Σάββατο 21 Μαΐου 2011

Η 'Ανέμελη Χώρα VII


Λίγους μήνες μετά την έναρξη των μαθημάτων του γυμνασίου, η οικογένειά μας απέκτησε τηλεόραση! Μια μεγάλη συσκευή που τοποθετήθηκε πάνω στο έπιπλο της ραπτομηχανής της μάνας μου. Στιβαρή, γιαλιστερή και κλειστή! Για μια βδομάδα, μπορεί και δέκα μέρες ξημεροβραδιαζόμουνα μπροστά στην κλειστή και βουβή συσκευή της τηλεόρασης, που δεν έπιανε τίποτε, επειδή δεν είχε κεραία. Ο μάστορας που τοποθετούσε τις κεραίες είχε πολύ δουλειά. Οι τηλεοράσεις πουλιόντουσαν σαν τα ζεστά κουλούρια και δεν προλαβαίνανε να τοποθετήσουν τις κεραίες! Όταν μπήκε η κεραία μας κι όταν μπήκαν και οι υπόλοιπες κεραίες που αγοράστηκαν απο τους γείτονές μας στην πολυκατοικία μας, εμείς τα παιδιά χάσαμε την ταράτσα της πολυκατοικίας μας. Επειδή εκεί πάνω μάθαμε να παίζουμε, κάθε φορά που συνέβαινε κάτι και η χούντα απαγόρευε την κυκλοφορία απο τις 7 το απόγευμα. Μόλις μπήκαν οι κεραίες της τηλεόρασης μας κλείδωσαν έξω απο την ταράτσα, μη τυχόν τις σπάσουμε ή έστω στρίψουμε την αντένα και γέμιζε η οθόνη απο χιόνια...
Η τηλεόραση δεν έλεγε και πολλά πράγματα. Ή μάλλον έλεγε, όμως σε σύγκριση με την εγκυκλοπαίδειά μου ήταν πολύ αγράμματη. Εκείνο το δεκαήμερο που ξημεροβραδιαζόμουνα ανυπομονώντας να τη δω να παίζει, πίστευα πως είχαμε αγοράσει μια πολύ βελτιωμένη έκδοση της εγκυκλοπαίδειάς μου! Γιατί, αυτό το συμπέρασμα είχα βγάλει όταν άκουγα τις πληροφορίες απο συζητήσεις με τους καθηγητές στο γυμνάσιο ή απο τα κείμενα που διάβαζα στις εφημερίδες και στα περιοδικά. 
Αντίθετα η τηλεόραση ήταν αφοσιωμένη στους λόγους του δικτάτορα Παπαδόπουλου, στα κλαρίνα και στα δημοτικά τραγούδια που ψυχαγωγούσαν το έθνος στα στρατόπεδα, στις αλλεπάλληλες νίκες των Αμερικάνων στο Βιετνάμ, στα φεστιβάλ τραγουδιού που γίνονταν για ψύλλου πήδημα και σε κάτι ταινίες που δεν με άφηναν οι δικοί μου να δω, επειδή πάντα πρώτα ερχόταν η ώρα να κοιμηθώ. Έτσι είχα απογοητευτεί πάρα πολύ απο την τηλεόραση. Για καλή μου τύχη, όμως, απέκτησα το πρώτο ραδιόφωνο τρανσίστορ! Ο πατέρας του φίλου μου του Γιάννη, έμπορος γεωργικών μηχανημάτων και κατασκευαστής πλατφορμών (τις συρόμενες απο τρακτέρ πλατφόρμες) στο επάγγελμα, είχε εισάγει απο την πολύ μακρινή Ιαπωνία, τα ραδιόφωνα μινιατούρες, που τα λέγαν τρανσίστορ! Ακατανόητο για μένα, όμως μεγαλειώδες! Μας δώρισε ένα απο αυτά και το ‘παιρνα μαζί μου στο κρεββάτι μου, κρυφά απο τη μάνα μου, βέβαια! Κόλλαγα το αυτί μου στο μικρό του ηχείο (για να μη μ’ ακούσουν) και γυρίζοντας αργά και με επιμέλεια τη βελόνα, ταξίδευα ηχητικά απο τους αράβικους σταθμούς στους βουλγάρικους, στους σέρβικους και στους ιταλικούς, χωρίς να καταλαβαίνω γρυ! Ανάμεσα σε παράσιτα και βόμβους έπιανα μουσικές παράξενες, με μοναδικό κέρδος να με παίρνει ο ύπνος, χωρίς να το καταλαβαίνω. Η τετραπέρατη μάνα μου δεν ασχολήθηκε ούτε με άφησε να αντιληφθώ, πως έρχονταν και έκλεινε το τρανσίστορ, για να μη τελειώσει η μπαταρία! 
Ένα βράδυ, ψάχνοντας για τους σταθμούς, ανάμεσα στα παράσιτα και το βουητό, πέφτω σε μια γυναικεία ελληνική φωνή! Με προφορά ξενική, η γυναίκα εκείνη έσουρνε τα εξ αμάξης στη χούντα! Πάγωσε το αίμα μου! Και μολονότι οι τοίχοι είχαν αυτιά συνέχισα να την ακούω! Ήταν απο τα Τίρανα της Αλβανίας, αυτό που φοβότανε κι ο πατέρας μου δηλαδή, όμως συνέχισα και την άκουσα μέχρι το τέλος. Μόλις τέλειωσε η εκπομπή, έσβησα με συγκίνηση το τρανσίστορ. Ήταν η πρώτη μου αντιστασιακή πράξη! Μπορούσα πλέον να είμαι υπερήφανος για τον εαυτό μου. Είχα ξεπεράσει τα αδύναμα όρια της μικρής μου ηλικίας και ο ηρωισμός έτρεχε πλέον απο τα μπατζάκια μου! Ευτυχισμένος και ανέμελος, ξαπλωμένος στο κρεββάτι μου άρχισα να ονειροπολώ, σχεδιάζοντας με το μυαλό μου, τις επόμενες αντιστασιακές μου ενέργειες, που θα ελευθέρωναν την πατρίδα μου απο τους αιμοσταγείς δυνάστες της. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, οι δικοί μου είχαν κλείσει την τηλεόραση, που έτσι κι αλλιώς το πρόγραμμα τελείωνε τα μεσάνυχτα και είχαν πέσει για ύπνο. Τότε χτύπησε δυνατά, έντονα και παρατεταμένα το κουδούνι και η εξώπορτά μας.
Τινάχτηκα τρομαγμένος, ψαχουλεύοντας με μανία το τρανσίστορ μου και με τρεμάμενα χέρια το παράχωσα κάτω απο το στρώμα μου! Οι καταραμένοι τοίχοι που είχαν αυτιά, με άκουσαν και με είχαν προδώσει! Ήταν φανερό ότι οπλισμένοι ασφαλίτες χτύπαγαν την εξώπορτά μας και είχαν έρθει να με συλλάβουν. Στην σκέψη πως θα με πήγαιναν στην ασφάλεια και θα με βασάνιζαν σαν τον Τριαντάφυλλο, τον αρραβωνιαστικό της γειτονοπούλας μας, που ακόμη ήταν στα χέρια τους, δεν άντεξα! Έβαλα γοερά τα κλάμματα και τυλίχτηκα με την κουβέρτα μου, τρέμοντας σύγκορμος απο τον φόβο μου, περιμένοντας το μοιραίο...
Η εξώπορτα είχε ανοίξει και άκουγα τις συγκεχυμένες φωνές του πατέρα μου και της μάνας μου. Ύστερα άνοιξε η πόρτα του σαλονιού μας, όπου κοιμόμουνα και μπήκε η μάνα μου για να με καθησυχάσει. Μέσα στα κλάμματα και στα αναφυλλητά μου κατάλαβα πως δεν ήταν η αστυνομία που είχε χτυπήσει βραδιάτικα την πόρτα μας, αλλά η γειτόνισσα απο κάτω μας, απο τον τέταρτο όροφο, που την είχε δείρει ο άντρας της και κατέφυγε στο σπίτι μας απελπισμένη για να γλιτώσει το υπόλοιπο ξύλο...

Δεν υπάρχουν σχόλια: