Φτάνοντας στη Νικήτη, ο καιρός άνοιξε. Ο ήλιος ξεπρόβαλλε δισταχτικά, μπαινοβγαίνοντας στα διαδοχικά σύννεφα που άρχισαν ν' αραιώνουν. Σταμάτησε στο κεντρικό φανάρι της Νικήτης, για να ξαποστάσει απ' τη σκληρή σέλα και τα τραντάγματα του εγκατελειμμένου αυτοκινητόδρομου. Έβγαλε κι ακούμπησε το κράνος πάνω στον καθρέφτη της μηχανής κι άναψε τσιγάρο. Άκουσε πίσω του τα κεπέγκια ενός μαγαζιού να τραβιούνται και στράφηκε. Γυρίζοντας είδε τον φαρμακοποιό που άνοιγε το μαγαζί του...
-- Μα δεν φτάνει που σας τραγουδάει, ζητάτε και ωτοασπίδες; είχε παρατηρήσει με χιούμορ ο φαρμακοποιός...
Νικήτη, Άγιος Νικόλαος, όρμος Παναγιάς, τρανή αμμουδιά... Όλα τα ίχνη νωπά, έντονα. Το κομμένο απ΄ τη προπέλα ακροπόδι, το εστιατόριο του Άρη με τα περίεργα εδέσματα, η έντρομη Μπέλα μπροστά στο γιγάντιο Ηρακλή, η Πηνελόπη κι ο Λάζαρος, η βραδινή έξοδος των μεγάλων και μικρών κοριτσιών που κάνανε τατουάζ, που πήραν πρόσθετες μπούκλες, δωράκια και φάγαν γλυκό παγωτό...
Το κράνος του έσφιξε ανακουφιστικά τα μηνίγγια. Ένιωθε τις φλέβες στο κεφάλι του να πάλλονται από την αυξημένη ροή του αίματος. Γκάζωσε με δύναμη τη μηχανή, που υπάκουα όρμησε, για να περάσουν γρήγορα τα έντονα αποτυπώματατης ζωής τους. Μάταια.
Η Βουρβουρού με τα φιδίσια νερά, ο Γιάννης που μαζεύει γιαλιστερές, η έρημη αμμουδερή ακτή της ρόδας, τα πεύκα όπου παρκάρανε, το πόρτο παραντίσο με τα σφηνάκια και την ωραία μουσική, το αρόδο με τις βάρκες. Η συναυλία που ματαίωσε η καταιγίδα, η μυρωδιά του πεύκου ύστερα απ' τη βροχή... η δηλητηρίασή της στης Χρηστάρα, η ατέλειωτη νύχτα του έρωτα: --μα, πότε έγινε πέντε το πρωί;
Ούτε κατάλαβε πως έφτασε στην ερημιά της Συκιάς. Έφτασε στην άκρη της αχανούς παραλίας και στερέωσε τη μηχανή δίπλα στο κύμα. Αργά, ανακουφιστικά πήρε κι άρχισε να γδύνεται. Μαζί με τη στολή, τα γάντια και το ισοθερμικό άδειαζε τη μνήμη απ' τις εικόνες. Πάλι μάταια. Στάθηκε μισόγυμνος στον χλωμό ήλιο. Σήκωσε το πρόσωπό του να το κάψει, να το στεγνώσει απ' δάκρυα, που αβίαστα έσταζαν στο πρόσωπό του.
-- Γιατί; γιατί;
Απάντηση δεν είχε ούτε τώρα. Κι ούτε θά 'χει, ακόμη και μισό αιώνα μετά.
Χύθηκε στην παγωμενη αγκαλιά της θάλασσας. Βούτηξε χτυπώντας με δύναμη τα χέρια, τα πόδια. Άφησε να του φύγει ένα αβίαστο ουρλιαχτό, που δεν σήμαινε την ανακούφιση του ξεσπάσματος αλλά την απόγνωση του αδιέξοδου έρωτα, που ποτέ δεν θα μειωθεί, δεν θα σβήσει... επειδή ακόμη κι εκεί, μέσα στην παγωμένη ερημιά της σκοτεινής θάλασσας την ένιωσε να σκαρφαλώνει έντρομη πάνω του κραυγάζοντας με νάζι: έ-να ψα-ρά-κι μου δάγ-κω-σε το ποδα-ράκι μου!
Το πρόσωπό του φωτίστηκε απο χαμόγελο. Χαμόγελο θεραπευτικό, καταπραϋντικό, που τον ηρέμησε. Βγήκε απ' το νερό, έχοντας έντονο το συναίσθημα της παρουσίας της, λες και ήταν κάπου εκεί κοντά και τον παρακολουθούσε. Σκουπίζοντας το σώμα, ανασήκωσε το βλέμμα του απένταντι στον Άθωνα. Ο ζεστός ήλιος σταθεροποιήθηκε και είχε ξορκίσει την καταχνιά, αφήνοντας καθαρά να φανεί το - σαν χάρτινο - μισοφέγγαρο, ανατολικά πάνω απ' την κορυφή του άγιου βουνού. Ο συνειρμός του γεννήθηκε ξαφνικός κι αναπάντεχος:
-- να 'τη! Μεταμορφώθηκε σε φεγγαράκι χάρτινο, καταμεσής του μεσημεριού, λες και ξύπνησε μόλις τώρα, στην ώρα της!
Τυλίχτηκε με την πετσέτα και πήγε και κάθισε πάνω σ' ένα βραχάκι, στην άκρη του κύματος. Άναψε τσιγάρο και κάπνισε κοιτάζοντας το χάρτινο το φεγγαράκι, με το βλέμμα μιας αγάπης που δεν στερεύει, που παραμένει σταθερή και ακλόνητη, αν δεν αυξάνεται κιόλας... Το νερό του έβρεχε τα πόδια. Έπαψε να είναι παγωμένο, ζεστάθηκε και ζέστανε και την καρδιά του κι απόμεινε εκεί ακίνητος, για ώρα πολλή.
"Θα φέρει η θάλασσα πουλιά
και τ' άστρα χρυσά τ' αγέρι
να σου χαϊδεύουν τα μαλλιά
να σου φιλούν το χέρι"
Ξαφνιάστηκε ακούγοντας τον εαυτό του, σαν αλλουνού φωνή, να τραγουδά. Λες και συνήλθε από βαθύ μεθύσι, όπου ο χρόνος χάνεται και τίποτε δεν θυμάσαι...
" Χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη η ακρογιαλιά
αν με πίστευες λιγάκι, θα ' ταν όλα αληθινά..."
Έβγαλε με κόπο την μηχανή απ΄ την πυκνή αμμουδιά. Στο βενζινάδικο, η κοπελιά που έβαζε βενζίνη τον κοίταγε και τον άκουγε περίεργα, που τραγούδαγε ανέμελος. Την άφησε ξοπίσω του γκαζώνοντας σαν κάγκουρας, με την εξάτμιση να δονεί συθέμελα την ερημιά. Πέρασε απ' την άγρια ακτή της μύτης του δεύτερου ποδιού σαν άνεμος, πυρπολώντας τις στροφές. Καλαμίτσι, Πόρτο Κουφό, Τορώνη τ' αφησε να σβήνουν πίσω του. Κοντοστάθηκε έξω απ' το πόρτο - Καρράς, καπνίζοντας ένα τσιγάρο, ρίχνοντας μερικές φευγαλέες ματιές στο άδειο γήπεδο του γκόλφ, κάτω απ' τα αυστηρά βλέμματα των σεκιουριτάδων της πύλης του ξενοδοχείου. Ύστερα πήγε σαν αστραπή στην ακτή της Καλογριάς. Σ' εκείνο το βραχάκι που τη πρωτοφωτογράφησε με μεράκι. Έμεινε εκεί ώρα πολλή, σαν προσκυνητής μπροστά στην ακίνητη θάλασσα, μέχρι που τον βρήκε η νύχτα και το φεγγαράκι χάθηκε. Δεν τού 'καμε καρδιά να φύγει. Λες κι ήθελε εκεί να μείνει για πάντα εκεί. Εκεί να πεθάνει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου