Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Ακόμα...

Με βρήκε πάλι, το ξημέρωμα στους δρόμους. Για "ασήμαντη" αφορμή, χωρίς νόημα κι αιτία...
Είναι η τρίτη, μόλις, φορά που ξαναπήγα στο σπίτι του Δημήτρη, χωρίς εσένα... Παλεύω να σε βγάλω απ' το μυαλό μου, κι όλο έρχονται οι εικόνες, ζωντανές κι έντονες, από τις παλιές μας επισκέψεις. Σε βλέπω καθώς κάθεσαι εκεί κι ύστερα νιώθω πως θα κάτσεις στο πλάι μου. Ή νομίζω πως όπου να 'ναι θα 'ρθείς για να ησυχάσει η ψυχή μου...
Με την άκρη του ματιού μου βλέπω τη Ντίνα να με παρατηρεί, προσπαθώντας να ψυχανεμιστεί πως νιώθω, πως ζω χωρίς εσένα. Δεν μιλάει γι' αυτό, το αποφεύγει. Όμως το αισθάνομαι καθώς βιάζεται αδέξια να κρύψει μια σκέψη της ή μια φράση της, που περιέχει τ' όνομά σου και μια αφορμή για τότε, που είμαστε ένα, που είμαστε μαζί.
Τέλειωσε το μάτς και λίγο αργότερα, πριν φύγω, ήρθε η Κατερίνα. Μ' αγκάλιασε, με χαιρέτισε και δεν απέφυγε να σχολιάσει, πως δυσκολεύεται να μη ρωτήσει για σένα. Και για να το δικαιολογήσει συμπλήρωσε: — δεν γίνεται να είσαι μόνος, χωρίς εκείνη... δεν ταιριάζει...
Δεν ταιριάζει...
Σωστά. Γι' αυτό δυσκολεύομαι να προσαρμοστώ. Κι ας πέρασαν τόσα χρόνια. Ίσως για τον ίδιο λόγο να κρατώ κι αυτή την αλληλογραφία με τους δαίμονές μου, ίσως για τους ίδιους λόγους να περιπλανιέμαι σαν την άδικη κατάρα στους άδειους δρόμους τις νύχτες, ίσως γι' αυτό δεν επιζητώ καμιά άλλη, αφού ακόμη μου λείπεις πολύ...

Κυριακή 19 Μαΐου 2013

Ξημερώνει...

Σε λίγη ώρα ξημερώνει. Φυσάει μακρυά στον κόσμο. Εκεί που η πνοή μου σταμάτησε παντοτινά καθώς σ' έχασα. Τέτοιος Μάης ήταν. Ζεστός, γεμάτος μυρωδιές απ' τα λουλούδια και καίριος, καθώς έφευγες για τον πρώτο αγώνα στην Καλαμάτα, φεύγοντας σιγά -σιγά κι απ' τη ζωή μου...
Είχα μια παράξενη ανησυχία. Όχι απο τα δεινά εκείνης της εποχής που με βασάνιζαν, μα απο την αλλαγή της συμπεριφοράς σου. Που νόμιζα πως αγχονώσουν για τους αγώνες ή για το πανεπιστήμιο. Μα πάλι, κάτι δεν κάθονταν καλά...
Είχα μεγάλη ανάγκη να σ' έχω κοντά μου. Πολύ μεγάλη ανάγκη.  Όμως εσύ έφευγες νωρίς, έφευγες συχνά... κρυβόσουν πίσω απο αυτονόητες προφάσεις...
Μάης ήταν που μ' έζωσαν τα φίδια. Αργότερα ανακάλυψα αυτά που μας χώρισαν οριστικά. Τα ίδια που μας είχαν χωρίσει και την πρώτη φορά...
Ας είναι...
Άλλωστε πέρασαν τόσα χρόνια, κάτι έκανε κι ο χρόνος...
Όμως κάτι τέτοιες νύχτες δεν μπορώ. Απ' το ανοιχτό παράθυρο η νύχτα με φωνάζει. Η απόμακρη βουή των αυτοκινήτων, τα βήματα των περαστικών στο σκοτάδι, η μηχανή μου που βουβή με περιμένει...
Οι άδειοι δρόμοι της πόλης είναι γεμάτοι απο σένα. Δεν υπάρχει μέρος να κρυφτώ. Κι αν τρέχω σαν τρελός στους άδειους δρόμους, τίποτε δεν μπορώ ν' αποφύγω. Όλες οι μνήμες είναι εκεί, σαν κινηματογραφική ταινία, που παίζει και ξαναπαίζει χωρίς τελειωμό, χωρίς τέλος...
Μετράω τις γραμμές στην άσφαλτο: κι εδώ κι εδώ κι εδώ κι εκεί κι εκεί και παραπέρα και πέρα και παντού είμαστε... όχι δεν είμαστε πια μαζί...
Και δεν μπορώ ακόμη να το ξεπεράσω...
Είμαι πολύ μόνος. Πολύ μόνος... Το μόνο που έχω είναι μια καρδιά που για σένα ξαγρυπνά κάθε βραδιά, κάθε βραδιά, κάθε βραδιά...

Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Ο ...μπετατζής πίνει Kozel dark...

Καιρό τώρα θέλω να σου πω: τον νοιώθω σαν τον αρσενικό σου κλόνο. Τόσο πολύ μοιάζετε. Πολλές φορές μου πέρασε απ´ το μυαλό πως κάνετε παρέα.  Για παράδειγμα είναι κι αυτός φανατικός με την προπόνηση. Συνεπής, σοβαρός, επιμελής. Χαλιέται, όπως εσύ, όταν χάνει μια προπόνηση. Cross-fit. Το ίδιο σπόρ που αρέσει και σε σένα...
Τριγυρνά με ένα iphone στα χέρια του. Αγαπάει πολύ τη μουσική, τραβάει φωτογραφίες τη Μπέλα, τα όμορφα κτίρια, τις λεπτομέρειες των διακοσμήσεων, το design μικρών και μεγάλων αντικειμένων, που τον εντυπωσιάζουν. Φοράτε το ίδιο στυλ των ρούχων, των παπουτσιών, των αξεσουάρ, των αρωμάτων, των αντιηλιακών κι οδηγάτε με το ένα  χέρι στο τιμόνι.
Είναι μεγάλος ο κατάλογος...
Τον παρατηρώ καθώς είναι ξαπλωμένος, μισόγυμνος και κοιμάται. Επειδή ξύπνιος είναι μόνο τις νύχτες...
Χαϊδεύω την πλάτη του. Εκτός του ότι είστε το ίδιο γεροδεμένοι, με τεράστιες πλάτες, σαν μπετατζήδες, το δέρμα σας είναι λείο, τρυφερό και μου αρέσει πολύ. Μυρίζετε το ίδιο! Πολλές φορές, πάρα πολλές φορές, έρχεται και μ´ αγκαλιάζει, με σφίγγει και σφίγγεται πάνω μου, όπως ακριβώς έκανες κι εσύ, κι αναβλύζει η φυσική σου μυρωδιά, το χρώμα του σώματός σου, που λέω: δεν μπορεί!
Χθές βράδυ έβαλε βίντεο, να ξαναδούμε τον Μονομάχο και μου πρότεινε να πιούμε μπύρα. Πήγε κι αγόρασε τσέχικες Kozel μαύρες και μου είπε πως τις διάλεξε, επειδή του αρέσει πολύ.
-- έχεις δοκιμάσει, την ξέρεις;  ρώτησε...
-- τέτοιες πίνουν οι μπετατζήδες, απάντησα και τον άφησα να με κοιτά με απορία...

Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Όνειρο μεθυστικό...


Στὴν τέντα τῆς κληματαριᾶς τὸ καλοκαίρι ἀνασαίνει
Ἔτσι κοιμᾶται ὁλόγυμνη μέσα στὶς ἄσπρες κερασιὲς μία τρυφερή μου ἀγάπη
Ἕνα κορίτσι ἀμάραντο σὰ μυγδαλιᾶς κλωνάρι
Μὲ τὸ κεφάλι στὸν ἀγκώνα της γερτὸ καὶ τὴν παλάμη πάνω στὸ φλουρί της
Πάνω στὴν πρωινή του θαλπωρὴ ὅταν σιγὰ σιγὰ σὰν τὸν κλέφτη
Ἀπὸ τὸ παραθύρι τῆς ἄνοιξης μπαίνει ὁ αὐγερινὸς νὰ τὴν ξυπνήσει!
...
Πόσο πολὺ σὲ ἀγάπησα ἐγὼ μονάχα τὸ ξέρω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.

...
Νίκου Γκάτσου ( η μνήμη αιώνια): Αμοργός

(Όνειρο μεθυστικό με ξεσήκωσε χαράματα.
Ήταν η δροσιά της ανάσας σου
τόσο δυνατή,
που μέθυσα κι ακόμα να συνέλθω.
Ανάβλυσαν ανεμπόδιστα οι παραπάνω στίχοι του Νίκου Γκάτσου,
που τόσο με παραξένεψε
και ψάχνοντας, βρήκα πως σαν σήμερα,
έφυγε ο μεγάλος ποιητής...
Φαίνεται θα 'ναι σημαδιακό!
Γι' αυτό σε ονειρεύομαι τόσο δυνατά τις άγριες νύχτες μου...)

Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Αγγελούδια δεν υπάρχουν...

Δεν θα θελα εδώ Θεός να επέμβει
και ας ξέρω, φως μου, πως τυφλά τον υπακούς
Σκυφτός εγώ, γονατιστός, θα του ζητούσα
να μην επέμβει στους θολούς σου δισταγμούς

Μη σε φέρει, μη σε στείλει, μη σ αγγίξει τόσο δα
και επιτέλους αν σε στείλει να σε στείλει εδώ ξανά

Χέρια μου αδειανά, Χριστέ
Άδεια μου αγκαλιά, Χριστέ μου
Χέρια μου αδειανά, Χριστέ
Άδεια μου αγκαλιά

Αν και για μένα αγγελούδια δεν υπάρχουν
μόλις σε ειδώ κοντεύουν να επαληθευτούν
Αχ θα τα εσύναζα και θα τα εκλιπαρούσα
με τις φλογίτσες τους στο πλάι σου να σταθούν

Να σου φέγγουν να βαδίζεις εν χαρίτι ομορφιάς
σαν Χριστός πάνω απ τη λίμνη και σε μένα να γυρνάς

Χέρια μου αδειανά, Χριστέ
Άδεια μου αγκαλιά
Χέρια μου αδειανά
Άδεια μου αγκαλιά

Βαμμένος είμαι στην αγάπη
έτσι ήσουν πάντοτε κι εσύ
Πιστεύω σ ένα μονοπάτι
που θα μαστε μαζί

Κι έτσι ας καίνe οι λαμπάδες
στα μονοπάτια στα βουνά
κι εκείνη πάντα θα επιστρέφει, κάθε στιγμή παντοτινά

Χέρια μου αδειανά, Χριστέ
Άδεια μου αγκαλιά, Χριστέ μου
Χέρια μου αδειανά, Χριστέ
Άδεια μου αγκαλιά
Χέρια μου αδειανά
Άδεια μου αγκαλιά

Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

Ο πατέρας μου...

Κοντά στα ξημερώματα ξύπναγε απ' το λιγοστό του ύπνο. Μαζί ξύπναγα κι εγώ. Από 'κείνον είχα κληρονομήσει το ίδιο χούι. Άκουγα τα βήματά του, στη διαδρομή για το μπάνιο, το άφθονο νερό που χρησιμοποιούσε για να νιφτεί και παρέμενα ακίνητος στο κρεββάτι. Ήξερα πως θα μου χτυπήσει ελαφρά την πόρτα, για να βεβαιωθεί πως δεν κοιμόμουνα κι ύστερα πάντα ρώταγε χαμηλόφωνα: — "Θα πιείς καφέ ελληνικό;"
Έτσι γινότανε. Μέχρι να πλυθώ είχε έτοιμα δυο φλυτζάνια ζεστού ελληνικού καφέ, έριχνε πάνω στις φαρδιές του πλάτες μια μάλλινη γκρί ζακέτα και βγαίναμε στο μπροστινό μπαλκόνι - νύχτα, μισή ώρα πριν αρχίσει να φέγγει. Απέναντί μας, σαν κάδρο αιώνιο η θάλασσα των Νέων Ρόδων, ο Αράπης - το σε σχήμα δοντιού ακρωτήριο της χερσόνησου του Άθωνα και η επιστροφή των νυχτερινών καϊκιών στο λιμανάκι.
Θά 'τανε Ιούλιος ή Αύγουστος που το πρωινό αεράκι έφερνε μαζί και τη δροσιά, σαν ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά κι αφού σφίγγονταν - δήθεν κρύωνε μέσα στο κατακαλόκαιρο - ρούφαγε τον καυτό καφέ για να ζεσταθεί κι ύστερα ανίχνευε τα μυστικά μου, αρχίζοντας πάντα με την ίδια ερώτηση: — "είσαι καλά; η δουλειά πως πάει;"
Άνοιγα την καρδιά μου, το ήξερα πως το ήθελε πολύ, το θεωρούσε ως την πεμπτουσία της στενής κι ιδιαίτερης σχέσης πατέρα και γιού. Ήταν μια μικρή τελετή, όμως της μέγιστης αξίας που συνδέει τη ζωή δυο αντρών, όχι όποιων κι όποιων αλλά πατέρα και γιού!
Μια κουβέντα δυό - τριών λεπτών όλο κι όλο, που όμως περιείχε αλήθεια και μυστικά ψυχής και καρδιάς και που εξομολόγησή τους βάρυνε πολύ και μακάρι να κρατάει αιώνια...
Εκείνο το καλοκαίρι ήταν η τελευταία μου εξομολόγηση. Παρέμενε βαθύτατα ικανοποιημένος που η ζωή μου μαζί σου συνεχίζονταν ανέφελη κι ευτυχισμένη, παρά τις δυσκολίες.
Όταν τελείωνε η συζήτησή μας άρχιζε ο ήλιος ν' ανατέλλει. Γέμιζε ο ουρανός χρώματα και σχήματα, η θάλασσα ανήσυχη τις νυχτιές, έπαιρνε να ησυχάζει. Τότε, για να μου σημάνει την ικανοποίησή του, έβαζε σιωπηλός τη σταθερή του παλάμη πάνω στον ώμο μου, πιέζοντάς με ελαφρά.
Έφυγε σαν σήμερα τον Μάη του 2007. Έφυγε, βέβαιος πως ο γιός του είχε βρεί, επιτέλους το δρόμο του, μ' ένα κορίτσι που ήξερε να κυβερνά το καράβι τους...