Με βρήκε πάλι το ξημέρωμα στους δρόμους. Η υγρασία περονιάζει. Πρεζόνια, μεθυσμένοι, μπάτσοι ζούνε τις ώρες τους. Άνθρωποι παράταιροι, ανόμοιοι, ασύνταχτοι σε ώρες που η σιωπή ευδοκιμεί ανέγγιχτη απο τα πάθη και τα λάθη της πόλης...
Μαζεύω την κούραση της άδειας νύχτας, σβήνω τη φλόγα του αλκοόλ σ' ένα σύννεφο καπνού τσιγάρων, με μάτια υγρά και κόκκινα και πέρνω το δρόμο για το σπίτι...
Τέσσερεις το πρωί, όταν όλοι σε κοιτάζουν όχι μόνο με υποψία
αλλά με ανάμικτο φόβο και περιφρόνηση...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου