Κοντά στα ξημερώματα ξύπναγε απ' το λιγοστό του ύπνο. Μαζί ξύπναγα κι εγώ. Από 'κείνον είχα κληρονομήσει το ίδιο χούι. Άκουγα τα βήματά του, στη διαδρομή για το μπάνιο, το άφθονο νερό που χρησιμοποιούσε για να νιφτεί και παρέμενα ακίνητος στο κρεββάτι. Ήξερα πως θα μου χτυπήσει ελαφρά την πόρτα, για να βεβαιωθεί πως δεν κοιμόμουνα κι ύστερα πάντα ρώταγε χαμηλόφωνα: — "Θα πιείς καφέ ελληνικό;"
Έτσι γινότανε. Μέχρι να πλυθώ είχε έτοιμα δυο φλυτζάνια ζεστού ελληνικού καφέ, έριχνε πάνω στις φαρδιές του πλάτες μια μάλλινη γκρί ζακέτα και βγαίναμε στο μπροστινό μπαλκόνι - νύχτα, μισή ώρα πριν αρχίσει να φέγγει. Απέναντί μας, σαν κάδρο αιώνιο η θάλασσα των Νέων Ρόδων, ο Αράπης - το σε σχήμα δοντιού ακρωτήριο της χερσόνησου του Άθωνα και η επιστροφή των νυχτερινών καϊκιών στο λιμανάκι.
Θά 'τανε Ιούλιος ή Αύγουστος που το πρωινό αεράκι έφερνε μαζί και τη δροσιά, σαν ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά κι αφού σφίγγονταν - δήθεν κρύωνε μέσα στο κατακαλόκαιρο - ρούφαγε τον καυτό καφέ για να ζεσταθεί κι ύστερα ανίχνευε τα μυστικά μου, αρχίζοντας πάντα με την ίδια ερώτηση: — "είσαι καλά; η δουλειά πως πάει;"
Άνοιγα την καρδιά μου, το ήξερα πως το ήθελε πολύ, το θεωρούσε ως την πεμπτουσία της στενής κι ιδιαίτερης σχέσης πατέρα και γιού. Ήταν μια μικρή τελετή, όμως της μέγιστης αξίας που συνδέει τη ζωή δυο αντρών, όχι όποιων κι όποιων αλλά πατέρα και γιού!
Μια κουβέντα δυό - τριών λεπτών όλο κι όλο, που όμως περιείχε αλήθεια και μυστικά ψυχής και καρδιάς και που εξομολόγησή τους βάρυνε πολύ και μακάρι να κρατάει αιώνια...
Εκείνο το καλοκαίρι ήταν η τελευταία μου εξομολόγηση. Παρέμενε βαθύτατα ικανοποιημένος που η ζωή μου μαζί σου συνεχίζονταν ανέφελη κι ευτυχισμένη, παρά τις δυσκολίες.
Όταν τελείωνε η συζήτησή μας άρχιζε ο ήλιος ν' ανατέλλει. Γέμιζε ο ουρανός χρώματα και σχήματα, η θάλασσα ανήσυχη τις νυχτιές, έπαιρνε να ησυχάζει. Τότε, για να μου σημάνει την ικανοποίησή του, έβαζε σιωπηλός τη σταθερή του παλάμη πάνω στον ώμο μου, πιέζοντάς με ελαφρά.
Έφυγε σαν σήμερα τον Μάη του 2007. Έφυγε, βέβαιος πως ο γιός του είχε βρεί, επιτέλους το δρόμο του, μ' ένα κορίτσι που ήξερε να κυβερνά το καράβι τους...
Έτσι γινότανε. Μέχρι να πλυθώ είχε έτοιμα δυο φλυτζάνια ζεστού ελληνικού καφέ, έριχνε πάνω στις φαρδιές του πλάτες μια μάλλινη γκρί ζακέτα και βγαίναμε στο μπροστινό μπαλκόνι - νύχτα, μισή ώρα πριν αρχίσει να φέγγει. Απέναντί μας, σαν κάδρο αιώνιο η θάλασσα των Νέων Ρόδων, ο Αράπης - το σε σχήμα δοντιού ακρωτήριο της χερσόνησου του Άθωνα και η επιστροφή των νυχτερινών καϊκιών στο λιμανάκι.
Θά 'τανε Ιούλιος ή Αύγουστος που το πρωινό αεράκι έφερνε μαζί και τη δροσιά, σαν ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά κι αφού σφίγγονταν - δήθεν κρύωνε μέσα στο κατακαλόκαιρο - ρούφαγε τον καυτό καφέ για να ζεσταθεί κι ύστερα ανίχνευε τα μυστικά μου, αρχίζοντας πάντα με την ίδια ερώτηση: — "είσαι καλά; η δουλειά πως πάει;"
Άνοιγα την καρδιά μου, το ήξερα πως το ήθελε πολύ, το θεωρούσε ως την πεμπτουσία της στενής κι ιδιαίτερης σχέσης πατέρα και γιού. Ήταν μια μικρή τελετή, όμως της μέγιστης αξίας που συνδέει τη ζωή δυο αντρών, όχι όποιων κι όποιων αλλά πατέρα και γιού!
Μια κουβέντα δυό - τριών λεπτών όλο κι όλο, που όμως περιείχε αλήθεια και μυστικά ψυχής και καρδιάς και που εξομολόγησή τους βάρυνε πολύ και μακάρι να κρατάει αιώνια...
Εκείνο το καλοκαίρι ήταν η τελευταία μου εξομολόγηση. Παρέμενε βαθύτατα ικανοποιημένος που η ζωή μου μαζί σου συνεχίζονταν ανέφελη κι ευτυχισμένη, παρά τις δυσκολίες.
Όταν τελείωνε η συζήτησή μας άρχιζε ο ήλιος ν' ανατέλλει. Γέμιζε ο ουρανός χρώματα και σχήματα, η θάλασσα ανήσυχη τις νυχτιές, έπαιρνε να ησυχάζει. Τότε, για να μου σημάνει την ικανοποίησή του, έβαζε σιωπηλός τη σταθερή του παλάμη πάνω στον ώμο μου, πιέζοντάς με ελαφρά.
Έφυγε σαν σήμερα τον Μάη του 2007. Έφυγε, βέβαιος πως ο γιός του είχε βρεί, επιτέλους το δρόμο του, μ' ένα κορίτσι που ήξερε να κυβερνά το καράβι τους...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου