Πήρε η νύχτα και προχώρησε, αδιαφορώντας για όλα. Μήτε για τον Θανάση που αργοσβήνει απ' τον καρκίνο, μήτε απ΄τον Νικόλα που παλεύει μέσα στον Ατλαντικό. Με καθήλωσε πάνω στο πληκτρολόγιο, που προσπαθώ να τ' αποφύγω...
Για να μη συνδέσω λογικά τις σκέψεις μου ούτε να συναρμολογήσω νόημα στα αστοιχείωτα. Σαν μια κατάρα από άγνωστη εξομολόγηση, η αλληλογραφία μου με τους δαίμονές μου προκύπτει αναγκιαία, όπως τότε που σε περίμενα, για να ομολογήσω και ν' αδειάσω κάθε τι που απασχολούσε το λογισμό μου...
Τώρα σιμά μου κανείς, για ν' ακούσει την ανάγκη μου. Μήτε οι άδειοι τοίχοι, μήτε οι κρότοι της νύχτας στην άδεια πόλη. Καθηλωμένος από ένα σπασμένο γόνατο, κουτσαίνοντας αρνούμαι να συμβιβαστώ στην ποινή της ακινησίας.
Επειδή η εξομολόγηση αναβλύζει αβίαστα, σαν την ανάγκη που κάποτε θεράπευες μ' ευκολία...
Χάθηκα σε νύχτες ακινησίας. Αριστερά μου ένα μπουζούκι σιωπηλό, σαν σκιάχτρο σε γόνιμο χωράφι και δεξιά μου η Παναγιά, σ' εκείνο το μοναστήρι της Δράμας, που είχες τάξει το μετάλλιό σου. Με την πλακόστρωτη αυλή και την καταπράσινη πλαγιά, που έκρυβε μ' επιμέλεια την ύπαρξή τους...
Δεν είμαι μεθυσμένος.
Μπερδεμένος είμαι, επειδή η απουσία σου μου στοιχίζει. Γι αυτό η καταγραφή των σκέψεών μου μοιάζει ακανόνιστη, πολύπλοκη και ακατανόητη...
Είναι εύκολο να το καταλάβεις: στο λογισμό μου υπάρχεις μόνο εσύ!
Τα υπόλοιπα είναι πληγές της μνήμης που αρνείται να λησμονήσει...
και μπερδεμένη αφηγείται το ακατανόητο:
Ακόμα σ' αγαπώ...
Για να μη συνδέσω λογικά τις σκέψεις μου ούτε να συναρμολογήσω νόημα στα αστοιχείωτα. Σαν μια κατάρα από άγνωστη εξομολόγηση, η αλληλογραφία μου με τους δαίμονές μου προκύπτει αναγκιαία, όπως τότε που σε περίμενα, για να ομολογήσω και ν' αδειάσω κάθε τι που απασχολούσε το λογισμό μου...
Τώρα σιμά μου κανείς, για ν' ακούσει την ανάγκη μου. Μήτε οι άδειοι τοίχοι, μήτε οι κρότοι της νύχτας στην άδεια πόλη. Καθηλωμένος από ένα σπασμένο γόνατο, κουτσαίνοντας αρνούμαι να συμβιβαστώ στην ποινή της ακινησίας.
Επειδή η εξομολόγηση αναβλύζει αβίαστα, σαν την ανάγκη που κάποτε θεράπευες μ' ευκολία...
Χάθηκα σε νύχτες ακινησίας. Αριστερά μου ένα μπουζούκι σιωπηλό, σαν σκιάχτρο σε γόνιμο χωράφι και δεξιά μου η Παναγιά, σ' εκείνο το μοναστήρι της Δράμας, που είχες τάξει το μετάλλιό σου. Με την πλακόστρωτη αυλή και την καταπράσινη πλαγιά, που έκρυβε μ' επιμέλεια την ύπαρξή τους...
Δεν είμαι μεθυσμένος.
Μπερδεμένος είμαι, επειδή η απουσία σου μου στοιχίζει. Γι αυτό η καταγραφή των σκέψεών μου μοιάζει ακανόνιστη, πολύπλοκη και ακατανόητη...
Είναι εύκολο να το καταλάβεις: στο λογισμό μου υπάρχεις μόνο εσύ!
Τα υπόλοιπα είναι πληγές της μνήμης που αρνείται να λησμονήσει...
και μπερδεμένη αφηγείται το ακατανόητο:
Ακόμα σ' αγαπώ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου