Σάββατο 14 Μαΐου 2011

Η Ανέμελη Χώρα VI


Τον Σεπτέμβρη του 1967 θα άρχιζε η περίοδος της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Ο παππούς μου υποσχέθηκε να μας πάει στα εγκαίνια. Θα είχα την ευκαιρία να κάνω τραμπάλα, να οδηγήσω συγκρουόμενα αυτοκινητάκια, που μου άρεζαν πάρα πολύ, να σεργιαννίσω μέσα σε πολύ κόσμο σ’ ενα μεγάλο παιγνιδότοπο και στο τέλος της βόλτας μας να φάμε σάντουϊτς με βραστό λουκάνικο, που η γεύση του ήταν μοναδική και που πουθενά αλλού δεν υπήρχε περίπτωση να βρούμε. Οι μεγάλοι έπιναν μαύρη μπύρα, μια απαίσια γεύση για τα παιδιά, όμως όλο τον υπόλοιπο χρόνο, έλεγαν πως τέτοια μπύρα δεν προσφέρονταν πουθενά.
Επιπλέον, ο αγαπημένος μου παππούς, ο πατέρας του πατέρα μου, την ίδια μέρα των εγκαινίων της έκθεσης, θα έρχονταν να εγκατασταθεί στο διαμέρισμά μας. Μαζί μας δηλαδή, επειδή θα ανακαίνιζαν το σπίτι του οι δυο αδελφές του πατέρα μου και δεν τον ήθελαν στα πόδια τους. Είμασταν τρελλοί απο χαρά με την αδελφή μου! Πρώτα - πρώτα επειδή ο παππούς μας θα κοιμότανε, για πολύ καιρό στο σπίτι μας κι ύστερα επειδή θα μας πήγαινε στα εγκαίνια της Έκθεσης, χωρίς τους περιορισμούς της μάνας μας, που τα έβρισκε όλα ακριβά ή αχρείαστα! Μεγαλείο δηλαδή! Ο παππούς ήταν γενναιόδωρος και χουβαρντάς! Όλο και κάποιο παιγνίδι θα μας αγόραζε. Καμμιά σφυρίχτρα, μια κούκλα, ένα αυτοκινητάκι...
Ο παππούς μας, ο Αποστόλης, που ήταν χήρος - η γιαγιά είχε πεθάνει 7 χρόνια πριν - συνήθιζε να πηγαίνει, κάποια Σάββατα, στη Μηχανιώνα. Η Μηχανιώνα, ένα ψαροχώρι στην έμπαση του Θερμαϊκού, ήταν γνωστή για την Παναγία της. Στην Παναγιά εκείνη πήγαιναν όσοι αγόραζαν αυτοκίνητο. Ο παπάς της εκκλησίας της Παναγιάς έκανε αγιασμό στο αυτοκίνητο, για να μη πέσει σε ατύχημα και για να είναι γερό και καλοτάξιδο. Το θυμάμαι καλά, επειδή κάθε φορά που ο πατέρας μου άλλαζε αυτοκίνητο, μας έτρεχε η μάνα μου στην Παναγιά της Μηχανιώνας. Ο παππούς μου είχε κόψει την οδήγηση, όμως πήγαινε τακτικά στη Μηχανιώνα, επειδή πρέπει να τον “φιλοξενούσε” μια γιαγιά, που γουστάριζε ο παππούς μας. Εκείνο το Σάββατο πήγε απ’ το πρωί, έφαγε το ψαράκι του, “κανόνισε” τη γιαγιά και γύρισε στο σπίτι του για τη μεσημεριανή σιέστα του. Όμως δεν ξύπνησε! Πέθανε στον ύπνο του και μάταια τον περιμέναμε, με την μικρή μου αδελφή να μας πάει στην Έκθεση...
Τον θάνατο του παππού μας, που ήταν πολύ σημαντικό γεγονός, επεσκίασε η πρώτη αντιστασιακή απόπειρα κάποιων Θεσσαλονικιών, εναντίον του καθεστώτος της χούντας. Αφού κηδέψαμε τον παππού μου, μάθαμε πως ένας γείτονάς μας, ο Γιάννης Χαλκίδης είχε δολοφονηθεί απο τους χουντικούς, επειδή είχε προσπαθήσει να ανατινάξει μια κολώνα της ΔΕΗ, για να κόψει το ρεύμα στην Έκθεση, την ώρα που η χουντική κυβέρνηση θα έκανε τα εγκαίνια της Έκθεσης.
Έτσι καταλάβαμε καλά πως η χούντα ήταν πιο αδίσταχτη και πιο αιμοβόρα απο το προηγούμενο καθεστώς που είχε δολοφονήσει τον Γρηγόρη Λαμπράκη. Ή μήπως ήταν οι ίδιοι που συνέχιζαν το ελεεινό έργο τους;
Η χούντα, όχι μόνο δολοφονούσε, αλλά βασάνιζε σκληρά και αδίσταχτα όποιον διαφωνούσε με την ύπαρξή της. Μερικές εβδομάδες αργότερα, μάθαμε πως ο αρραβωνιστικός μιας γειτονοπούλας μας, που είχε συλληφθεί στην ίδια υπόθεση που ο Χαλκίδης είχε δολοφονηθεί, βασανίζονταν απάνθρωπα στην ασφάλεια. Ποτέ άλλοτε μια λέξη, όπως η ασφάλεια, δεν πρόσφερε τόση μεγάλη ανασφάλεια στο άκουσμά της, στους απλούς ανθρώπους, όλη την επταετία της χούντας. Κι ο φόβος αυτός ήταν μεγαλύτερος απο τον φόβο μου για τις διαστάσεις του κόσμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: