Ο κόσμος μικραίνει κάθε φορά που η ανάγκη σε κλείνει στον εαυτό σου. Όταν το αδιέξοδο φράζει τη ψυχή. Όταν ο χρόνος γίνεται σκληρός και θρυμματίζει τις ελπίδες σου. Η Αντιγόνη επέστρεψε στην Αθήνα νιώθοντας πολύ μόνη, μολονότι ο Κωστής δεν έφυγε από κοντά της. Αντιφατικά και αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα μαίνονταν στη ψυχή της. Μύθοι και πραγματικότητα, προσδοκίες και διαψεύσεις, εντυπώσεις και βεβαιότητα χάσαν την σημασία τους, γίναν πολτός με αξεδιάλυτες τις έννοιές τους. Μέσα σε λίγες βδομάδες έφυγε από το σπίτι της, δηλαδή τον πολύ προσωπικό της χώρο, αφήνοντας πίσω της μια δύσκολη μητέρα, που η αγάπη της παρέμενε αναμφίβολη, μια γιαγιά που δεν έπαψε να θρηνεί την φυγή της κι ένα πατέρα που για πρώτη φορά επέδειξε ένα εχθρικό κι αλλόκοτο ρεαλισμό.
Κυοφορούσε ένα παιδί, που ήταν καλοδεχούμενο μονάχα για την ίδια και τον Κωστή και ξαφνικά της δόθηκε η ευκαιρία, να υλοποιηθεί η πιο δυνατή της επιθυμία. Να γνωρίσει την οικογένεια που αγνοούσε σ’ όλη της τη ζωή και τελικά να την αρνηθεί μονάχα η πραγματική της μητέρα. Μπήκε και προσπάθησε να αντιληφθεί μια κοινωνία εντελώς διαφορετική, ένα άλλο κόσμο άγνωστο και παράταιρο προς τον δικό της, με άλλες συνήθειες και τρόπο σκέψης. Που όση ανοχή κι αν διέθεσε για να κατανοήσει τις παραξενιές του, καταχώνιασε μέσα τη ψυχή της την άρνηση να τον αποδεχτεί.
Σ’ όλο το ταξίδι από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα παρέμεινε σιωπηλή, ακούγοντας τους ρυθμικούς χτύπους του τρένου πάνω στις γραμμές. Έμοιαζαν με τους χτύπους ενός αόρατου ρολογιού, που σήμαινε - με μεγάλη διάρκεια - τη συχνότητα των συναισθημάτων που ένιωσε μέσα σε λίγες εβδομάδες. Κάποιες φορές έγερνε πάνω στον ώμο του ανήσυχου Κωστή, που η απαράμιλλη διακριτικότητά του και η εγγενής ευγένειά του, τον κράταγαν σιωπηλό, επιλέγοντας να σεβαστεί τους εμφανείς προβληματισμούς της αγαπημένης του. Το ίδιο έκανε, όταν μπήκαν στο ταξί, στον Σταθμό Λαρίσης για να πάνε στο σπίτι τους. Έγειρε πάνω στον ώμο του κι έκλεισε τα μάτια της, αφήνοντάς τον να της χαϊδεύει με τρυφερότητα τα μαλλιά. Σκέφτηκε να του ζητήσει συγγνώμη για την επιλογή της να μη μιλήσει σ΄ολάκερο το ταξίδι και αποφάσισε να περιμένει να φτάσουν στο σπίτι τους πρώτα κι ύστερα να του ζητήσει επίσης να τη βοηθήσει να σκεφτεί καλύτερα για όλα, όσα την απασχολούσαν.
Ξαφνικά ο Κωστής ανασηκώθηκε ανήσυχος, απλώνοντας το χέρι του προς τον οδηγό, που μίλαγε στο κινητό του τηλέφωνο:
-- Πρόσεξε! το φανάρι είναι κόκκινο! φώναξε δυνατά ο Κωστής.
Ο οδηγός του ταξί δεν πρόλαβε να φρενάρει. Το αμάξι μπήκε στο σταυροδρόμι και ταυτόχρονα ακούστηκε το φοβερό χτύπημα. Ένα ημιφορτηγό καρφώθηκε στην πίσω πόρτα του ταξί, απ΄τη πλευρά του Κωστή, που είχε προλάβει να αγκαλιάσει προστατευτικά την αγαπημένη του. Η Αντιγόνη ένιωσε το κορμί της να συγκρούεται με σφοδρότητα πάνω στην πόρτα του ταξί και το μπράτσο της να σπάει, με αφόρητο πόνο. Το κεφάλι της δεν είχε επαφή, επειδή το μπράτσο του Κωστή είχε τυλιχτεί έγκαιρα γύρω της. Ολόκληρο το αυτοκίνητο είχε εκσφενδονιστεί από τη σφοδρότητα της σύγκρουσης και καθώς ταλαντεύτηκε προσγειωμένο πάνω στους τροχούς του, μια βροχή από σπασμένα θρύψαλα των τζαμιών, τους έλουσε και τους δυο κυριολεκτικά.
Ύστερα, έχασε τις αισθήσεις της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου