Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Η γκανίκα: ο πόνος...


Ο Κωστής δεν άφησε την Αντιγόνη απ’ τα μάτια του. Την έβλεπε λυπημένη να προσπαθεί να παραμείνει ομιλητική, τόσο στον πατέρα της και στη γιαγιά της, όσο και στον Τζό και στις δυό νέες αδελφές της: τη Μίνα, μια δεκαεννιάχρονη ναζιάρα τσιγγάνα και την Έλσα, μια τριαντάχρονη βαρβάτη και γεροδεμένη έμπορο παπουτσιών. Εκτός του Τζό είχε κι άλλον αδελφό: τον Ρομάν, που βρίσκονταν στο Βουκουρέστι, όπου διοικούσε την “εταιρεία”, που είχε ιδρύσει ο Τζό, ο μεγαλύτερος όλων, και που παρακλάδια της βρίσκονταν όχι μόνο τη Ρουμανία αλλά στη Βουλγαρία και στη Μολδαβία. Υπήρχε και μια ακόμη αδελφή, δίδυμη του Τζο, που ζούσε παντρεμένη στη Λυών στη Γαλλία και μάλλον είχε ξεκόψει τις επαφές της με την υπόλοιπη οικογένεια. 

Συνολικά ήσαν τέσσερις αδελφές και δυο αγόρια. Τα παριστάμενα αδέλφια της Αντιγόνης την υποδέχτηκαν με θέρμη και περηφάνια. Ιδιαίτερα η μικρότερη η Μίνα, που ήταν η πιο μοντέρνα και το δήλωνε ξεφεύγοντας  από τα ενδυματικά πρότυπα των υπόλοιπων κοριτσιών. Όμως αυτός που δεν μπορούσε να κρατήσει τον ενθουσιασμό του για την Αντιγόνη ήταν ο Τζο, ο βασιλιάς. Πανηγύριζε σαν μικρό παιδί, μη μπορώντας να κρύψει την ικανοποίηση και τον ενθουσιασμό του. Τριγυρνούσε συνέχεια γύρω από την Αντιγόνη, προσφέροντάς της ότι μπορούσε να κατέβει απ΄το κεφάλι του, προστάζοντας τους αυλικούς του να φέρνουν ολοένα και περισσότερα κεράσματα και δώρα. Μονάχα ο πατέρας της Αντιγόνης παρέμενε μελαγχολικός, αναφερόμενος συνέχεια στην ανεξήγητη άρνηση της γυναίκας του να αποδεχτεί την Αντιγόνη.
Ο Κωστής ανέλαβε και εξιστόρησε την υιοθεσία της Αντιγόνης, το περιβάλλον που μεγάλωσε, το κύρος των γονιών της και τέλειωσε αναφέροντας τα αποτελέσματα της μικρής έρευνας που έκανε για να διασταυρώσει από το ορφανοτροφείο, που είχε φιλοξενήσει για λίγο την Αντιγόνη, τη χρονιά και τον μήνα που την είχαν αφαιρέσει από την πραγματική της οικογένεια. Χρόνος που συνέπιπτε ακριβώς με αυτά που γνώριζε ο πατέρας του βασιλιά Τζο και ολόκληρη η οικογένεια.
Η Αντιγόνη τους αποκάλυψε πως το πρώτο σκίρτημα που της φανέρωσε πως είχε βρει κάποια άκρη για την χαμένη οικογένειά της ήταν η πρώτη της γνωριμία με τον Τζο. Η προσφώνησή του, ως γκανίκα, και η χροιά της βροντώδης φωνής του, της ξύπνησε τις πρώτες αναμνήσεις. Κι ύστερα θυμήθηκε το άρωμα, τη μυρωδιά της γιαγιάς της, που περήφανα εξακολουθούσε να μη μπορεί, να κρατήσει τα δάκρυά της. Αυθόρμητα, όλοι οι παριστάμενοι της οικογένειας της εξήγησαν πως ήταν ο Τζο και η γιαγιά που της είχαν μεγάλη αδυναμία ως πιτσιρίκα, ήταν αυτοί οι δυο που την φρόντιζαν μέρα και νύχτα και γι’ αυτό αυτούς θυμήθηκε πρώτα...
Μόλις άκουσε την εξομολόγηση της Αντιγόνης ο ασυγκράτητα ενθουσιασμένος Τζό εξήγγειλε, με κάθε επισημότητα, πως σε είκοσι μέρες θα διοργάνωνε στον Δενδροπόταμο το μεγαλύτερο γλέντι της ιστορίας της περιοχής, προς τιμή της .  Φιλοδοξούσε να παρουσιάσει την πανέμορφη αδελφή του σε όλο το βασίλειο των τσιγγάνων και γι’ αυτό το ακόμη μεγαλύτερο γλέντι θα επαναλαμβάνονταν και στο Βουκουρέστι, όπου ζούσε το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού των τσιγγάνων στα Βαλκάνια. Εκεί στο Βουκουρέστι σχεδίαζε να προσκαλέσει αντιπροσωπείες των πιο επιφανών και πλούσιων τσιγγάνων από τη Σερβία, το Μοντενέγκρο, την Κροατία, τα Σκόπια αλλά και τον βασιλιά των βασιλιάδων τσιγγάνων, τον Φέρεντς της Ουγγαρίας!
Τον ενθουσιασμό που προκάλεσε στην ομήγυρη η εξαγγελία του βασιλιά Τζο, κατάργησε μονομιάς το ξαφνικό κλάμα - ξέσπασμα της Αντιγόνης. Μέσα στην αγκαλιά του Κωστή, με αναφιλητά που δεν μπορούσε να ελέγξει και μ’ ένα παράπονο που μάτωσε τις ψυχές όλων, ζήτησε να μη γίνει τίποτε, αν προηγουμένως δεν νιώσει πρώτα την αγάπη της μητέρας της.
-- Λαχτάρησα για πολλά χρόνια την αγκαλιά της αληθινής μου μάνας. Έχω μια θετή μάνα, που πονάει μέρα και νύχτα για μένα. Και τώρα πονώ κι εγώ και για τις δυο, επειδή η αληθινή μου μάνα, δεν θέλει ούτε να με δει...

Δεν υπάρχουν σχόλια: