Πήρε και ξημέρωσε. Αχνό φως χύθηκε στο κατώφλι του μπαλκονιού και μια πνοή αέρα έτριξε πάνω στο πανί της καρέκλας. Άνοιξε τα μάτια κι έριξε μια ματιά στο ρολόι του τοίχου. Θα πρέπει να 'τανε πέντε και κάτι. Δεν μπόρεσε να δει καλά, επειδή στο τζάμι του ρολογιού αντανακλούσε μια λεπίδα λάμψης απ' το φωτισμό του δρόμου.
Τον είχε πάρει ο ύπνος πάνω στην κόκκινη πολυθρόνα. Ύπνος λιγοστός και καλοδεχούμενος κι ας είχε πιαστεί η μέση του. Άπλωσε το χέρι κι άγγιξε με τρυφερότητα το μπουζούκι, που το 'χε ακουμπισμένο στο πλάι του, πάνω στον ορθοστάτη.
Όλη νύχτα προσπάθησε να βγάλει μια μελωδία, που από νωρίς είχε καρφωθεί στο μυαλό του. Πάλεψε με τις νότες, με τις σκέψεις και τις αναμνήσεις, μέχρι να τον εξοντώσει η κούραση, μα δεν κατάφερε να την ολοκληρώσει...
Θα 'τανε γύρω στις οχτώμισυ - εννιά παρά, το προηγούμενο απόγιομα καθώς πήγαινε να κλειστεί στο σπίτι, ύστερα από άλλη μια άγονη μέρα. Οδηγώντας αργά με τη μηχανή, την είδε ξαφνικά να βαδίζει μπροστά του. Η ψηλόλιγνη της σιλουέτα, η κοτσίδα στα μαλλιά, η φόρμα της προπόνησης, η τσάντα κρεμασμένη στον ώμο κι εκείνο το βάδισμα τ' ανάλαφρο, το λικνιστό που τον ξετρέλαινε.
Έκοψε το γκάζι με αμφιβολία. Στιγμιαία. Τόσο χρειάστηκε να καταλάβει πως δεν ήταν εκείνη. Έμοιαζε βέβαια πάρα πολύ, όμως δεν ήταν εκείνη. Προσπερνώντας την, γύρισε και την κοίταξε, εντυπωσιασμένος από την ομοιότητα. Το ίδιο έπραξε και η άγνωστη. Ξαφνικά το πρόσωπό της φωτίστηκε κι άρχισε ενθουσιασμένη να του χειρονομεί, να σταματήσει.
Απορημένος σταμάτησε. Τρέχοντας τον πλησίασε γρήγορα και τότε θυμήθηκε ποια είναι. Τον χαιρέτησε με θέρμη, δηλώνοντας πόσο χαρούμενη ήταν, που τον ξανάβλεπε ύστερα από ένα χρόνο και μάλιστα σ' ένα μέρος άγνωστο γι' αυτή. Είχε χαθεί, προσπαθώντας να επισκεφτεί μια φίλη της, παίρνοντας λάθος λεωφορείο, κατεβαίνοντας σε λάθος στάση.
Μαργαρίτα. Αυτό ήταν τ' όνομά της, που έσπαγε το κεφάλι του να το θυμηθεί, όση ώρα του εξιστορούσε την αστοχία της.
Ανέβηκε αδέξια πίσω του, πάνω στη μηχανή, όταν προσφέρθηκε να τη μεταφέρει στον προορισμό της. Κόλλησε το στήθος της πάνω στην πλάτη του κι ακούμπησε το σαγόνι της με αναπάντεχη οικειότητα πάνω στον δεξί του ώμο. Όπως ακριβώς έκανε κι εκείνη! Ανατρίχιασε στη σκέψη και στην ομοιότητα της πράξης της. Στα πέντε -έξη λεπτά της διαδρομής δεν σταμάτησε να του μιλάει. Πως ήταν στο γυμναστήριο, πως βαρέθηκε να επιστρέψει σπίτι της για ν' αλλάξει ρούχα, πως η γυμνάστριά της είναι κουραστική και απαιτητική, πως από τότε που της είχε θεραπεύσει τα προβλήματα στα γόνατά της δεν ξαναπόνεσε...
Μονολογούσε απτόητη από τη σιωπή του. Είκοσι εννιά χρονών κορίτσι, που είχε ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον σαν αυτόν, που - όπως ομολόγησε - κάποτε της είχε κάμει μεγάλη εντύπωση η σιγουριά που της απέπνεε, τις λίγες μέρες που τον γνώρισε καλά...
Τότε ανάβλυσε μέσα του η μελωδία απ' το τραγούδι, που όλη νύχτα τον βασάνισε για να το βγάλει στο μπουζούκι:
" και τι να πεις σε δυο κουβέντες της στιγμής,
δεν θα 'μαι εγώ δεν θα 'σαι εσύ...
ψάχνεις να βρεις δυο κούφια λόγια να πιαστείς
κι ύστερα πάλι θα χαθείς..."
Ήπιε μια γουλιά ζεστό καφέ κι άναψε ένα τσιγάρο, ατενίζοντας τον μικρόκοσμο του σπιτιού του. Σ' εκείνη τη γωνιά του καναπέ συνήθιζε να κάθεται απλώνοντας τα πόδια της, σαν γύριζε απ' την προπόνηση κουρασμένη.
Έσυρε την κόκκινη πολυθρόνα απέναντί της, κάθισε και πήρε το μπουζούκι στα χέρια του.
Αβίαστα, σαν δροσερό νεράκι - νάμα ιαματικό της πηγής της, ξεχύθηκαν οι νότες...
"και τι να πεις σε δυο κουβέντες της στιγμής..."