Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

Λόγια των σκοτεινών κυμάτων...

Ο προβολέας της μοτοσικλέτας φώτισε την σκοτεινιασμένη και παγωμένη θάλασσα. Αργοσάλευε το κύμα μπροστά στον τροχό της, καθώς σταμάτησε στα λίγα εκατοστά της προκυμαίας πριν το κενό. Το ψύχος διαπέρασε το κορμί του σαν λεπίδα παγωμένου μέταλλου. Κατέβηκε απ' τη μηχανή, έσβησε τα φώτα και τον κινητήρα κι απόμεινε ακίνητος, μαρμαρωμένος. Της νύχτας η σιωπή κι η ερημιά της παραλίας φωτίζονταν αμυδρά απ' τα νοτισμένα φώτα του καραβιού, που στο βάθος ακίνητο, βουβό σκάλωνε στο αγκυροβόλι. Θάλασσα κι ουρανός γίναν ένα. Έσμιγαν αξεδιάλυτα στο νυχτερινό αιθέρα και το καράβι φάνταζε σαν κάδρο κρεμασμένο σε τοίχο. Πίσω του, μακριά και μέσα στην ομίχλη τα κοκκινωπά φώτα στο παλιό λιμάνι, αμυδρά πάσχιζαν να τρυπήσουν την απόσταση, σαν την τελευταία πνοή μιας ζωής που αργοσβήνει στο άπειρο.
— Ποιός είμαι άραγε; αναρωτήθηκε ανάβοντας τσιγάρο.
— a distance ship smoke on the horizon... απάντησε η ψυχή του.
Κάπνισε, ρουφώντας την υγρασία και την παγωνιά της νύχτας μαζί με τον καπνό. Στο παγωμένο του κορμί ισορροπούσε το ψύχος με τη φωτιά που έκαιγε στα σωθικά του.
— ...αφότου αβάσταχτη έγινε στου αντρός τα στέρνα η μοναξιά, σκόρπισε κι έσπειρε άστρα! ψιθύρισε στίχο του Ελύτη, κι ας μην είχε αστέρια ο βαρύς χαμηλός ουρανός.
Ο διάλογος με τους δαίμονες που εξουσιάζουν τη ζωή του κράτησε την υπόλοιπη βραδιά. Τα λόγια των σκοτεινών κυμάτων, ανακατεμένα στο σαλεμένο του μυαλό, ύφαναν ολάκερη τη νύχτα με αισθήματα βαρειά, με δάκρυα πικρά και μνήμες πυκνές μιας ωραίας, που ο αγράμματος έχασε χρόνια πριν.
Το ξημέρωμα, τον βρήκε πάλι στους δρόμους να βολοδέρνει σφιχταγκαλιασμένος πάνω στη μηχανή, ανάμεσα σε βιαστικούς ανθρώπους, των οποίων η ζωή τουλάχιστον έχει κάποιο προορισμό...

Δεν υπάρχουν σχόλια: