλητη, ψύχραιμη. Η ψυχή της είχε στεγνώσει από κουράγιο και δάκρυα και το βλέμμα της έψαχνε ανάμεσα στους τσιγγάνους να δει τη ροζιασμένη μορφή της πραγματικής της μάνας. Ήθελε να τη δει, όχι για κάποιο σπουδαίο λόγο αλλά για τελευταία φορά. Επειδή η Αντιγόνη είχε κάνει ήδη τα σχέδιά της για το μέλλον μόλις ανέρρωνε απ’ τα σωματικά της τραύματα. Όμως η μάνα της δεν είχε έρθει...

Δεν υπάρχουν σχόλια: