Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Η γκανίκα: Η άρνηση της μάνας βασίλισσας


Ο βασιλιάς των τσιγγάνων, ο Τζό ο Ρουμάνος, ήταν φανερά εκνευρισμένος. Πηγαινοέρχονταν, σαν χαλασμένο εκκρεμές, στη μεγάλη μαρμάρινη αίθουσα του θρόνου, με το πρόσωπο σκοτεινιασμένο και τα μάτια του αγριεμένα. Στον θρόνο του κάθονταν σιωπηλός και προβληματισμένος ο πατέρας του και παραδίπλα του στέκονταν σιωπηλοί οι δυο μπράβοι του βασιλιά, μ’ ένα θεατρινίστικο κι επιδεικτικό σεβασμό, που πιθανώς τους γλίτωνε από ενδεχόμενο (και συχνά μανιασμένο) ξέσπασμα του βασιλιά εναντίον τους, όταν δεν εύρισκε άλλον να εκτονωθεί. 
-- Η μάνα μου τρελάθηκε! ξεφώνισε ξαφνικά, χτυπώντας με δύναμη τις παλάμες του, συνεχίζοντας το πήγαινε - έλα. Ύστερα, με μια απότομη στροφή βιάστηκε να σταθεί μπροστά στον θρόνο που κάθονταν ο πατέρας του, λέγοντάς του:
-- Εγώ, που ήμουνα μικρός όταν μας πήραν την γκανίκα, μόλις την είδα τη θυμήθηκα! κι μάνα μου που τη βύζαξε και δεν την άφηνε απ’ την αγκαλιά της...  κάνει που δεν τη θυμάται!
-- κι εγώ δυσκολεύτηκα γιέ μου, απάντησε ο πατέρας του βασιλιά: -- δεν βλέπεις που δεν μοιάζει καθόλου με τσιγγάνα;
-- Η γριά η γιαγιά είναι πιο ξύπνια! δε λαθεύει! μόλις τη μύρισε κατάλαβε ποια είναι! η μάνα μου δεν μπορεί; τι μάνα είναι αυτή; διαμαρτυρήθηκε ο βασιλιάς
-- ‘σύχασε. Σιγά - σιγά θα την θυμηθεί...


Η γειτονιά των τσιγγάνων είχε ξεσηκωθεί στο πόδι. Η γιαγιά, μόλις συνήλθε από την έκπληξη της αναγνώρισης της χαμένης εγγονής της, άνοιξε τα στήθεια της, άνοιξε και τα παράθυρα και θριαμβευτικά ανήγγειλε σε όλο τον κόσμο, την ανεύρεση της χαμένης της ψυχής. Μαζεύτηκαν στο βασιλικό σπίτι λεφούσι οι γυναίκες και τα παιδιά, με μεγάλη περιέργεια να μάθουν για την υπόθεση και να ιδούν και να γνωρίσουν την αλλόκοτη τσιγγάνα - γκανίκα, που δεν έμοιαζε με καμιά δικιά τους ούτε καν με ελληνίδα. Οι άντρες γείτονες τσιγγάνοι, μικροί και μεγάλοι, άραξαν στα σκαλοπάτια της εισόδου και την μικρής αυλής, σαν μελίσσι. Άναψαν τα τσιγάρα τους και πιάσαν αρειμάνια μεταξύ τους την κουβέντα. Το ασυνήθιστο κι αναπάντεχο θέαμά τους αρχικά προκάλεσε μεγάλη έκπληξη στον βασιλιά Τζο και στους γονείς του, καθώς έφτασαν στο σπίτι τους. Ύστερα τρόμαξαν, νομίζοντας πως η γιαγιά  μητέρα τους, είχε αποδημήσει ξαφνικά εις τον Κύριό της. Που να φανταστούν πως στο σπίτι είχε επιστρέψει, ενήλικη πλέον η μικρή χαμένη τους κόρη; 
Η μάνα του βασιλιά και βιολογική μητέρα της Αντιγόνης φουρκίστηκε βλέποντας όλο και εκείνο το απροσκάλεστο λεφούσι που λέρωνε το σπιτικό της με τις πατημασιές, τις δαχτυλιές κι τα τσιγάρα τους κι εξοργίστηκε ακόμη περισσότερο όταν την πληροφόρησαν πως πάνω την περίμενε η χαμένη της κόρη. Το αμφισβήτησε αμέσως και δεν έκρυψε την οργή της, όταν η μεγαλύτερη κουτσομπόλα γειτόνισσα της πρόλαβε να της περιγράψει πως η μικρή της χάθηκε σαν τσιγγάνα κι επέστρεψε σαν ασπρουλιάρα Γερμανίδα, απ’ εκείνες τις στεγνές που’ ναι σαν μακρόστενοι σωλήνες...
Με βλέμμα σκοτεινό και καχύποπτο αντίκρισε την πεθερά της να λιώνει από ευτυχία, αγκαλιασμένη με μια πανύψηλη ξένη. Στάθηκε στη μέση του σαλονιού μέχρι να κατασταλάξουν σιωπηλά και τα τελευταία μουρμουρητά των απροσκάλεστων (από την ίδια) γειτόνων και ρώτησε, απευθυνόμενη στην Αντιγόνη:
-- Ποια είσαι;
Η Αντιγόνη ένιωσε αμέσως την βαριά καρδιά της αδύνατης και κακοζωισμένης γυναίκας που όλοι την αντιμετώπιζαν σαν μητέρα της και μητέρα του βασιλιά και παρέμεινε σιωπηλή και ακίνητη, περιμένοντας. Τον λόγο πήρε η εμφανώς συγκινημένη γιαγιά:
-- Είναι η κόρη σου παιδί μου, το παιδί μας...  η Σίντι...
Αυταρχικά, χτυπώντας το πόδι της στο πάτωμα η μάνα  του βασιλιά, ξέσπασε:
-- Η κόρη μου χάθηκε και δεν υπάρχει! 
Επιφωνήματα έκπληξης και απορίας γέμισαν το σαλόνι, σαν βουητό ξαφνικού ανέμου που τρύπωσε απ’ τα μισάνοιχτα παράθυρα. 
Η μάνα του βασιλιά δεν άφησε περιθώριο να μιλήσει κανείς:
-- Έξω! να φύγετε όλοι έξω και να πάτε στα σπίτια σας! πρόσταξε στους τρομαγμένους τσιγγάνους, που βιαστικά και προσεκτικά άδειασαν τον χώρο. Κι όταν έφυγε κι η τελευταία τσιγγάνα, η μάνα του Βασιλιά και πιθανώς η βιολογική μητέρα της Αντιγόνης, έφυγε κι εκείνη απ’ το σαλόνι αφήνοντας σύξυλη όλη την υπόλοιπη βασιλική οικογένεια καθώς και την εμβρόντητη Αντιγόνη και τον Κωστή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: