Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Η Γκανίκα...


Η ζωή της ήταν συνηθισμένη. Όπως η ζωή ενός εικοσάχρονου κοριτσιού στην Ελλάδα, την εποχή της Μεγάλης Κρίσης. Σπίτι, πανεπιστήμιο, παρέα με τις φίλες της για κουβεντούλα και καφεδάκι και πότε - πότε, αραιά κι όχι όπως παλιά, νυχτερινή έξοδο με αγόρια σε κάποιο μπαράκι ή σ’ ένα κλαμπ. 
Κι αν η ζωή της ήταν συνηθισμένη, η θέση της στη ζωή ήταν ασυνήθιστη. Τουλάχιστον για την ίδια. Ζούσε με τους γονείς της σ’ ένα περιβάλλον, που η οικονομική κρίση δεν είχε επηρεάσει, όσο τους περισσότερους 
ανθρώπους. 

Κι αυτό  επειδή και μητέρα της και ο πατέρας της ήταν καταξιωμένοι γιατροί. Ο πατέρας της  ήταν ιδιοκτήτης και μεγαλομέτοχος μιας μεγάλης ιδιωτικής κλινικής και είχε διατελέσει για αρκετά χρόνια και βουλευτής κυβερνητικού κόμματος. Ήταν πασίγνωστος και δημοφιλής. Απολάμβανε της εκτίμησης και του σεβασμού πολλών ανθρώπων και η γνώμη του εξακολουθούσε κι επηρέαζε μεγάλο μέρος της κοινωνίας κι ας είχε χάσει την βουλευτική του έδρα. Η μητέρα της ήταν γνωστή για την επιστημονική της κατάρτιση. Ήταν πανεπιστημιακός και διεύθυνε την παθολογική κλινική ενός μεγάλου κρατικού νοσοκομείου. Ταξίδευε πολύ συχνά στο εξωτερικό, σε συνέδρια και ερευνητικά προγράμματα και λογαριάζονταν ως μια εκ των ισχυρότερων γυναικών στην χώρα.
Και οι δύο και η μητέρα και ο πατέρας δεν ήταν οι φυσικοί γονείς της. Ήταν υιοθετημένη από πολύ μικρή. Δεν γνώριζε το παραμικρό για τους φυσικούς της γονείς. Ούτε καν την εθνική προέλευσή τους. Οι θετοί της γονείς την λάτρευαν. Ίσως περισσότερο από όσο θα την αγαπούσαν εάν ήταν οι φυσικοί της γονείς. Κι αυτό το ένιωθε όταν σύγκρινε την συμπεριφορά τους, με την συμπεριφορά των γονιών των δυό καλύτερών της φίλων προς τα παιδιά τους. Ίσως έκανε λάθος. Επειδή η ίδια ήταν μοναχοκόρη ενώ και οι δυό φίλες της είχαν κι άλλα αδέλφια.
Ζούσε επιτηδευμένα ευτυχισμένη. Δεν της έλειπε τίποτε, αντίθετα είχε παραπάνω πολλά περισσότερα, απ’ όσα χρειαζότανε. Κατάσταση που πολλές φορές γίνονταν τουλάχιστον ενοχλητική. Επειδή από του φυσικού της ήταν ολιγαρκής. Πολλές φορές ένιωθε άβολα με την αφθονία και την ευκολία που οι γονείς της την εφοδίαζαν με ένα σωρό από άχρηστα και πανάκριβα αντικείμενα. Ήταν ο πιο συνηθισμένος τους τρόπος για να εκφράσουν την λατρεία τους για το κοριτσάκι τους, όπως πολύ συχνά την αποκαλούσαν. Βαθιά μέσα στην ψυχή της δεν είχε νιώσει ποτέ την ευτυχία, την ευτυχισμένη ζωή, την συναισθηματική πληρότητα που ένιωθε όταν ήταν πολύ μικρή, πριν αντιληφτεί την αληθινή έννοια του όρου υιοθεσία, υιοθετημένη. Μολονότι οι γονείς της δεν της είχαν κρύψει ποτέ πως δεν ήταν η φυσική τους κόρη, πως είχε γεννηθεί από άλλους γονείς, πως την είχαν διαλέξει να γίνει κόρη τους, επειδή εκείνοι δεν μπορούσαν να κάνουν δικά τους παιδιά. Ένιωθε μεγάλη ευγνωμοσύνη για την τακτική τους να μη της κρύψουν, από την πολύ μικρή της ηλικία, την αλήθεια αυτή. Κι όταν ύστερα από τα οχτώ της χρόνια κατάλαβε καλά την πραγματικότητα, η έννοια της ευτυχίας που ένιωθε μικρότερη υποχωρούσε, ξεθώριαζε και στη θέση της ρίζωσε και μεγάλωνε η ανάγκη να βρει την αληθινή της προέλευση. Να μάθει ποιοί ήταν οι γονείς της, γιατί την άφησαν, που ζουν, εάν ζουν. Αν έχει κι άλλα αδέλφια, πως είναι μια οικογένεια που ένα μέλος της λείπει...
Όσο μεγάλωνε, μεγάλωνε και η περιέργειά της να μάθει όλα όσα της έλειπαν. Να γεμίσει ένα κενό που γίνονταν βασανιστικό κι αβάσταχτο, επειδή είχε αποφασίσει να το κρατήσει κρυφό από τους θετούς της γονείς. Δεν ήθελε, για κανένα λόγο, να τους πληγώσει, να αμφισβητήσει την ζωή που της χάρισαν πλουσιοπάροχα, την μεγάλη αγάπη με την οποία την περιέβαλαν αυθόρμητα και χωρίς ανταλλάγματα. Κι ευτυχώς, καθώς και ο δυό ήταν πολυάσχολοι κι έλειπαν αρκετά από το σπίτι, κατάφερε να κρύβει καλά την ανάγκη της να βρει τους αληθινούς της γονείς. 
Την υιοθέτησαν όταν ήταν τεσσάρων ετών. Αργότερα, η γιαγιά της, με την οποία μεγάλωσε ουσιαστικά και την ένιωθε ως την πιο κοντινή της συγγενή, της είχε διηγηθεί, σαν παραμύθι, την μικρή της ιστορία.  Η γιαγιά  Αντιγόνη έλεγε πως την είχανε κλέψει απ΄τη μάνα της οι γύφτοι. Κι επειδή ήταν πολύ ξανθιά από φυσικού της, ξεχώριζε εύκολα ανάμεσα από τους γύφτους, που είναι μαυριδεροί και σκούροι, πως δεν ήταν δικιά τους. Κάποιος λοιπόν το κατήγγειλε στην αστυνομία και έτσι την πήραν απ΄τους γιούφτους, που ομολόγησαν πως δεν ήταν δικό τους παιδί και την έσωσαν. Εκείνη την εποχή έγινε μεγάλος ντόρος για την υπόθεσή της. Όλες οι τηλεοράσεις την έδειχναν, επειδή προσπαθούσαν να βρουν τους αληθινούς της γονείς. Όμως οι γονείς της δεν βρέθηκαν. Κι επειδή ήταν πολύ όμορφο κοριτσάκι πολλοί άνθρωποι ήθελαν να την υιοθετήσουν. Τυχεροί στάθηκαν οι θετοί της γονείς που κατάφεραν και την υιοθέτησαν. Γι’ αυτό την αγαπούν πολύ και την μεγάλωσαν σαν πριγκίπισσα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: