Το άστρο της αυγής του φανερώθηκε ξαφνικά, καθώς έσυρε τη ματιά του στον ουρανό. Λαμπύριζε ψηλά πάνω απ' το Χορτιάτη, εκεί που στην ανατολή βρίσκεται η αγάπη του. Παγωμένος, τυλίχτηκε σφιχτά με τη ζακέτα, με το στόμα πικρό απ' το τσιγάρο, ώρα πέντε ξημέρωμα Σαββάτου. Μπαλκόνι κι ουρανός γίναν ένα, η πόλη χάθηκε κι απόμεινε ακίνητος, το άστρο της αυγής κι αυτός, μόνοι στον κόσμο...
Πλατύ ποτάμι η αγάπη και βαθύ, γι' αυτό δεν μπορεί να κοιμηθεί. Κι αν ο ήλιος πλένει τ' όνειρο της γής, το δικό του όνειρο δεν μπορεί να σβήσει... δεν μπορεί...
Στα παγωμένα χείλη τραύλισε τη μελωδία:
-- για ποιό ταξίδι κίνησες να πας,
να με θυμάσαι και να μ' αγαπάς...
μα δεν μπόρεσε να συνεχίσει...
ξένος θα φύγει... ξένος...
Στα χείλη καίει πικρό μικρό φιλί
ποιο μακρινό ταξίδι σε καλεί
θα φύγεις ξένε, άσπρα τα πανιά
παραμονεύει η λησμονιά
Για ποιο ταξίδι κίνησες να πας
να με θυμάσαι και να μ' αγαπάς
σου κλέβει η ανατολή μικρό φιλί...
ποιο μακρινό ταξίδι σε καλεί
θα φύγεις ξένε, άσπρα τα πανιά
παραμονεύει η λησμονιά
Για ποιο ταξίδι κίνησες να πας
να με θυμάσαι και να μ' αγαπάς
σου κλέβει η ανατολή μικρό φιλί...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου