Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Η γκανίκα: τα μαύρα μάτια...

Με τη μυστική της επιθυμία, καλά κρυμμένη στην ψυχή της, η ζωή της κύλαγε ήρεμα. Συχνά πολιορκούνταν απο το άλλο φύλο, επειδή κατά γενική ομολογία ήταν όμορφη, περισσότερο από τον μέσο όρο κι επειδή οι γονείς της ήσαν ευκατάστατοι, δέλεαρ μεγάλο και για τον πιότερο ανιδιοτελή υποψήφιο. Κανείς ωστόσο δεν είχε καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη της καρδιάς της. Μολονότι δεν ήταν καχύποπτη, ήταν πολύ εύκολο για εκείνη να αντιληφτεί πως ο αληθινός έρωτας δεν είχε χτυπήσει ακόμη την πόρτα  της. Στις εξομολογήσεις των κοριτσιών που συχνά προέβαιναν οι φιλενάδες της μεταξύ τους, δεν περιέχονταν η δική της ομολογία για τον έρωτα. Οι λίγες της σχέσεις με αγόρια της γενιάς της, δεν είχαν διάρκεια και έσβηναν από έλλειψη επικοινωνίας, τουλάχιστον πνευματικής. Τα αδέλφια των δυο καλών της φιλενάδων ήταν οι σταθερότεροι συνομιλητές της, χωρίς ερωτισμό και ιδιαίτερη επαφή. 

Έτσι, η αφοσίωσή της στο πανεπιστήμιο και στην ιατρική σχολή, απορροφούσε τον μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της. Η μουσική ήταν το αγαπημένο της χόμπι. Άκουγε ακατάπαυστα μουσική, ακόμη κι όταν μελετούσε και ήταν και η ίδια ερασιτέχνης μουσικός. Είχε σπουδάσει πιάνο, στα μαθητικά της χρόνια, στο ωδείο. Αργότερα έμαθε μονάχη της κιθάρα, που την προτιμούσε περισσότερο από το πιάνο. Τις ώρες της μοναξιάς της έπαιρνε την κιθάρα της και γρατζούνιζε όμορφες μπαλάντες, τραγουδώντας της ψυχής της τα μυστικά. Μερικές φορές έπαιζε και για την παρέα της, ιδιαίτερα όταν πέρναγαν κάποια Σαββατοκύριακα στο εξοχικό τους ή σε μια εκδρομή. Στο πιάνο εκτονώνονταν μονάχα όταν τα συναισθήματά της φορτίζονταν από την άγνοια της ύπαρξης των αληθινών την γονιών και από το άγχος της επιθυμίας της να βρεθούν. Τότε οι σπουδές της στην κλασική μουσική οδηγούσαν τα χέρια της αυθόρμητα κι ανεξήγητα στον Βάγκνερ...


Όταν ανταμώθηκαν τα βλέμματά τους, ανάμεσα στους καπνούς απ’ τα τσιγάρα και στον χαμηλό φωτισμό της μουσικής σκηνής, που εκείνος τραγουδούσε, ο χρόνος σταμάτησε. Τα μάτια του, κάρβουνα αναμμένα, καρφώθηκαν με περιέργεια στα δικά της και η επιμονή τους δεν την τρόμαξε. Την κοίταζε με βλέμμα ανάμικτο με την περιέργεια και την απορία, που η προσοχή του αποσπάστηκε από τον επαγγελματισμό του και που, μέσα από τόσο κόσμο, του είχε τραβήξει την προσοχή. Οι φίλες της δεν κατάλαβαν τίποτε από εκείνες τις στιγμές, όμως , ύστερα από λίγο, απόρησαν που ο τραγουδιστής πλησίασε στο τραπέζι τους, μαζί με την κιθάρα του. Ήταν ψηλός, λεπτός και πολύ μελαχρινός. Σαν τσιγγάνος μιγάς. Τα ασυνήθιστα μακριά και λεπτά του δάχτυλα χάιδευαν τις χορδές και η απαλή του φωνή τραγούδησε μακριά απ’ το μικρόφωνο, μακριά απ’ το υπόλοιπο κόσμο, λες κι ήθελε να τον ακούσει μόνο εκείνη. Το τραγούδι του μελαγχολικό, όπως και η όψη του. Τον άκουσε με προσοχή, απερίσπαστη από τις πειραχτικές γκριμάτσες των φίλων της, που ολοφάνερα είχαν αντιληφτεί την προτίμηση του τραγουδιστή για εκείνη. Δεν ήθελε να σταματήσει να τον κοιτάζει στα όμορφα, εκφραστικά του μάτια, μολονότι διάλεξε να της τραγουδά σοβαρός και ανέκφραστος, χωρίς εξεζητημένες κινήσεις επίδειξης και επιδεικτικής πρόθεσης να την εντυπωσιάσει. Στα λίγα λεπτά που της τραγούδησε, σιώπησαν όλοι σε μια κατανυκτική ατμόσφαιρα, παράξενη και παράταιρη του περιβάλλοντος. Ένιωσε την καρδιά της να χτυπά δυνατά, προσπαθώντας να κρύψει την έντονα γοητευμένη της ψυχή και το γλυκό μούδιασμα που κυρίεψε όλο το κορμί της...

Δεν υπάρχουν σχόλια: