Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Σαν κοριτσάκι που παίζει με τα σπίρτα...

Ύστερα από τα μεσάνυχτα παλεύει με την αγρύπνια. Μετρά στην άδεια ψυχή του τα κενά χρόνια που πέρασαν. Σαν τιμωρία, για τα χρόνια που χάρηκε την ευτυχία. Μετρά μια ατέλειωτη διαδοχή εικόνων, διαδρομών, λέξεων και αισθημάτων. Που μπορεί να τέλειωσαν, μα δεν έσβησαν, δεν γίναν παρελθόν. Κι όσο κι αν ο χρόνος απομακρύνεται από εκείνη τη ζωή, πεισματικά αρνείται να την εγκαταλείψει. Σαν βουδιστής καλόγερος, που τάχτηκε να περάσει τη ζωή του στα βουνά, ψάχνοντας προσευχόμενος το πρόσωπο του Θεού.
Μόνο που το πρόσωπο του δικού του Θεού είναι γνώριμο. Σαν ένα κοριτσάκι, που παίζει με τα σπίρτα...

Τὸ φῶς

Καθὼς περνοῦν τὰ χρόνια
πληθαίνουν οἱ κριτὲς ποὺ σὲ καταδικάζουν-
καθὼς περνοῦν τὰ χρόνια καὶ κουβεντιάζεις μὲ λιγότερες
  φωνές,
βλέπεις τὸν ἥλιο μ᾿ ἄλλα μάτια-
ξέρεις πὼς ἐκεῖνοι ποὺ ἔμειναν, σὲ γελοῦσαν,
τὸ παραμίλημα τῆς σάρκας, ὁ ὄμορφος χορὸς
ποὺ τελειώνει στὴ γύμνια.
Ὅπως, τὴ νύχτα στρίβοντας στὴν ἔρμη δημοσιά,
ἄξαφνα βλέπεις νὰ γυαλίζουν τὰ μάτια ἑνὸς ζώου
ποὺ ἔφυγαν κιόλας, ἔτσι νιώθεις τὰ μάτια σου
τὸν ἥλιο τὸν κοιτᾶς, ἔπειτα χάνεσαι μὲς στὸ σκοτάδι-
ὁ δωρικὸς χιτώνας
ποὺ ἀγγίξανε τὰ δάχτυλά σου καὶ λύγισε σὰν τὰ βουνά,
εἶναι ἕνα μάρμαρο στὸ φῶς, μὰ τὸ κεφάλι του εἶναι στὸ
  σκοτάδι.
Κι αὐτοὺς ποὺ ἀφῆσαν τὴν παλαίστρα γιὰ νὰ πάρουν
  δοξάρια
καὶ χτύπησαν τὸ θεληματικὸ μαραθωνοδρόμο
κι ἐκεῖνος εἶδε τὴ σφενδόνη ν᾿ ἀρμενίζει στὸ αἷμα
ν᾿ ἀδειάζει ὁ κόσμος ὅπως τὸ φεγγάρι
καὶ νὰ μαραίνουνται τὰ νικηφόρα περιβόλια-
τοὺς βλέπεις μὲς στὸν ἥλιο, πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο.
Καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ κάναν μακροβούτια ἀπ᾿ τὰ μπαστούνια
πηγαίνουν σὰν ἀδράχτια γνέθοντας ἀκόμη,
σώματα γυμνὰ βουλιάζοντας μέσα στὸ μαῦρο φῶς
μ᾿ ἕνα νόμισμα στὰ δόντια, κολυμπώντας ἀκόμη,
καθὼς ὁ ἥλιος ράβει μὲ βελονιὲς μαλαματένιες
πανιὰ καὶ ξύλα ὑγρὰ καὶ χρώματα πελαγίσια-
ἀκόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξὰ
πρὸς τὰ χαλίκια τοῦ βυθοῦ
οἱ ἄσπρες λήκυθοι.

Γ. Σεφέρης

Δεν υπάρχουν σχόλια: