Ονειρεύεσαι σημαίνει πως ελπίζεις ότι οι σκέψεις σου θα πάρουν σχήμα και μορφή. Επίσης σημαίνει πως βλέπεις όνειρα, που υφαίνονται αλλόκοτα, σαν σενάρια μεθυσμένων, άναρχων και ακραίων δημιουργών. Θυμάμαι τα όνειρα που μου διηγούσουν. Σαν σενάρια ανάκατων ταινιών με ετερόκλητα θέματα. Μπερδεμένα και υφασμένα από μια απίστευτα ισχυρή φαντασία...
Όμως εγώ βλέπω εσένα. Τα όνειρά μου δεν είναι ασυνήθιστα. Όταν δεν αναπαράγουν στιγμές από τη ζωή που ζήσαμε, με τραβολογάνε σε σενάρια που προσπαθώ να μαντέψω το νόημά τους, όταν ξυπνήσω. Όπως τούτη τη νύχτα...
Που με πήγες σε μια μικρή πόλη. Μια όμορφη, μικρή επαρχιακή πόλη που δεν κατάλαβα ποιά ήταν... Σαν σε νησί...
Είχες δουλειά εκεί και σε πήγα, ως οδηγός, μ' ένα σπορ λευκό μεγάλο αυτοκίνητο με κόκκινα καθίσματα. Όσο έκανες τις επαφές σου, σε περίμενα μόνος, μέσα στ' αμάξι.
Όμως περίμενα άδικα, επειδή ξαναεμφανιζόσουνα γυρνώντας μ' ένα ποδήλατο, που ήταν μεγάλο σαν μηχανή. Ύστερα, με πήγαινες σε διάφορα μέρη της πόλης, με την ευχέρεια ανθρώπου που τη γνωρίζει καλά, μολονότι είχα έρθει μαζί σου, για να σε βοηθήσω να βρούμε τα μέρη που έπρεπε να επισκεφτείς. Πολλοί περαστικοί δε, σε χαιρετούσαν ευγενικά και μ' εγκαρδιότητα...
Στο τέλος, καθώς βράδιασε, με πήγες έξω από ένα μεγάλο σπίτι. Διώροφο με μεγάλες μπαλκονόπορτες, μεγάλα φωτισμένα παράθυρα κι ένα μικρό κήπο με σιδερένια ψηλή εξώπορτα. Τα γειτονικά σπίτια επίσης καλαίσθητα, γεμάτα δέντρα και ησυχία. Μια γειτονιά αρχοντική, σ' ένα ελαφρό ύψωμα της πόλης.
Σταθήκαμε αμίλητοι έξω από το αμάξι. Είχες τυλίξει τα χέρια σου γύρω από τους ώμους σου, σαν να κρύωνες, ενώ δεν έκανε κρύο. Περίμενα, νοιώθοντας άβολα, να μου 'πεις τι θα κάναμε εκεί. Είχες κι άλλη δουλειά; θα 'πρεπε να περιμένω πάλι και για πόση ώρα; Πότε θα φεύγαμε;
Όμως δεν μιλούσες. Με κοίταζες ήσυχα, μ' ένα βλέμμα αναμονής, μέχρι να καταλάβω, χωρίς να χρειαστεί να μου εξηγήσεις. Δεν άργησα να καταλάβω πως κάποιος σε περίμενε σ' εκείνο το σπίτι και πως η αποστολή μου είχε λήξει...
Μπήκα αμίλητος στο αμάξι να φύγω. Η καρδιά μου είχε γίνει κομμάτια. Με ξύπνησε μια λύπη της άλλης "πλευράς", αυτής που ελάχιστοι άνθρωποι έχουν δοκιμάσει κι από τότε ονειρεύομαι να 'ρθει κάποτε και για μένα, ο λυτρωμός...
Όμως εγώ βλέπω εσένα. Τα όνειρά μου δεν είναι ασυνήθιστα. Όταν δεν αναπαράγουν στιγμές από τη ζωή που ζήσαμε, με τραβολογάνε σε σενάρια που προσπαθώ να μαντέψω το νόημά τους, όταν ξυπνήσω. Όπως τούτη τη νύχτα...
Που με πήγες σε μια μικρή πόλη. Μια όμορφη, μικρή επαρχιακή πόλη που δεν κατάλαβα ποιά ήταν... Σαν σε νησί...
Είχες δουλειά εκεί και σε πήγα, ως οδηγός, μ' ένα σπορ λευκό μεγάλο αυτοκίνητο με κόκκινα καθίσματα. Όσο έκανες τις επαφές σου, σε περίμενα μόνος, μέσα στ' αμάξι.
Όμως περίμενα άδικα, επειδή ξαναεμφανιζόσουνα γυρνώντας μ' ένα ποδήλατο, που ήταν μεγάλο σαν μηχανή. Ύστερα, με πήγαινες σε διάφορα μέρη της πόλης, με την ευχέρεια ανθρώπου που τη γνωρίζει καλά, μολονότι είχα έρθει μαζί σου, για να σε βοηθήσω να βρούμε τα μέρη που έπρεπε να επισκεφτείς. Πολλοί περαστικοί δε, σε χαιρετούσαν ευγενικά και μ' εγκαρδιότητα...
Στο τέλος, καθώς βράδιασε, με πήγες έξω από ένα μεγάλο σπίτι. Διώροφο με μεγάλες μπαλκονόπορτες, μεγάλα φωτισμένα παράθυρα κι ένα μικρό κήπο με σιδερένια ψηλή εξώπορτα. Τα γειτονικά σπίτια επίσης καλαίσθητα, γεμάτα δέντρα και ησυχία. Μια γειτονιά αρχοντική, σ' ένα ελαφρό ύψωμα της πόλης.
Σταθήκαμε αμίλητοι έξω από το αμάξι. Είχες τυλίξει τα χέρια σου γύρω από τους ώμους σου, σαν να κρύωνες, ενώ δεν έκανε κρύο. Περίμενα, νοιώθοντας άβολα, να μου 'πεις τι θα κάναμε εκεί. Είχες κι άλλη δουλειά; θα 'πρεπε να περιμένω πάλι και για πόση ώρα; Πότε θα φεύγαμε;
Όμως δεν μιλούσες. Με κοίταζες ήσυχα, μ' ένα βλέμμα αναμονής, μέχρι να καταλάβω, χωρίς να χρειαστεί να μου εξηγήσεις. Δεν άργησα να καταλάβω πως κάποιος σε περίμενε σ' εκείνο το σπίτι και πως η αποστολή μου είχε λήξει...
Μπήκα αμίλητος στο αμάξι να φύγω. Η καρδιά μου είχε γίνει κομμάτια. Με ξύπνησε μια λύπη της άλλης "πλευράς", αυτής που ελάχιστοι άνθρωποι έχουν δοκιμάσει κι από τότε ονειρεύομαι να 'ρθει κάποτε και για μένα, ο λυτρωμός...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου