Μπήκε, περασμένα μεσάνυχτα στο άδειο μπαρ και κοντοστάθηκε δισταχτικά. Ο μπάρμαν διέκοψε το νευρικό σκούπισμα του πάγκου του, ανασήκωσε το φρύδι και την κοίταξε με περιέργεια. Εκείνη τους πλησίασε, τρέμοντας σαν σκύλος, που θέλει κάτι. Έριχνε τη ματιά της δεξιά - αριστερά, ερευνώντας για να βεβαιωθεί πως είχε μπροστά της μονάχα τους δυο άντρες -τον πελάτη και τον μπάρμαν - στον άδειο χώρο του μπαρ. Μόλις βεβαιώθηκε, πλησίασε και κάθισε καναδυό θέσεις παραδίπλα, βάζοντας με προσοχή ένα μικρό τσαντάκι πάνω στη μπάρα. Πριν προλάβει ο μπάρμαν να την ρωτήσει, εκείνη έγειρε στο πλάι, κι έπεσε ανήμπορη στο παγωμένο πάτωμα. Σηκώθηκε γρήγορα, πριν ξαναπρολάβει ο μπάρμαν να ξεπεράσει την έκπληξή του και την ανασήκωσε, σαν παιγνίδι, στην αγκαλιά του. Κατόπιν, κρατώντας την, έσπρωξε με το πόδι ένα καναπέ και την ακούμπησε μαλακά. Τα μακριά της μαλλιά είχαν κρύψει το πρόσωπό της κι ένα ελαφρό βογγητό ξέφυγε απ' τα σφιγμένα χείλη της. Παραμέρισε με τα δάχτυλά του τα μαλλιά. Είδε τη μελανιά και το πρήξιμο στο αριστερό της μάγουλο και στο μάτι και ψαχούλεψε τον σφυγμό στην καρωτίδα της. Ήταν κανονικός και γρήγορος, σημάδι πως δεν είχε χάσει ολότελα τις αισθήσεις της.
— Να καλέσω τις πρώτες βοήθειες; ρώτησε με αγωνία ο μπάρμαν, που είχε συνέλθει από την έκπληξή του.
— Βάλε σε μια πετσέτα μερικά παγάκια και φερ 'τα μου, πρόσταξε τον μπάρμαν με σταθερή φωνή, ανασηκώνοντας ταυτόχρονα τα κλειστά βλέφαρα της κοπέλας.
Εκείνη, άνοιξε αμέσως τα μάτια της, μάτια γαλάζια, τρομαγμένα και παρακάλεσε να μη τηλεφωνήσουν για βοήθεια. Η προφορά της ήταν ελαφρά ξενική, μάλλον ρώσικη.
Την καθησύχασε τυλίγοντάς την με το μπουφάν του κι έβαλε ένα από τα μαξιλάρια προσκεφάλι της. Ήταν παγωμένη απ' το κρύο, χλωμή, χτυπημένη και προ παντός τρομαγμένη. Της έδωσε την παγοκύστη, που έφερε ο μπάρμαν, με οδηγίες να την τοποθετήσει, μόνη της, στο μάγουλό της.
— Είναι γιατρός, μη φοβάσαι, την καθησύχασε ο μπάρμαν.
Τα μάτια της δείξανε πως ο φόβος της μειώθηκε. Ζάρωσε στον καναπέ και τον άφησε να τοποθετήσει την παγοκύστη στο μάγουλό της. Εκείνη τέντωσε τον αλαβάστρινο λαιμό της προς τα δεξιά, για να τον διευκολύνει, δεχόμενη τη βοήθειά του.
— Όμορφη κοπέλα, σχολίασε ο μπάρμαν. — Να της φτιάξω ένα ζεστό τσάι;
Ο πάγος κοκκίνισε ελαφρά τη χτυπημένη περιοχή και της ζήτησε να υπομένει για λίγο την ψηλάφησή του, για να διαπιστώσει αν είχε κάποιο κάταγμα. Του έγνεψε συμφωνώντας, αφήνοντας μια γκριμάτσα εμπιστοσύνης για τις ενέργειές του.
Δεν είχε σπάσει τίποτε. Οπότε ήταν περιττό να καλέσουν ασθενοφόρο...
Σε πολύ λίγο είχε συνέλθει. Σηκώθηκε από τον καναπέ της, τον πλησίασε και τον ευχαρίστησε, δίνοντας πίσω το μπουφάν του. Ύστερα πήγε στην τουαλέτα.
— Κρίμα! σχολίασε ο μπάρμαν στην απουσία της.
— Γιατί;
— Τόσο όμορφη και κάνει πεζοδρόμιο...
— Πώς το ξέρεις;
— Δεν είδες τη μπουνιά; εσύ την περιποιήθηκες... Α! ρε γιατρέ...
Έκλεισε τα μάτια του, πίνοντας το τελευταίο του ουίσκι. Ήταν περασμένες δυο κι αποφάσισε να φύγει. Από τις αναμνήσεις του ξεπρόβαλε ο αγαλμάτινος λαιμός της, με την ανάγλυφη καρωτίδα. Θυμάται, που τη χάζευε ξημερώματα, καθώς κοιμόταν στο πλάι του. Ποθούσε να τη φιλήσει, να τη ρουφήξει, μα κρατιότανε για να μη την ξυπνήσει. Ξύπνησε μέσα του η ομορφιά της, η ομορφιά που τον είχε ξετρελάνει, η ομορφιά που αρνείται να ξεχάσει...
Ο μπάρμαν μίλαγε αλλά δεν τον άκουγε... Τον διέκοψε η επιστροφή της κοπέλας. είχε κοντοσταθεί πίσω του χαμογελώντας. Είχε φτιάξει τα μαλλιά της κι είχε σβήσει με το make up τη μελανιά.
— Είμαι σαν νυχτερίδα! τους δήλωσε αστειευόμενη κι ύστερα συστήθηκε:
— Με λένε Τάνια...
— Να καλέσω τις πρώτες βοήθειες; ρώτησε με αγωνία ο μπάρμαν, που είχε συνέλθει από την έκπληξή του.
— Βάλε σε μια πετσέτα μερικά παγάκια και φερ 'τα μου, πρόσταξε τον μπάρμαν με σταθερή φωνή, ανασηκώνοντας ταυτόχρονα τα κλειστά βλέφαρα της κοπέλας.
Εκείνη, άνοιξε αμέσως τα μάτια της, μάτια γαλάζια, τρομαγμένα και παρακάλεσε να μη τηλεφωνήσουν για βοήθεια. Η προφορά της ήταν ελαφρά ξενική, μάλλον ρώσικη.
Την καθησύχασε τυλίγοντάς την με το μπουφάν του κι έβαλε ένα από τα μαξιλάρια προσκεφάλι της. Ήταν παγωμένη απ' το κρύο, χλωμή, χτυπημένη και προ παντός τρομαγμένη. Της έδωσε την παγοκύστη, που έφερε ο μπάρμαν, με οδηγίες να την τοποθετήσει, μόνη της, στο μάγουλό της.
— Είναι γιατρός, μη φοβάσαι, την καθησύχασε ο μπάρμαν.
Τα μάτια της δείξανε πως ο φόβος της μειώθηκε. Ζάρωσε στον καναπέ και τον άφησε να τοποθετήσει την παγοκύστη στο μάγουλό της. Εκείνη τέντωσε τον αλαβάστρινο λαιμό της προς τα δεξιά, για να τον διευκολύνει, δεχόμενη τη βοήθειά του.
— Όμορφη κοπέλα, σχολίασε ο μπάρμαν. — Να της φτιάξω ένα ζεστό τσάι;
Ο πάγος κοκκίνισε ελαφρά τη χτυπημένη περιοχή και της ζήτησε να υπομένει για λίγο την ψηλάφησή του, για να διαπιστώσει αν είχε κάποιο κάταγμα. Του έγνεψε συμφωνώντας, αφήνοντας μια γκριμάτσα εμπιστοσύνης για τις ενέργειές του.
Δεν είχε σπάσει τίποτε. Οπότε ήταν περιττό να καλέσουν ασθενοφόρο...
Σε πολύ λίγο είχε συνέλθει. Σηκώθηκε από τον καναπέ της, τον πλησίασε και τον ευχαρίστησε, δίνοντας πίσω το μπουφάν του. Ύστερα πήγε στην τουαλέτα.
— Κρίμα! σχολίασε ο μπάρμαν στην απουσία της.
— Γιατί;
— Τόσο όμορφη και κάνει πεζοδρόμιο...
— Πώς το ξέρεις;
— Δεν είδες τη μπουνιά; εσύ την περιποιήθηκες... Α! ρε γιατρέ...
Έκλεισε τα μάτια του, πίνοντας το τελευταίο του ουίσκι. Ήταν περασμένες δυο κι αποφάσισε να φύγει. Από τις αναμνήσεις του ξεπρόβαλε ο αγαλμάτινος λαιμός της, με την ανάγλυφη καρωτίδα. Θυμάται, που τη χάζευε ξημερώματα, καθώς κοιμόταν στο πλάι του. Ποθούσε να τη φιλήσει, να τη ρουφήξει, μα κρατιότανε για να μη την ξυπνήσει. Ξύπνησε μέσα του η ομορφιά της, η ομορφιά που τον είχε ξετρελάνει, η ομορφιά που αρνείται να ξεχάσει...
Ο μπάρμαν μίλαγε αλλά δεν τον άκουγε... Τον διέκοψε η επιστροφή της κοπέλας. είχε κοντοσταθεί πίσω του χαμογελώντας. Είχε φτιάξει τα μαλλιά της κι είχε σβήσει με το make up τη μελανιά.
— Είμαι σαν νυχτερίδα! τους δήλωσε αστειευόμενη κι ύστερα συστήθηκε:
— Με λένε Τάνια...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου