-- Τί κάνεις; γιατί σταμάτησες; τον ρώτησε με έκπληξη και αγωνία, καθώς φρενάρισε απότομα, σταματώντας δεξιά, απέναντι απ’ το διυλιστήριο της ΕΚΟ.
Αφήνοντας το αυτοκίνητο σε λειτουργία και με τα φώτα αναμένα, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στη μέση του άδειου δρόμου, κάνοντας σινιάλο με τα χέρια για να σταματήσει το αυτοκίνητο που τους ακολουθούσε.
-- Μείνε εκεί, της πρόσταξε με αυστηρότητα, με την προσοχή του στραμμένη στο άλλο αυτοκίνητο, που σταμάτησε μαλακά δυό μέτρα μπροστά του.
Παρά τις αγωνιώδεις εκκλήσεις της να σταματήσει και να επιστρέψει στο αμάξι του, εκείνος κινήθηκε γρήγορα στην πλευρά του οδηγού. Ήταν ένας μπάρμπας που τον κοίταγε με απορία, κατεβάζοντας το τζάμι. Στο πλάι του μια ηλικιωμένη χοντρή, που ήταν πιο ψύχραιμη.
-- Τί πάθατε καλέ; ρώτησε η χοντρή με τσιριχτή φωνή.