Δεν ξεκόλλησε από το πλάι του. Η παρέα ασχολήθηκε με πλήθος θεμάτων, μέσα σε μια πολύ ζεστή ατμόσφαιρα, όπου το καλό κρασί επιστέγαζε την εξομολογητική κατάθεση της ψυχής των ανθρώπων. Μονάχα ο ποδοσφαιριστής δυσφόρησε και δεν άργησε να δημιουργήσει μια μικρή αφορμή, για να πάρει το καπελάκι του και να φύγει θυμωμένος. Η νυχτερίδα τον αποχαιρέτησε μάλλον αδιάφορη και παρέμεινε εμφανώς απορροφημένη από την παρέα των υπόλοιπων. Κάποια στιγμή την αντιλήφτηκε να τον κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια, λες και ήθελε να μπει στο μυαλό του, να μαντέψει τις σκέψεις του, να νοιώσει τα αισθήματά του...
Έκανε λάθος. Η επίμονη ματιά της, το βλέμμα της ήταν για αντίθετο λόγο: ήταν εκείνη που ήθελε να εξωτερικεύσει τα συναισθήματά της. Ακουμπώντας στο μπάρ, τον τράβηξε απο την υπόλοιπη παρέα. Με αυτοπεποίθηση βασισμένη στο κρασί που έπινε, τον αιφνιδίασε:
-- τον έφερα μαζί μου επίτηδες, δήλωσε νεύοντας προς την έξοδο με το κεφάλι, για τον ποδοσφαιριστή που έφυγε.
Σιωπηλός, σφίγγοντας και μικραίνοντας τα βλέφαρά του, ένευσε ζητώντας την αιτία.
-- είναι γείτονάς μου. Πολύ καιρό προσπαθεί να με πηδήξει κι όταν άκουσε για σένα και πως γνωριζόμαστε...
-- τον έφερες επίτηδες... Γιατί; ρώτησε
-- για να σε ‘δω... Δήθεν τυχαία...
-- τι εννοείς;
-- ήξερα πως θα ερχόσουν. Άκουσα την Μάρα που το συζητούσε με τον σκηνοθέτη της και σκέφτηκα...
-- δεν καταλαβαίνω...
-- μη μ’ αφήσεις να σ’ ερωτευτώ... Τον αιφνιδίασε εκτοξεύοντας την φράση που δεν περίμενε να ξανακούσει όχι μονάχα στη ζωή του, αλλά και στην άλλη ζωή.
Αντί απάντησης, γέλασε συγκρατημένα και ξαναγέλασε κρατώντας ένα μικρό χαμόγελο ευτυχίας στο πρόσωπό του. Κουνώντας το κεφάλι του με την αμφιβολία της συγκρατημένης άρνησης, ξαναγέλασε πίνοντας μονορούφι το υπόλοιπο κρασί απ’ το ποτήρι του. Ανάβοντας τσιγάρο, η φλόγα του αναπτήρα φώτισε αμυδρά το πρόσωπό της, που είχε φωτιστεί επίσης από μια γλυκειά προσμονή της ενδεχόμενης κατάφασής του.
-- γιατί γελάς; τον ρώτησε χαμογελώντας ολόκληρη.
-- πριν από πολλά χρόνια πρωτάκουσα αυτές τις λέξεις, αυτό το αίτημα... πως να το ‘πω...
-- αλήθεια;
-- άκουσέ με, την διέκοψε βάζοντας τα δάχτυλά του πάνω στα χείλη της, σημαίνοντας πως δεν θα ‘πρεπε να μιλήσει και συνέχισε:
-- η πυξίδα σου είναι τρελλή. Δείχνει βορρά, νότο, ανατολή, δύση ακατάπαυστα. Δεν σταθεροποιείται πουθενά. Κι είναι φυσιολογικό επειδή αυτή είναι η νειότη, με καταλαβαίνεις;
-- όχι! Απάντησε γεμάτη αμφιβολία, δηλώνοντας την αδυναμία της να παρακολουθήσει τα λεγόμενά του.
-- δεν θέλω να μ’ ερωτευτείς! Της δήλωσε με τη σειρά του με όση έμφαση του επέτρεπε η στιγμή...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου