Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

Η πυξίδα ΙΙ


Μισόκλεισε τα μάτια της κι απόμεινε σκεπτική, αναλογιζόμενη αν της έλεγε την αλήθεια ή αν μπλοφάριζε για να την δοκιμάσει. Καθώς ένιωσε τα ζεστά του χέρια πάνω στα δικά της, που ήταν παγωμένα, ανταποκρίθηκε σφίγγοντάς τον με όση θέρμη διέθετε. Άνοιξε τα μάτια της και είδε τα γαλάζια του μάτια να βυθίζονται στα δικά της. Μόνο που δεν ήταν πια γαλάζια. Ήταν γκρίζα, πολύ γκρίζα, καμωμένα μ’ έναν πόνο, που της ήταν γνώριμος. Σαν γυναίκα ευαίσθητη ένιωσε από την πρώτη στιγμή, όταν την είχε βοηθήσει σ’ εκείνο το μπαρ στην Καλαμαριά, πως αυτός ο περίεργος άνθρωπος έκρυβε βαθιά μέσα στην ψυχή του πόνο ακατάβλητο. Πόνο που δεν μπορούσε να κρύψει, μολονότι η ευφυΐα του, το κοφτερό του μυαλό, η διαρκής του πνευματικότητα και το πρωτότυπο χιούμορ του, σε μάγευαν άμεσα και επιβλητικά, αποτρέποντάς σε να αντιληφθείς τον πόνο που τού ‘καιγε τα σωθικά.

-- ξέρω πως δεν θέλεις να με πληγώσεις, του ψιθύρισε με αμφιβολία.

-- πώς το ξέρεις; της αντιγύρισε χαμογελώντας.

-- Το ξέρω! σε ξέρω, σε νιώθω τόσο πολύ καλά,  όσο κανέναν άλλο μέχρι τώρα στη ζωή μου...

-- τότε θα με καταλάβεις πιο εύκολα, της δήλωσε δικαιολογώντας την “καταφατική” άρνησή του να αποδεχτεί την επιθυμία της.

-- φοβάσαι την διαφορά της ...ηλικίας μας, έτσι δεν είναι; τον ρώτησε δισταχτικά.

Γέλασε και αφήνοντας τα χέρια της έψαξε για τα τσιγάρα του. Ανάβοντας, ο αναπτήρας έλαμψε στιγμιαία και φώτισε το πρόσωπό του, που ήταν πολύ ήρεμο και καθόλου σκυθρωπό.

-- εσύ δεν τη φοβάσαι; τη ρώτησε φυσώντας ψηλά τον καπνό.

Δεν του απάντησε αμέσως. Πήρε κι εκείνη ένα από τα τσιγάρα του και το άναψε τελετουργικά, σαν να ήθελε να κερδίσει χρόνο και να σκεφτεί.

-- τα έχω σκεφτεί, του είπε και συνέχισε: το συζήτησα με τη μητέρα μου και είδα την αντίδρασή της...

Άνοιξε τα χέρια του γιομάτος έκπληξη κι απόμεινε σιωπηλός, σημαίνοντας με τον τρόπο αυτό, την απορία του για την επιλογή της αλλά και για την αντίδραση της μητέρας της.

-- φρίκαρε! Του δήλωσε γελώντας μ’ ευχαρίστηση. Δεν μπορείς  να φανταστείς πως έγινε. Μπέρδευε τα λόγια της, πηγαινοερχόταν νευρικά, ανέβαινε πάνω, ξανακατέβαινε, τράβαγε τα μαλλιά της, τα έκανε κότσο, τα ίσιωνε...

-- Σοβαρολογείς; είπες τέτοιο πράγμα στην μητέρα σου;

Γέλασε νεύοντας αρνητικά: --πλάκα κάνω! Η αλήθεια είναι ότι μου πέρασε απο το μυαλό μου να της πω, όμως το σκέφτηκα...

Ξαναγέλασαν για λίγο, ο καθένας για τους λόγους του. Τη σύντομη σιωπή που ακολούθησε, διέκοψε η νυχτερίδα.

--δεν μπορώ να σου απαντήσω, αν φοβάμαι ή όχι. Δεν ξέρω. Δεν έχω ζήσει τέτοια σχέση, για να ξέρω...

-- καταλαβαίνω, της απάντησε αμέσως. Αντίθετα με σένα εγώ έχω ζήσει για πολύ καιρό μια τόσο ιδιαίτερη κατάσταση...

Δεν υπάρχουν σχόλια: