“Σκέψου πως ο Θεός, ίσως είναι ένα κοριτσάκι που παίζει”... Αυτή η φράση, που του είχε πει σε ανύποπτο χρόνο, πολλά χρόνια πριν, έρχονταν πολύ συχνά στο μυαλό του. Ιδιαίτερα τις ατέλειωτες μέρες και προπαντός τις νύχτες ύστερα απο τον χωρισμό τους. Τις νύχτες της αγρύπνιας συνήθιζε να καβαλάει τη μηχανή και να περιπλανιέται στους άδειους δρόμους. Ούτε η βροχή ούτε το κρύο τον εμπόδιζαν. Το παλιό κράνος γίνονταν κάτι σαν σύστημα μόνωσης. Τον απομόνωνε από τον υπόλοιπο κόσμο, επιτρέποντας τις κρυφές του σκέψεις να διαχυθούν, να πλημμυρίσουν ανεμπόδιστα το μυαλό και την ψυχή του, κρυμμένες πίσω από το κάλυμμα του κράνους. Χωρίς το κράνος ένιωθε πως ήταν ευκολότερο να διαβάσει κάποιος στα μελαγχολικά του μάτια, στους μύες του προσώπου του, εκεί ανάμεσα στις ανάγλυφες ρυτίδες και στα ανάκατα μαλλιά, όλα τα μυστικά που τον βασάνιζαν. Καβάλαγε τη μηχανή και με σιγουριά την κρυψώνα του κράνους και την αδιάκοπη μετακίνηση, άφηνε τον εαυτό του ελεύθερο να στοχαστεί, τις σκέψεις να αναβλύσουν κι ένα κοριτσάκι να παίζει μαζί του, καίγοντας αδιάκοπα ένα - ένα σαν σπίρτα, τις ατέλειωτες σκέψεις του για εκείνη.
Το κοριτσάκι Θεός, αφού έκαψε όλα τα σπίρτα, χωρίς να καταφέρει να τον σταματήσει απο το να τη σκέφτεται, άναψε δαδιά πυρπολώντας με ακραίες συμπτώσεις και σημαντικές επαναλήψεις την ταλαίπωρη συνείδησή του.
Το καινούριο του κράνος γέμισε από ένα παράξενο βουητό του αγέρα. Ένα αγέρα που έσφιγγε, σαν μέγγενη τους κροτάφους του, πίεζε αφόρητα τα αυτιά του, λες και ήθελε να του αδειάσει το μυαλό σαν το στρείδι απο το κέλυφός του. Ή μήπως δεν έφταιγε το κράνος κι ο αγέρας; χαμήλωσε το σφίξιμο στο γκάζι της μηχανής κι είδε αμυδρά τη βελόνα του ταχύμετρου να επιστρέφει απο τα κόκκινα... Τα δάχτυλά του είχαν παγώσει τόσο πολύ, που πόναγαν μόνο που ακούμπαγαν στο περίβλημα των γαντιών. Η μέση του, τα ισχία του, οι μηροί του, οι ώμοι και η πλάτη του, ήταν μουδιασμένος ολάκερος. Παγωμένος, βρεγμένος και μουδιασμένος άφησε τη μηχανή να ρολάρει κατηφορίζοντας. Έλεγξε την περιοχή γύρω του, είδε δεξιά του, μέσα στην αχλύ της νύχτας και της ομίχλης τον σκούρο όγκο του βουνού κι αριστερά του, χαμηλά, την στιλπνή κατάμαυρη θάλασσα. Τα φώτα των διόδιων μπροστά του και η φωτισμένη πινακίδα της εξόδου από τον αυτοκινητόδρομο αποκάλυψαν πως βρισκόταν στην Λεπτοκαρυά, τέσσερις ώρες και έντεκα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, ύστερα από μια παραληρηματική διαδρομή πολλών χιλιομέτρων, που δεν θυμόταν τίποτα...
Κατέβηκε απ’ τη μηχανή, έβγαλε το κράνος και τα γάντια και τεντώθηκε να συνέλθει. Ύστερα γύρισε το βλέμμα του προς την κορυφή του βουνού των Θεών, που ήταν καλά κρυμμένη στο σκοτάδι και στο πούσι. Σήκωσε τα χέρια του ψηλά, απευθυνόμενος στο κοριτσάκι που παίζει με τα σπίρτα, δηλώνοντας το αυτονόητο:
-- Μόνο εκείνη υπάρχει. Μόνο εκείνη...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου