Με βρήκε πάλι, το ξημέρωμα στους δρόμους. Για "ασήμαντη" αφορμή, χωρίς νόημα κι αιτία...
Είναι η τρίτη, μόλις, φορά που ξαναπήγα στο σπίτι του Δημήτρη, χωρίς εσένα... Παλεύω να σε βγάλω απ' το μυαλό μου, κι όλο έρχονται οι εικόνες, ζωντανές κι έντονες, από τις παλιές μας επισκέψεις. Σε βλέπω καθώς κάθεσαι εκεί κι ύστερα νιώθω πως θα κάτσεις στο πλάι μου. Ή νομίζω πως όπου να 'ναι θα 'ρθείς για να ησυχάσει η ψυχή μου...
Με την άκρη του ματιού μου βλέπω τη Ντίνα να με παρατηρεί, προσπαθώντας να ψυχανεμιστεί πως νιώθω, πως ζω χωρίς εσένα. Δεν μιλάει γι' αυτό, το αποφεύγει. Όμως το αισθάνομαι καθώς βιάζεται αδέξια να κρύψει μια σκέψη της ή μια φράση της, που περιέχει τ' όνομά σου και μια αφορμή για τότε, που είμαστε ένα, που είμαστε μαζί.
Τέλειωσε το μάτς και λίγο αργότερα, πριν φύγω, ήρθε η Κατερίνα. Μ' αγκάλιασε, με χαιρέτισε και δεν απέφυγε να σχολιάσει, πως δυσκολεύεται να μη ρωτήσει για σένα. Και για να το δικαιολογήσει συμπλήρωσε: — δεν γίνεται να είσαι μόνος, χωρίς εκείνη... δεν ταιριάζει...
Δεν ταιριάζει...
Σωστά. Γι' αυτό δυσκολεύομαι να προσαρμοστώ. Κι ας πέρασαν τόσα χρόνια. Ίσως για τον ίδιο λόγο να κρατώ κι αυτή την αλληλογραφία με τους δαίμονές μου, ίσως για τους ίδιους λόγους να περιπλανιέμαι σαν την άδικη κατάρα στους άδειους δρόμους τις νύχτες, ίσως γι' αυτό δεν επιζητώ καμιά άλλη, αφού ακόμη μου λείπεις πολύ...
Είναι η τρίτη, μόλις, φορά που ξαναπήγα στο σπίτι του Δημήτρη, χωρίς εσένα... Παλεύω να σε βγάλω απ' το μυαλό μου, κι όλο έρχονται οι εικόνες, ζωντανές κι έντονες, από τις παλιές μας επισκέψεις. Σε βλέπω καθώς κάθεσαι εκεί κι ύστερα νιώθω πως θα κάτσεις στο πλάι μου. Ή νομίζω πως όπου να 'ναι θα 'ρθείς για να ησυχάσει η ψυχή μου...
Με την άκρη του ματιού μου βλέπω τη Ντίνα να με παρατηρεί, προσπαθώντας να ψυχανεμιστεί πως νιώθω, πως ζω χωρίς εσένα. Δεν μιλάει γι' αυτό, το αποφεύγει. Όμως το αισθάνομαι καθώς βιάζεται αδέξια να κρύψει μια σκέψη της ή μια φράση της, που περιέχει τ' όνομά σου και μια αφορμή για τότε, που είμαστε ένα, που είμαστε μαζί.
Τέλειωσε το μάτς και λίγο αργότερα, πριν φύγω, ήρθε η Κατερίνα. Μ' αγκάλιασε, με χαιρέτισε και δεν απέφυγε να σχολιάσει, πως δυσκολεύεται να μη ρωτήσει για σένα. Και για να το δικαιολογήσει συμπλήρωσε: — δεν γίνεται να είσαι μόνος, χωρίς εκείνη... δεν ταιριάζει...
Δεν ταιριάζει...
Σωστά. Γι' αυτό δυσκολεύομαι να προσαρμοστώ. Κι ας πέρασαν τόσα χρόνια. Ίσως για τον ίδιο λόγο να κρατώ κι αυτή την αλληλογραφία με τους δαίμονές μου, ίσως για τους ίδιους λόγους να περιπλανιέμαι σαν την άδικη κατάρα στους άδειους δρόμους τις νύχτες, ίσως γι' αυτό δεν επιζητώ καμιά άλλη, αφού ακόμη μου λείπεις πολύ...