Βγήκε απ' το μπαρ και κοντοστάθηκε, αφήνοντας την παγωμένη νύχτα να του χτυπήσει το πρόσωπο. Ύστερα από τόσο αλκοόλ χρειάζονταν την υγρή ψυχρή ατμόσφαιρα να τον συνεφέρει. Έψαξε στο μπουφάν τα κλειδιά του αυτοκινήτου και βρίσκοντας το πακέτο με τα τσιγάρα άναψε άλλο ένα τσιγάρο. Η θάλασσα πνίγονταν εμπρός του, ακίνητη στη σιωπή της Καλαμαριάς. Δυό - τρία αυτοκίνητα παρακάτω άνοιξε η πόρτα ενός απ' αυτά κι ένας τύπος βγήκε επιδεικτικά και παραμένοντας ακίνητος - όρθιος με τα χέρια έξω από τις τσέπες, κοιτάζοντάς τον βλοσυρά, μέτραγε με ποιόν έχει να κάνει. Στη θέση του οδηγού διέκρινε έναν ακόμη, που κρυβόταν στο σκοτάδι και στην πάχνη του παρ-μπρίζ. Διερεύνησε το χώρο γύρω του για να διαπιστώσει αν υπάρχει και κάποιος άλλος και τότε άκουσε πίσω του την πόρτα του μπαρ να ανοίγει.
Ήταν η κοπέλα, η Τάνια. Τον έπιασε αγκαζέ γελώντας δυνατά κι αναίτια τον προέτρεψε:
— Ώου! κάνει πολύ κρύο! Πού είναι το αμάξι σου αγαπούλα να πάμε στο σπιτάκι μας;
Και πριν συνέλθει απ' την έκπληξη ακούγοντάς την, τον έσπρωξε εμπρός με κρυφή ελεγχόμενη δύναμη και χώνοντας το στόμα της δίπλα στ' αυτί του, ψιθύρισε βιαστικά:
— Βοήθησέ με να ξεφύγω και θα κάνω ότι θες...
Την πήγε στ' αμάξι του σιωπηλός, με όλες τις αισθήσεις τεντωμένες, έτοιμος να αμυνθεί σε κάθε επιβουλή των παριστάμενων μπράβων της νύχτας.
Φύγαν ανενόχλητοι, χωρίς να τους ακολουθήσει κανείς. Σπάζοντας τη σιωπή του τη ρώτησε που μένει, έχοντας σκοπό να τη μεταφέρει μέχρι το σπίτι της. Η πρότασή της τον εξέπληξε για άλλη μια φορά:
— Δεν μπορώ να πάω στο σπίτι μου απόψε. Φοβάμαι πολύ! Είναι εύκολο να με πάρεις στο δικό σου;
Δεν της απάντησε αμέσως. Στο μυαλό του τριγύριζαν φρενήρεις όλες οι εκδοχές της κατάστασης όπου έμπλεξε άθελά του. Δεν ήθελε όχι μονάχα να μπλέξει, αλλά ούτε και να δώσει την ελάχιστη αφορμή, να δημιουργηθεί οποιαδήποτε διασύνδεση με κάποια άλλη Τάνια...
— Άκουσέ με, είπε αυστηρά. Δεν ανήκω στον κόσμο σου, είμαι από ένα άλλο κόσμο. Γι' αυτό δεν μπορείς να έρθεις στο σπίτι μου για απόψε. Βρες κάποιο άλλο σπίτι, μιας φίλης σου, ενός συγγενή σου και θα σε πάω μέχρι εκεί...
— δεν έχω κανένα! κανένα!
— Οκ! τότε θα σε πάω σ' ένα ξενοδοχείο...
Ήταν η κοπέλα, η Τάνια. Τον έπιασε αγκαζέ γελώντας δυνατά κι αναίτια τον προέτρεψε:
— Ώου! κάνει πολύ κρύο! Πού είναι το αμάξι σου αγαπούλα να πάμε στο σπιτάκι μας;
Και πριν συνέλθει απ' την έκπληξη ακούγοντάς την, τον έσπρωξε εμπρός με κρυφή ελεγχόμενη δύναμη και χώνοντας το στόμα της δίπλα στ' αυτί του, ψιθύρισε βιαστικά:
— Βοήθησέ με να ξεφύγω και θα κάνω ότι θες...
Την πήγε στ' αμάξι του σιωπηλός, με όλες τις αισθήσεις τεντωμένες, έτοιμος να αμυνθεί σε κάθε επιβουλή των παριστάμενων μπράβων της νύχτας.
Φύγαν ανενόχλητοι, χωρίς να τους ακολουθήσει κανείς. Σπάζοντας τη σιωπή του τη ρώτησε που μένει, έχοντας σκοπό να τη μεταφέρει μέχρι το σπίτι της. Η πρότασή της τον εξέπληξε για άλλη μια φορά:
— Δεν μπορώ να πάω στο σπίτι μου απόψε. Φοβάμαι πολύ! Είναι εύκολο να με πάρεις στο δικό σου;
Δεν της απάντησε αμέσως. Στο μυαλό του τριγύριζαν φρενήρεις όλες οι εκδοχές της κατάστασης όπου έμπλεξε άθελά του. Δεν ήθελε όχι μονάχα να μπλέξει, αλλά ούτε και να δώσει την ελάχιστη αφορμή, να δημιουργηθεί οποιαδήποτε διασύνδεση με κάποια άλλη Τάνια...
— Άκουσέ με, είπε αυστηρά. Δεν ανήκω στον κόσμο σου, είμαι από ένα άλλο κόσμο. Γι' αυτό δεν μπορείς να έρθεις στο σπίτι μου για απόψε. Βρες κάποιο άλλο σπίτι, μιας φίλης σου, ενός συγγενή σου και θα σε πάω μέχρι εκεί...
— δεν έχω κανένα! κανένα!
— Οκ! τότε θα σε πάω σ' ένα ξενοδοχείο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου