Πανηγύρισε σιωπηλή, μέσα της, όταν βρήκε τον χρόνο και τον τόπο της νέας του εμφάνισης, στις εκδηλώσεις ενός περιφερειακού δήμου. Γνώριζε καλά πως η επιθυμία της θα μπορούσε να γίνει εύκολα πραγματικότητα. Κι αν κι εκείνος την έψαχνε επίσης, που συμπέραινε ότι ήταν πολύ πιθανό, εάν τα λεγόμενα του μπάρμαν ήταν αληθινά, τότε έμενε η πρωτοβουλία στα χέρια της. Όμως τελικά δεν πήγε. Πάλεψε πολύ μέσα της, για να πνίξει την σφοδρή επιθυμία, να τον δει. Οι ανεξήγητοι δισταγμοί της, ξεπερνούσαν την επιθυμία της. Η ιστορία της ζωής της συμπεριλάμβανε κακούς γύφτους, που της είχαν στερήσει την πραγματική της οικογένεια, τους αληθινούς της γονείς, τα πιθανά αδέλφια της. Οι αφηγήσεις της γιαγιάς της γέμιζαν με θυμό και αγανάκτηση, κάθε φορά που της ιστορούσε την υιοθεσία της και αναφέρονταν στους “γιούφτους”, όπως τους αποκαλούσε. Ένιωθε παγιδευμένη ανάμεσα στην επιθυμία του ανεκπλήρωτου έρωτα και την μυθολογία της μικρής της κοινωνίας για τους γύφτους.
Έτσι πέρασε ο καιρός. Μήνες αρκετοί συνετέλεσαν να φθαρεί η επιθυμία της, να υποχωρήσει και να κοντεύει να σβήσει. Κάποιες φορές, τον έβλεπε στα όνειρά της να της τραγουδά και κάποιες άλλες έπιανε τον εαυτό της να σκέφτεται εκείνη την βραδιά που τον πρωτοείδε. Όχι συχνά, όπως τον πρώτο καιρό, αλλά την “βόλευε”, ήθελε να τον σκέφτεται πότε - πότε. Γι΄ αυτό δεν έσβησε τη φωτογραφία του από το κινητό της ούτε αφαίρεσε το τραγούδι του. Άλλωστε κάθε φορά που στην παρέα της εμφανίζονταν κάποιος νεοφερμένος άντρας, που εκδήλωνε το ενδιαφέρον του για εκείνη, αναπόφευκτα τον σύγκρινε με τον τσιγγάνο τραγουδιστή, που η προσέγγισή του εκείνη την βραδιά παρέμενε αξεπέραστη.
Στις αρχές του καλοκαιριού πήγε, μαζί με την παρέα της στις Σπέτσες για ένα τριήμερο διακοπών. Οι φιλενάδες της επέμεναν να παρατήσει το διάβασμα και την απομόνωσή της. Παραπονιόντουσαν πως τις παραμελούσε, σχεδόν τις απέφευγε και αυτό ήταν ισχυρό επιχείρημα να τις ακολουθήσει. Στις Σπέτσες δεν μπορείς να πλήξεις. Στην εξοχική κατοικία μιας εκ των φιλενάδων της σύντομα βρέθηκαν με παλιές παρέες από την περιοχή. Αγόρια και κορίτσια σχημάτισαν γρήγορα ένα ζωηρό λεφούσι νεολαίας, που γύρευε να ξεφύγει από την θλιβερή πραγματικότητα της Μεγάλης Κρίσης. Η ζεστή θάλασσα, ο λαμπρός ήλιος, η φιλόξενη παραλία έγιναν το εύκολο διέξοδο. Σκόρπισαν όλη τους την ζωντάνια στη φύση, γέμισε το νησί της Μπουμπουλίνας χαρά και ενέργεια που συνεχίστηκε και όλη την νύχτα. Ανέμελα ξεκίνησε κι η δεύτερη μέρα. Ξύπνησαν αργά το μεσημέρι και κατέφυγαν στη θάλασσα να δροσιστούν. Φύγαν τα αγόρια να παίξουν ποδόσφαιρο και μείναν τα κορίτσια, αραγμένες γοργόνες στην αμμουδιά να φτιάχνουν το χρώμα της ευδαιμονίας στον ήλιο. Άκουγε τις φιλενάδες της, ξαπλωμένη δίπλα στο κύμα, να τιτιβίζουν ασταμάτητα για τα αγόρια τους, για τα νέα τους ρούχα, για τα χτενίσματα και τη μόδα του καλοκαιριού, για κάθε τι που γεμίζει τις καρδιές των κοριτσιών, όταν συνιστούν γυναικοπαρέα. Την συντροφιά τους διέκοψε η αναπάντεχη επιστροφή ενός εκ των αγοριών, που είχαν πάει σ’ ένα γηπεδάκι παραδίπλα να παίξουν μπάλα. Εμφανώς στεναχωρεμένος έψαχνε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του, για να μεταφέρει στο κέντρο υγείας του νησιού, κάποιον εκ των παιδιών που είχε τραυματιστεί, μάλλον σοβαρά. Τα κορίτσια ανησύχησαν και γύρεψαν να μάθουν ποιος ήταν και τι έπαθε. Ευτυχώς δεν ήταν δικός τους, της παρέας τους. Ήταν ένας ξένος, ίσως αλλοδαπός, όμως μίλαγε άπταιστα τα ελληνικά. Είχε χτυπήσει πολύ άσχημα στον αστράγαλό του, μπορεί και να τον έσπασε, δήλωσε ο καλός Σαμαρείτης, που βιάζονταν να επιστρέψει στο γήπεδο. Τότε θυμήθηκε πως η Αντιγόνη σπούδαζε ιατρική και θα ήταν χρήσιμη να τον δει, να του δέσει ίσως το πόδι, προκειμένου να μεταφερθεί στο κέντρο νοσοκομείο. Αβέβαιη για την χρησιμότητά της τον ακολούθησε δισταχτικά. Κι άλλες φορές είχε χρειαστεί να δώσει τις πρώτες βοήθειες, αλλά δεν είχε αποκτήσει την εμπειρία να διαχειριστεί εύκολα, τις λιγοστές γνώσεις που είχε αποκτήσει σαν νέα φοιτήτρια. Πλησιάζοντας στον τραυματία, που ήταν περιτριγυρισμένος από τα αγόρια και καθισμένος σε μια πλαστική παλιοκαρέκλα, της έκανε εντύπωση πόσο μελαχρινός και ηλιοκαμένος ήταν, αντίθετα με τους παριστάμενους ασπρουλιάρηδες. Έπιασε κι ανασήκωσε με προσοχή το χτυπημένο πόδι του. Ήταν μελανιασμένο και φουσκωμένο σαν ασκί, πρησμένο τόσο πολύ, που πρώτη φορά έβλεπε στη ζωή της. Κάποιος της έδωσε ένα ελαστικό επίδεσμο κι ανασήκωσε το βλέμμα της και τον ρώτησε αν μπορεί να το πατήσει. Τα μάτια του, κάρβουνα αναμμένα, την κοίταζαν ερευνητικά. Ήταν τα μάτια που δεν μπορούσε να ξεχάσει. Τα ίδια μάτια! Τα μάτια του...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου