Έτσι μπήκε η δικτατορία σπίτι μου. Μου πήρε την εγκυκλοπαίδειά μου και δεν με άφηνε να ακούω ραδιόφωνο. Ήταν όμως καλύτερα για μένα, που η στέρηση των ελευθεριών μου προέκυψε από την δήθεν κομμουνίστρια μάνα μου και από τον δημοκράτη πατέρα μου. Τι να πουν και οι φοιτητές του ρετιρέ. Που οι χουντικοί αποφυλάκισαν τον μικρότερο και άφησαν τον μεγάλο να σαπίζει στα Γιούρα.
Η μάνα τους, που ήταν αρχόντισσα κανονική, καθάριζε τα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας μας για να τα βγάλει πέρα. Τον μικρότερο φοιτητή δεν τον έπαιρνε κανείς για δουλειά, άσε που κάθε 15 μέρες, πήγαινε υποχρεωτικά κι έδινε το παρόν στην ασφάλεια. Κλεινόταν ολομόναχος στο διαμέρισμά του και τον έβλεπα όταν έβγαινε στο μπαλκόνι του και κάπνιζε. Κανείς δεν τολμούσε να του κάνει παρέα και μόνο εγώ ανέβαινα συχνά στο διαμέρισμα, για να με βοηθήσει στα μαθήματά μου.
Ο Γιάννης (έτσι τον λέγανε) ήταν καλός κομμουνιστής. Ξανθός μ’ ένα αραιό γενάκι, ευγενικός με Ραψανιώτικη προφορά. Οι μανάδες μας ήταν φιλενάδες από μικρές από το ίδιο χωριό, τη Ραψάνη.
Αντίθετα, είχε μια εκπομπή στο ραδιόφωνο που την λέγανε, κάπως σαν “Πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα”. Δεν καταλάβαινα τι πράγμα είναι το σιδηρούν παραπέτασμα, όπως και δεν καταλάβαινα τη γλώσσα των συνταγματαρχών.
Πάντως οι κομμουνιστές που περιέγραφε ο εκφωνητής ήταν να σου κόβεται η χολή. Αγριοι, εκδικητικοί, μοβόροι κι απαίσιοι. Όχι σαν του Γιάννη που ήταν σαν τον Χριστό τον Αμερικάνο στις ταινίες του σινεμά.
Με την βοήθεια του Γιάννη πέρασα με άνεση τις εισαγωγικές εξετάσεις για το Γυμνάσιο. Τότε δίναμε εισαγωγικές, που οι χούντα δεν με πρόλαβε και τις κατάργησε την επόμενη χρονιά. Γυμνάσιο σήμαινε πως μεγάλωσα πολύ ξαφνικά κι αυτό μου έδωσε έξτρα αυτοπεποίθηση. Δεν θα μου ξύριζαν ολόκληρο το κεφάλι, αφήνοντας μια φούντα μαλλί, στην κορυφή πάνω από το μέτωπο, όπως συνήθιζαν μέχρι τότε. Τα μαλλιά μου θα ήταν κανονικά. Κοντά μεν αλλά όλο το κεφάλι γεμάτο μαλλιά και όχι ξυρισμένο και λείο σαν καρπούζι.
Επίσης είχα το δικαίωμα να βάζω μια δραχμή στο τζουκ-μποξ του καφενείου της γειτονιάς και να διαλέγω satisfaction των Rolling stones και she loves you yeah yeah yeah των Beatles. Επειδή είχα γίνει σκληρό αντράκι απέφευγα να ακούω τον ‘Τρόπο‘ των Olympians και τη γιάνκα που χόρευαν αδιάκοπα οι παλιές μου συμμαθήτριες....
Οι διακοπές εκείνου του καλοκαιριού, πέρασαν ανέμελα όπως κάθε χρόνο. Ξεσαλώσαμε στα παιχνίδια όλη τη μέρα. Μαζί με τον πιο επιστήθιο φίλο μου, Γιάννης και αυτός - συνομηλικός μου ξαμολιόμασταν στη θάλασσα, μέχρι να γίνουμε ψητοί από τον ήλιο. Οι μάνες μας, καλές φιλενάδες και οι πατεράδες μας κολλητοί. Οι δύο οικογένειες γίνονταν μία. Κανείς μας δεν ξεχώριζε μάνα και πατέρα. Όλα ήταν ισότιμα για όλους σε μια ιδιότυπη δημοκρατία που ούτε το νέο καθεστώς μπορούσε να διαταράξει. Είμασταν πάνω στην πιο γλυκειά τρέλλα κι αποτολμούσαμε πράγματα που άλλα παιδιά της ηλικίας μας δεν μπορούσαν να διανοηθούν. Για παράδειγμα, το μεσημέρι που επιστρέφαμε από τη θάλασσα, πηγαίναμε όλοι σε μια βρύση χτιστή, έξω από την αυλή μας, για να ξεπλυθούμε απο τα αλάτια κι ύστερα να πάμε για μεσημεριανό. Ο Γιάννης κι εγώ παριστάναμε τους ιππότες πάνω από τη βρύση. Αφήναμε να πλυθούν πρώτα όλα τα κορίτσια της γειτονιάς, ιδιαίτερα εκείνα που ήταν γύρω στα 18 με 25 χρονών.
Όλες βιάζονταν να ξεμπερδεύουν με το πλύσιμο για να φάνε σύντομα κι εμείς δεν χάναμε την ευκαιρία να χαζεύουμε τα βυζιά τους, καθώς σκύβανε στη βρύση να πλυθούν. Μέχρι που μας πήρανε χαμπάρι, το είπαν στους δικούς μας, που μας μάλωσαν με δριμύτητα και δεν μας ξανάφησαν να τις χαζέψουμε...
Οι πατεράδες μας έρχονταν το Σάββατο. Όλη τη βδομάδα δούλευαν στην πόλη και μόνο της Παναγίας κάθονταν παραπάνω μέρες μαζί μας. Τα βράδυα, καθώς πίναν το ουζάκι τους, πιάναμε τη δυσφορία τους για το καθεστώς των συνταγματαρχών. Νοιώθαμε την αβεβαιότητά τους για το μέλλον και στενοχωριόμασταν που τους βλέπαμε τόσο ανήσυχους.
Πότε- πότε μαθαίναμε ξώφαλτσα μικρές ιστορίες από ανθρώπους που οι δικοί τους είχαν εξοριστεί και μάθαμε για πρώτη φορά, πως πολλοί άνθρωποι υπέφεραν από βασανιστήρια. Στο μυαλό μας τα βασανιστήρια του Χριστού στις αμερικάνικες ταινίες ήταν τα πιο φοβερά και γνωστά παραδείγματα. Έτρεμε το φυλλοκάρδι μας, τα βράδυα λίγο πριν να κοιμηθούμε, όμως το επόμενο πρωί τα ξεχνάγαμε όλα και πέφταμε αφιονισμένοι στο παιχνίδι.
Όταν είμασταν μικρότεροι- 6,7 χρονών- οι πατεράδες μας, που ήταν μεγάλοι γλεντζέδες, μας πήγαιναν κάθε Σαββατοκύριακο στα μπουζούκια. Τα μπουζούκια ήταν κάτι παράγκες εκεί που βρίσκεται το βασιλικό παλάτι της Θεσσαλονίκης στη Νέα Κρήνη. Ήταν δίπλα στη θάλασσα κι αν θυμάμαι καλά ήταν δύο-τρία παρόμοια κέντρα.
Εκεί έπαιζαν ο Τσιτσάνης, η Μπέλλου, ο Μπιθικώτσης, ο Καζαντζίδης, η Καίτη Γκρέϋ, η Πόλυ Πάνου ο Πάνος Γαβαλάς και άλλοι που δεν μπορώ να θυμηθώ. Εκείνο που μπορώ καλά να θυμηθώ ήταν η μεγάλη ταλαιπωρία μας. Των παιδιών δηλαδή. Αφού μας τάϊζαν απαίσια ψάρια, μας άφηναν να παίξουμε. Τα μαγαζιά ήταν στρωμμένα με χαλίκια χοντρά. Ανάμεσα στα χαλίκια οι σερβιτόροι πέταγαν τα μεταλλικά πώματα από τις μπύρες και τα αναψυκτικά. Τότε είχαν πρωτοβγεί τα πώματα αυτά και είχαν αντικαταστήσει τα σταθερά -με σύρμα- πορσελάνινα καπάκια. Όλοι οι πιτσιρικάδες τρελλαινόμασταν να μαζέψουμε τα σκληρά μεταλλικά καπάκια και γεμίζαμε από την χαλικένια σκόνη. Η σκόνη, που γέμιζαν τα ρούχα μας, ήταν η αιτία που μας τις βρέχανε. Κι αφού μας τις βρέχανε μας βάζανε για ύπνο πάνω σε ψάθινες καρέκλες ή στην αγκαλιά τους ή στο αυτοκίνητο.
Ο Τσιτσάνης, ο Μπιθικώτσης, ο Καζαντζίδης μας νανούριζαν. Όμως ο ύπνος ήταν μεγάλη ταλαιπωρία και κανείς μας δεν ήθελε να πηγαίνουμε στα μπουζούκια. Είχαμε σιχαθεί και τον Τσιτσάνη και τον Καζαντζίδη και τον Μπιθικώτση.
Έτσι λυπηθήκαμε αληθινά πάρα πολύ όταν ακούσαμε ένα Σαββατόβραδο τους πατεράδες μας, να δηλώνουν πως δεν θα’ πρεπε να τραγουδήσουμε τραγούδια τους, επειδή το είχε απαγορεύσει η χούντα και πιθανώς να τους είχε ρίξει σε μια από τις αμέτρητες φυλακές της...
Από το βράδυ εκείνο άρχισε να με απασχολεί το ερώτημα: ποια ήταν αυτή η χούντα, που μπορούσε να επέμβει και στις διακοπές μας και να μη μας αφήνει να τραγουδήσουμε;
Τι κακό μπορεί να έχει ένα τραγούδι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου