Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Η γκανίκα (ολόκληρη η ιστορία)


Η γκανίκα

Η ζωή της ήταν συνηθισμένη. Όπως η ζωή ενός εικοσάχρονου κοριτσιού στην Ελλάδα, την εποχή της Μεγάλης Κρίσης. Σπίτι, πανεπιστήμιο, παρέα με τις φίλες της για κουβεντούλα και καφεδάκι και πότε - πότε, αραιά κι όχι όπως παλιά, νυχτερινή έξοδο με αγόρια σε κάποιο μπαράκι ή σ’ ένα κλαμπ. 
Κι αν η ζωή της ήταν συνηθισμένη, η θέση της στη ζωή ήταν ασυνήθιστη. Τουλάχιστον για την ίδια. Ζούσε με τους γονείς της σ’ ένα περιβάλλον, που η οικονομική κρίση δεν είχε επηρεάσει, όσο τους περισσότερους ανθρώπους. Κι αυτό  επειδή και η μητέρα της και ο πατέρας της ήταν καταξιωμένοι γιατροί. Ο πατέρας της  ήταν ιδιοκτήτης και μεγαλομέτοχος μιας μεγάλης ιδιωτικής κλινικής και είχε διατελέσει για αρκετά χρόνια και βουλευτής κυβερνητικού κόμματος. Ήταν πασίγνωστος και δημοφιλής. Απολάμβανε της εκτίμησης και του σεβασμού πολλών ανθρώπων και η γνώμη του εξακολουθούσε κι επηρέαζε μεγάλο μέρος της κοινωνίας κι ας είχε χάσει την βουλευτική του έδρα. Η μητέρα της ήταν γνωστή για την επιστημονική της κατάρτιση. Ήταν πανεπιστημιακός και διεύθυνε την παθολογική κλινική ενός μεγάλου κρατικού νοσοκομείου. Ταξίδευε πολύ συχνά στο εξωτερικό, σε συνέδρια και ερευνητικά προγράμματα και λογαριάζονταν ως μια εκ των ισχυρότερων γυναικών στην χώρα.


Και οι δύο και η μητέρα και ο πατέρας δεν ήταν οι φυσικοί γονείς της. Ήταν υιοθετημένη από πολύ μικρή. Δεν γνώριζε το παραμικρό για τους φυσικούς της γονείς. Ούτε καν την εθνική προέλευσή τους. Οι θετοί της γονείς την λάτρευαν. Ίσως περισσότερο από όσο θα την αγαπούσαν εάν ήταν οι φυσικοί της γονείς. Κι αυτό το ένιωθε όταν σύγκρινε την συμπεριφορά τους, με την συμπεριφορά των γονιών των δυό καλύτερών της φίλων προς τα παιδιά τους. Ίσως έκανε λάθος. Επειδή η ίδια ήταν μοναχοκόρη ενώ και οι δυό φίλες της είχαν κι άλλα αδέλφια.
Ζούσε επιτηδευμένα ευτυχισμένη. Δεν της έλειπε τίποτε, αντίθετα είχε παραπάνω πολλά περισσότερα, απ’ όσα χρειαζότανε. Κατάσταση που πολλές φορές γίνονταν τουλάχιστον ενοχλητική. Επειδή από του φυσικού της ήταν ολιγαρκής. Πολλές φορές ένιωθε άβολα με την αφθονία και την ευκολία που οι γονείς της την εφοδίαζαν με ένα σωρό από άχρηστα και πανάκριβα αντικείμενα. Ήταν ο πιο συνηθισμένος τους τρόπος για να εκφράσουν την λατρεία τους για το κοριτσάκι τους, όπως πολύ συχνά την αποκαλούσαν. Βαθιά μέσα στην ψυχή της δεν είχε νιώσει ποτέ την ευτυχία, την ευτυχισμένη ζωή, την συναισθηματική πληρότητα που ένιωθε όταν ήταν πολύ μικρή, πριν αντιληφθεί την αληθινή έννοια του όρου υιοθεσία, υιοθετημένη. Μολονότι οι γονείς της δεν της είχαν κρύψει ποτέ πως δεν ήταν η φυσική τους κόρη, πως είχε γεννηθεί από άλλους γονείς, πως την είχαν διαλέξει να γίνει κόρη τους, επειδή εκείνοι δεν μπορούσαν να κάνουν δικά τους παιδιά. Ένιωθε μεγάλη ευγνωμοσύνη για την τακτική τους να μη της κρύψουν, από την πολύ μικρή της ηλικία, την αλήθεια αυτή. Κι όταν ύστερα από τα οχτώ της χρόνια κατάλαβε καλά την πραγματικότητα, η έννοια της ευτυχίας που ένιωθε μικρότερη υποχωρούσε, ξεθώριαζε και στη θέση της ρίζωσε και μεγάλωνε η ανάγκη να βρει την αληθινή της προέλευση. Να μάθει ποιοι ήταν οι γονείς της, γιατί την άφησαν, που ζουν, εάν ζουν. Αν έχει κι άλλα αδέλφια, πως είναι μια οικογένεια που ένα μέλος της λείπει...
Όσο μεγάλωνε, μεγάλωνε και η περιέργειά της να μάθει όλα όσα της έλειπαν. Να γεμίσει ένα κενό που γίνονταν βασανιστικό κι αβάσταχτο, επειδή είχε αποφασίσει να το κρατήσει κρυφό από τους θετούς της γονείς. Δεν ήθελε, για κανένα λόγο, να τους πληγώσει, να αμφισβητήσει την ζωή που της χάρισαν πλουσιοπάροχα, την μεγάλη αγάπη με την οποία την περιέβαλαν αυθόρμητα και χωρίς ανταλλάγματα. Κι ευτυχώς, καθώς και ο δυό ήταν πολυάσχολοι κι έλειπαν αρκετά από το σπίτι, κατάφερε να κρύβει καλά την ανάγκη της να βρει τους αληθινούς της γονείς. 
Την υιοθέτησαν όταν ήταν τεσσάρων ετών. Αργότερα, η γιαγιά της, με την οποία μεγάλωσε ουσιαστικά και την ένιωθε ως την πιο κοντινή της συγγενή, της είχε διηγηθεί, σαν παραμύθι, την μικρή της ιστορία.  Η γιαγιά  Αντιγόνη έλεγε πως την είχανε κλέψει απ΄ τη μάνα της οι γύφτοι. Κι επειδή ήταν πολύ ξανθιά από φυσικού της, ξεχώριζε εύκολα ανάμεσα από τους γύφτους, που είναι μαυριδεροί και σκούροι, πως δεν ήταν δικιά τους. Κάποιος λοιπόν το κατήγγειλε στην αστυνομία και έτσι την πήραν απ΄ τους γιούφτους, που ομολόγησαν πως δεν ήταν δικό τους παιδί και την έσωσαν. Εκείνη την εποχή έγινε μεγάλος ντόρος για την υπόθεσή της. Όλες οι τηλεοράσεις την έδειχναν, επειδή προσπαθούσαν να βρουν τους αληθινούς της γονείς. Όμως οι γονείς της δεν βρέθηκαν. Κι επειδή ήταν πολύ όμορφο κοριτσάκι πολλοί άνθρωποι ήθελαν να την υιοθετήσουν. Τυχεροί στάθηκαν οι θετοί της γονείς που κατάφεραν και την υιοθέτησαν. Γι’ αυτό την αγαπούν πολύ και την μεγάλωσαν σαν πριγκίπισσα. 

Τα μαύρα μάτια

Με τη μυστική της επιθυμία, καλά κρυμμένη στην ψυχή της, η ζωή της κύλαγε ήρεμα. Συχνά πολιορκούνταν απο το άλλο φύλο, επειδή κατά γενική ομολογία ήταν όμορφη, περισσότερο από τον μέσο όρο κι επειδή οι γονείς της ήσαν ευκατάστατοι, δέλεαρ μεγάλο και για τον πιότερο ανιδιοτελή υποψήφιο. Κανείς ωστόσο δεν είχε καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη της καρδιάς της. Μολονότι δεν ήταν καχύποπτη, ήταν πολύ εύκολο για εκείνη να αντιληφτεί πως ο αληθινός έρωτας δεν είχε χτυπήσει ακόμη την πόρτα  της. Στις εξομολογήσεις των κοριτσιών που συχνά προέβαιναν οι φιλενάδες της μεταξύ τους, δεν περιέχονταν η δική της ομολογία για τον έρωτα. Οι λίγες της σχέσεις με αγόρια της γενιάς της, δεν είχαν διάρκεια και έσβηναν από έλλειψη επικοινωνίας, τουλάχιστον πνευματικής. Τα αδέλφια των δυο καλών της φιλενάδων ήταν οι σταθερότεροι συνομιλητές της, χωρίς ερωτισμό και ιδιαίτερη επαφή. 
Έτσι, η αφοσίωσή της στο πανεπιστήμιο και στην ιατρική σχολή, απορροφούσε τον μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της. Η μουσική ήταν το αγαπημένο της χόμπι. Άκουγε ακατάπαυστα μουσική, ακόμη κι όταν μελετούσε και ήταν και η ίδια ερασιτέχνης μουσικός. Είχε σπουδάσει πιάνο, στα μαθητικά της χρόνια στο ωδείο. Αργότερα έμαθε μονάχη της κιθάρα, που την προτιμούσε περισσότερο από το πιάνο. Τις ώρες της μοναξιάς της έπαιρνε την κιθάρα της και γρατζούνιζε όμορφες μπαλάντες, τραγουδώντας της ψυχής της τα μυστικά. Μερικές φορές έπαιζε και για την παρέα της, ιδιαίτερα όταν πέρναγαν κάποια Σαββατοκύριακα στο εξοχικό τους ή σε μια εκδρομή. Στο πιάνο εκτονώνονταν μονάχα όταν τα συναισθήματά της φορτίζονταν από την άγνοια της ύπαρξης των αληθινών την γονιών και από το άγχος της επιθυμίας της να βρεθούν. Τότε οι σπουδές της στην κλασική μουσική οδηγούσαν τα χέρια της αυθόρμητα κι ανεξήγητα στον Βάγκνερ...

Όταν ανταμώθηκαν τα βλέμματά τους, ανάμεσα στους καπνούς απ’ τα τσιγάρα και στον χαμηλό φωτισμό της μουσικής σκηνής, που εκείνος τραγουδούσε, ο χρόνος σταμάτησε. Τα μάτια του, κάρβουνα αναμμένα, καρφώθηκαν με περιέργεια στα δικά της και η επιμονή τους δεν την τρόμαξε. Την κοίταζε με βλέμμα ανάμικτο με την έκπληξη και την απορία, που η προσοχή του αποσπάστηκε από τον επαγγελματισμό του και που, μέσα από τόσο κόσμο, του είχε τραβήξει την προσοχή. Οι φίλες της δεν κατάλαβαν τίποτε από εκείνες τις στιγμές, όμως , ύστερα από λίγο, απόρησαν που ο τραγουδιστής πλησίασε στο τραπέζι τους, μαζί με την κιθάρα του. Ήταν ψηλός, λεπτός και πολύ μελαχρινός. Σαν τσιγγάνος μιγάς. Τα ασυνήθιστα μακριά και λεπτά του δάχτυλα χάιδευαν τις χορδές και η απαλή του φωνή τραγούδησε μακριά απ’ το μικρόφωνο, μακριά απ’ το υπόλοιπο κόσμο, λες κι ήθελε να τον ακούσει μόνο εκείνη. Το τραγούδι του μελαγχολικό, όπως και η όψη του. Τον άκουσε με προσοχή, απερίσπαστη από τις πειραχτικές γκριμάτσες των φίλων της, που ολοφάνερα είχαν αντιληφτεί την προτίμηση του τραγουδιστή για εκείνη. Δεν ήθελε να σταματήσει να τον κοιτάζει στα όμορφα, εκφραστικά του μάτια, μολονότι διάλεξε να της τραγουδά σοβαρός και ανέκφραστος, χωρίς εξεζητημένες κινήσεις επίδειξης και επιδεικτικής πρόθεσης να την εντυπωσιάσει. Στα λίγα λεπτά που της τραγούδησε, σιώπησαν όλοι σε μια κατανυκτική ατμόσφαιρα, παράξενη και παράταιρη του περιβάλλοντος. Ένιωσε την καρδιά της να χτυπά δυνατά, προσπαθώντας να κρύψει την έντονα γοητευμένη της ψυχή και το γλυκό μούδιασμα που κυρίεψε όλο το κορμί της...

Ο τσιγγάνος

Την άλλη μέρα οι φιλενάδες της δεν κρατιόνταν. Την περίμεναν με ανυπομονησία να γυρίσει απ΄ το πανεπιστήμιο, για να μάθουν και να καταλάβουν πως ένιωσε το προηγούμενο βράδυ, απ’ την αναπάντεχη και δημόσια προτίμηση, που της επέδειξε ο τραγουδιστής Κωστής Ζάικος. Δεν ήθελε να αποκαλύψει στις φίλες της πως δεν μπόρεσε να κοιμηθεί ούτε στιγμή εκείνο το βράδυ. Πως το μυαλό της δεν ξεκόλλησε απ’ τα μάτια του και την μορφή του. Πως τον σκέφτονταν συνέχεια και καθ΄ όλη την διάρκεια της μέρας της, στα εργαστήρια της Ιατρικής που παρακολουθούσε. Πως δεν την ένοιαζε που ήταν τσιγγάνος, επειδή τον έψαξε στο ίντερνετ. Δεν ήταν πολύ γνωστός, δεν ήταν μεγάλη φίρμα, όμως είχε αρχίσει να κτίζει μια εικόνα του ταλέντου του και της ποιότητάς του, σε δίσκους και συναυλίες, σε γνώριμα στέκια κουλτουριάρηδων. Ούτε τις αποκάλυψε πως είχε κατεβάσει μια φωτογραφία του στο κινητό της και την αποθήκευσε μαζί με το τραγούδι που της είχε αφιερώσει το προηγούμενο βράδυ...
Τις άφησε να φλυαρούν σχολιάζοντας το γεγονός, διαβεβαιώνοντάς τες για το αντίθετο: πως δεν την ενδιέφερε η “τυχαία κατάκτησή” της και πως θα μπορούσε να συμβεί σε κάθε μία τους. Τα κορίτσια δεν σταμάτησαν να μιλούν, ώσπου κατέληξαν να “συμφωνήσουν” μαζί της, πως μπορεί να ήταν κολακευτικό για την ίδια, να ενδιαφέρεται ανοιχτά, μπροστά σε τόσο κόσμο ένας ανερχόμενος τραγουδιστής, αλλά έπρεπε να απορριφτεί, επειδή είναι τσιγγάνος.

Τσιγγάνος. Στην αρχή δεν της ένοιαξε. Όμως ύστερα από τα πειράγματα των φιλενάδων της και την συζήτηση για εκείνο το βράδι, άρχισε ν’ αντιλαμβάνεται πως η φυλετική του καταγωγή, ήδη την εμπόδιζε. Την εμπόδιζε να εκμυστηρευτεί στις πιο στενές της φίλες, πως ένιωσε πολύ παράξενα, πως δεν είχε νιώσει για κανένα άλλον έτσι... Κι αφού δεν μπόρεσε να αποκαλυφτεί στις ανώδυνες, για την περίσταση, φίλες της, πως θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την γιαγιά της και τους γονείς της; έδιωξε ενοχλημένη τις σκέψεις απ’ το μυαλό της, καθώς ο ορθολογισμός της υπενθύμιζε πως ήταν περιττό να δημιουργεί προβλήματα, ενώ δεν έτρεχε απόλυτα τίποτε με τον τσιγγάνο που της έκλεψε την προσοχή. Τις επόμενες μέρες κλείστηκε στον εαυτό της και στο πανεπιστήμιο. Με πρόσχημα τα δύσκολα εργαστήρια της σχολής της απέφυγε τις φιλενάδες της και τη μητέρα της. Κέρδισε ελεύθερο προσωπικό χρόνο κι απομονώθηκε σχεδιάζοντας να συλλογιστεί για τα συναισθήματα που γεννήθηκαν κι εγκαταστάθηκαν στην καρδιά της από εκείνο το βράδυ. Να βρει και να εξηγήσει τον κώδικά τους καθώς και την αντοχή τους στον χρόνο. 
Η πρώτη εβδομάδα άργησε να περάσει. Η δεύτερη πέρναγε ακόμη δυσκολότερα. Βαθιά μέσα της γνώριζε καλά πως ήταν ερωτευμένη με ένα άγνωστο, που ήταν τσιγγάνος. Μέρες και νύχτες δεν έφευγε απ’ το μυαλό της. Ακόμη και την ώρα των εργαστηρίων, όπου η προσοχή της ήταν εξασφαλισμένα παραδομένη στο μάθημα. Η ανομολόγητη επιθυμία της να τον ξαναδεί μεγάλωνε σείοντας συθέμελα την ψυχή της. Κι ένα βράδυ, αργά μετά τα μεσάνυχτα πήρε την απόφαση να τον δει. Και δεν έχασε ούτε λεπτό. 
Ο μπάρμαν την κοίταζε με την ιδιότυπη περιφρόνηση των γκέι σε μια όμορφη κοπέλα. Μιλώντας της επίτηδες εμφαντικά, όπως απευθύνεται σε κάποια νοητικά καθυστερημένη, της εξήγησε πως οι παραστάσεις του Ζάικου ήταν για εκείνες τις δυο μέρες μόνο. Και πως δεν γνώριζε που θα μπορούσε να τον βρει... Και πριν φύγει απογοητευμένη από του ότι δεν τον βρήκε και από τη γκάφα της να μη σκεφτεί πως το μπαράκι δεν ήταν σταθερή σκηνή εμφανίσεων, ο γκέι μπάρμαν την αιφνιδίασε:
-- κι εκείνος έψαχνε για ένα κορίτσι, που νομίζει ότι είναι τακτική εδώ και δεν ήξερε ούτε τ’ όνομά της... Κουτσοί - στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα...


Τα ίδια μάτια


Πανηγύρισε σιωπηλή, μέσα της, όταν βρήκε τον χρόνο και τον τόπο της νέας του εμφάνισης, στις εκδηλώσεις ενός περιφερειακού δήμου. Γνώριζε καλά πως η επιθυμία της θα μπορούσε να γίνει εύκολα πραγματικότητα. Κι αν κι εκείνος την έψαχνε επίσης, που συμπέραινε ότι ήταν πολύ πιθανό, εάν τα λεγόμενα του μπάρμαν ήταν αληθινά, τότε έμενε η πρωτοβουλία στα χέρια της. Όμως τελικά δεν πήγε. Πάλεψε πολύ μέσα της, για να πνίξει την σφοδρή επιθυμία, να τον δει. Οι ανεξήγητοι δισταγμοί της, ξεπερνούσαν την επιθυμία της. Η ιστορία της ζωής της συμπεριλάμβανε κακούς γύφτους, που της είχαν στερήσει την πραγματική της οικογένεια, τους αληθινούς της γονείς, τα πιθανά αδέλφια της. Οι αφηγήσεις της γιαγιάς της γέμιζαν με θυμό και αγανάκτηση, κάθε φορά που της ιστορούσε την υιοθεσία της και αναφέρονταν στους “γιούφτους”, όπως τους αποκαλούσε. Ένιωθε παγιδευμένη ανάμεσα στην επιθυμία του ανεκπλήρωτου έρωτα και την μυθολογία της μικρής της κοινωνίας για τους γύφτους. 
Έτσι πέρασε ο καιρός. Μήνες αρκετοί συνετέλεσαν να φθαρεί η επιθυμία της, να υποχωρήσει και να κοντεύει να σβήσει. Κάποιες φορές, τον έβλεπε στα όνειρά της να της τραγουδά και κάποιες άλλες έπιανε τον εαυτό της να σκέφτεται εκείνη την βραδιά που τον πρωτοείδε. Όχι συχνά, όπως τον πρώτο καιρό, αλλά την “βόλευε”, ήθελε να τον σκέφτεται πότε - πότε. Γι΄ αυτό δεν έσβησε τη φωτογραφία του από το κινητό της ούτε αφαίρεσε το τραγούδι του. Άλλωστε κάθε φορά που στην παρέα της εμφανίζονταν κάποιος νεοφερμένος άντρας, που εκδήλωνε το ενδιαφέρον του για εκείνη, αναπόφευκτα τον σύγκρινε με τον τσιγγάνο τραγουδιστή, που η προσέγγισή του εκείνη την βραδιά παρέμενε αξεπέραστη.
Στις αρχές του καλοκαιριού πήγε, μαζί με την παρέα της στις Σπέτσες για ένα τριήμερο διακοπών. Οι φιλενάδες της επέμεναν να παρατήσει το διάβασμα και την απομόνωσή της. Παραπονιόντουσαν πως τις παραμελούσε, σχεδόν τις απέφευγε και αυτό ήταν ισχυρό επιχείρημα να τις ακολουθήσει. Στις Σπέτσες δεν μπορείς να πλήξεις. Στην εξοχική κατοικία μιας εκ των φιλενάδων της σύντομα βρέθηκαν με παλιές παρέες από την περιοχή. Αγόρια και κορίτσια σχημάτισαν γρήγορα ένα ζωηρό λεφούσι νεολαίας, που γύρευε να ξεφύγει από την θλιβερή πραγματικότητα της Μεγάλης Κρίσης. Η ζεστή θάλασσα, ο λαμπρός ήλιος, η φιλόξενη παραλία έγιναν το εύκολο διέξοδο. Σκόρπισαν όλη τους την ζωντάνια στη φύση, γέμισε το νησί της Μπουμπουλίνας χαρά και ενέργεια που συνεχίστηκε και όλη την νύχτα. Ανέμελα ξεκίνησε κι η δεύτερη μέρα. Ξύπνησαν αργά το μεσημέρι και κατέφυγαν στη θάλασσα να δροσιστούν. Φύγαν τα αγόρια να παίξουν ποδόσφαιρο και μείναν τα κορίτσια, αραγμένες γοργόνες στην αμμουδιά να φτιάχνουν το χρώμα της ευδαιμονίας στον ήλιο. Άκουγε τις φιλενάδες της, ξαπλωμένη δίπλα στο κύμα, να τιτιβίζουν ασταμάτητα για τα αγόρια τους, για τα νέα τους ρούχα, για τα χτενίσματα και τη μόδα του καλοκαιριού, για κάθε τι που γεμίζει τις καρδιές των κοριτσιών, όταν συνιστούν γυναικοπαρέα. Την συντροφιά τους διέκοψε η αναπάντεχη επιστροφή ενός εκ των αγοριών, που είχαν πάει σ’ ένα γηπεδάκι παραδίπλα να παίξουν μπάλα. Εμφανώς στεναχωρεμένος έψαχνε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του, για να μεταφέρει στο κέντρο υγείας του νησιού, κάποιον εκ των παιδιών που είχε τραυματιστεί, μάλλον σοβαρά. Τα κορίτσια ανησύχησαν και γύρεψαν να μάθουν ποιος ήταν και τι έπαθε. Ευτυχώς δεν ήταν δικός τους, της παρέας τους. Ήταν ένας ξένος, ίσως αλλοδαπός, όμως μίλαγε άπταιστα τα ελληνικά. Είχε χτυπήσει πολύ άσχημα στον αστράγαλό του, μπορεί και να τον έσπασε, δήλωσε ο καλός Σαμαρείτης, που βιάζονταν να  επιστρέψει στο γήπεδο. Τότε θυμήθηκε πως η Αντιγόνη σπούδαζε ιατρική και θα ήταν χρήσιμη να τον δει, να του δέσει ίσως το πόδι, προκειμένου να μεταφερθεί στο κέντρο νοσοκομείο. Αβέβαιη για την χρησιμότητά της τον ακολούθησε δισταχτικά. Κι άλλες φορές είχε χρειαστεί να δώσει τις πρώτες βοήθειες, αλλά δεν είχε αποκτήσει την εμπειρία να διαχειριστεί εύκολα, τις λιγοστές γνώσεις που είχε αποκτήσει σαν νέα φοιτήτρια. Πλησιάζοντας στον τραυματία, που ήταν περιτριγυρισμένος από τα αγόρια και καθισμένος σε μια πλαστική παλιοκαρέκλα, της έκανε εντύπωση πόσο μελαχρινός και ηλιοκαμένος ήταν, αντίθετα με τους παριστάμενους ασπρουλιάρηδες. Έπιασε κι ανασήκωσε με προσοχή το χτυπημένο πόδι του. Ήταν μελανιασμένο και φουσκωμένο σαν ασκί, πρησμένο τόσο πολύ, που πρώτη φορά έβλεπε στη ζωή της. Κάποιος της έδωσε ένα ελαστικό επίδεσμο κι ανασήκωσε το βλέμμα της και τον ρώτησε αν μπορεί να το πατήσει. Τα μάτια του, κάρβουνα αναμμένα, την κοίταζαν ερευνητικά. Ήταν τα μάτια που δεν μπορούσε να ξεχάσει. Τα ίδια μάτια! Τα μάτια του...


Ο τέλειος έρωτας

Ο χιλιοτραγουδισμένος έρωτας είναι αδυσώπητος. Σε λαβώνει; χάθηκες! Διώχνεις  εύκολα κάθε δισταγμό και απαγόρευση, αγνοείς όλες τις συμβατικές καταστάσεις που διέπουν την ζωή σου, καταργείς καθήκοντα και υποχρεώσεις, υπερβαίνεις αβίαστα όλα τα κοινωνικά όρια κι αφοσιώνεσαι ολότελα στο άλλο φύλο που σε έθελξε. Γίνεσαι άνθρωπος επικίνδυνος για όλους τους άλλους, αφού δεν υπολογίζεις τίποτε για να μπορέσεις να χαρείς αυτή την ανεξήγητη επιταγή της φύσης να δοθείς, με όλη την δύναμη της ψυχής σου στον άλλο ή στην άλλη. Παραβλέπεις τις βασικές σου ανάγκες, χρειάζεσαι ελάχιστα πράγματα, υποχωρούν όλες οι καθημερινές μικρέ ή μεγάλες επιθυμίες. Όσο είσαι ερωτευμένος ή ερωτευμένη αλλάζει ο χαρακτήρας σου. Γίνεσαι διαφορετική ή διαφορετικός, οι ευαισθησίες σου οξύνονται, γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος, πιο ανεκτικός, πιο διαλλακτικός, συγχωρείς ευκολότερα, λίγα πράγματα σε πειράζουν. Γράφεις ποιήματα, ενώ δεν είσαι ποιητής, ζωγραφίζεις ενώ δεν είσαι ζωγράφος, τραγουδάς ενώ δεν είσαι τραγουδιστής και όλα τούτα συμβαίνουν μονάχα για τον άνθρωπο του πόθου σου, που ενώ για όλο τον κόσμο είναι ένας απλός τσιγγάνος, για την Αντιγόνη είναι ολόκληρος ο κόσμος!

Εκείνη τη μέρα στις Σπέτσες, μέσα σε λίγες ώρες του είχε δοθεί αδίσταχτα κι ολόψυχα. Σε μια παντοδύναμη έκρηξη πόθου και αμοιβαίας έλξης, χαθήκανε ώρες πολλές σε μια ξέφρενη πανδαισία σαρκικής αναγόμωσης, όπου το σώμα του ενός γέμισε αβίαστα απ’ το σώμα της άλλης και αντίστροφα. Εκλύθηκε μια ισορροπία δούναι και λαβείν ατέλειωτη, κατεργασμένη από ανείπωτο πόθο και απερίγραπτο πάθος. Η πνευματική τους διαύγεια συντονίστηκε και διασταυρώθηκε σχηματίζοντας ένα ενιαίο κι αδιαίρετο κόσμο, τον δικό τους κόσμο, όπου κυριαρχούσε η κοινή τους ανάγκη για αλλήλους. Σαν να αντάμωσαν, ύστερα από χίλια χρόνια, δυο χαμένες ψυχές, όπου καμιά δεν είχε λησμονήσει την άλλη, όπου η χιλιόχρονη απουσία δεν είχε σβήσει τον πόθο του ανταμώματος. Μέσα σε λίγες ώρες η πληρότητα της συμβίωσης που άρχισε εκείνο το βράδυ, άγγιξε τον υπέρτατο βαθμό και συνεχίζει και διατηρείται εκεί ψηλά, καθώς οι εβδομάδες περνούν κι ο έρωτας τους γιγαντώνεται.

Ο Κωστής ήταν παντρεμένος ήδη και είχε δυο μικρά παιδιά. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, που ζούσαν με τους γονείς του και την αδελφή του. Όμως η γυναίκα του είχε πεθάνει καθώς γεννούσε την μικρή τους κόρη. Η Αντιγόνη δεν πτοήθηκε από το γεγονός αυτό. Ούτε το θεώρησε εμπόδιο. Αντίθετα, φούντωσε μέσα της η επιθυμία, όχι μόνο να γνωρίσει και να γνωριστεί με τα παιδιά του Κωστή, αλλά να αναλάβει και την ευθύνη να τα μεγαλώσει, να γίνει σαν την μητέρα τους, να τα υπηρετήσει με όλη την την αγάπη, για να είναι ευτυχισμένος ο άνθρωπός της, ο Κωστής, ο δικός της Κωστής! Ήταν αποφασισμένη να κάνει τα πάντα για να βλέπει τον Κωστή της ευτυχισμένο και να μοιράζεται μαζί του την ευτυχία της. Ο τσιγγάνος, που πριν τον γνωρίσει καλά, ήταν εμπόδιο στις σκέψεις της, έγινε ολόκληρη η ύπαρξή της. Ο χαρακτήρας του, η συμπεριφορά του, η εντιμότητά του και η αγάπη του εκδηλώνονταν αβίαστα και αποτελούσε την εκπλήρωση όλων των ονείρων και των επιθυμιών της. Ακόμη και το χιούμορ του, που το εξέφραζε με φειδώ ήταν καίριο, στοχαστικό και περίτεχνο. Με μία κουβέντα: ήταν τέλειος!


Ο μικρός Ρομά

-- Θυμάσαι πως με πρωτοφίλησες; ρώτησε, αγκαλιάζοντας τους ώμους της, καθώς εκείνη ασχολιότανε με το κινητό της. 
-- Πως να το ξεχάσω; απάντησε, κλείνοντας με ευχαρίστηση τα μάτια της, προσπαθώντας να σχηματίσει την εικόνα εκείνης της πρώτης φοράς.
-- θα μου ‘πεις; ή δεν θυμάσαι; την ξαναρώτησε τρυφερά.
-- στο ασανσέρ του νοσοκομείου, αφού σου έβαλαν το πόδι στον γύψο...
-- Λάθος! Της απάντησε θριαμβευτικά! Το ήξερα πως θα κάνεις λάθος!
-- τι λες! Θυμάμαι πολύ καλά! Σε φίλησα μεταξύ δεύτερου και πρώτου ορόφου, μέσα στο ασανσέρ, καθώς στηριζόσουνα πάνω μου...
-- αυτό καλά το θυμάσαι, αλλά πρέπει να σου υπενθυμίσω δύο πράγματα: πρώτο, σε ρώτησα πότε με πρω-το-φί-λη-σες και δεύτερο, το έκανες πριν φτάσουμε στο νοσοκομείο των Σπετσών. Θυμάσαι; 
Γύρισε, καθυστερώντας να του απαντήσει, και τον αγκάλιασε ακουμπώντας το κεφάλι της, πάνω στο δυνατό του στήθος, προσπαθώντας να κρύψει την αβεβαιότητά της.
-- στο αμάξι του Σπύρου, θυμήθηκε ξαφνικά.
Ναι! Την επιβεβαίωσε. Με φίλησες στο πόδι μου...
-- που το είχες απλώσει πάνω στα δικά μου πόδια! 
Βάλανε τα γέλια! Επειδή μέσα σε λίγες μέρες είχαν βιώσει πόσα πολλά, διαφορετικά και καταιγιστικά τους ένωσαν, χρειάζονταν να ανακαλούν στην μνήμη τους, τα πρόσφατα μικρά και μεγάλα συμβάντα, που τακτοποιούσαν μέσα τους την εδραίωση της παρουσίας του καθενός στην ζωή του άλλου.

Άλλωστε ο Κωστής αποδείχτηκε πολύ μεθοδικός, παρατηρητικός και πρακτικός, ενεργώντας πάντα ουσιαστικά και αποτελεσματικά. Η Αντιγόνη αρχικά παραξενεύτηκε κι ακόμα εκπλήσσεται συχνά, ιδιαίτερα με την μεθοδικότητά του. Ταυτόχρονα, αυτή η κατάσταση την σιγουρεύει, την κάνει να νιώθει ασφαλής και επιπλέον την βοηθά να τον καταλάβει συντομότερα και καλύτερα. Ο Κωστής γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Γερμανία. Οι γονείς του, στην προσπάθειά τους να ξεπεράσουν τα στενά όρια της ζωής, που οι περισσότεροι Ρομά διάλεγαν να ζήσουν, εγκαταστάθηκαν σταθερά, σε μια μικρή κωμόπολη έξω απ΄ την Φρανκφούρτη. Υιοθέτησαν την ζωή και τις συνήθειες των απλών ανθρώπων, εργαζόμενοι σκληρά σε τοπικά εργοστάσια αντί να γίνουν γυρολόγοι κατά τις συνήθειες της φυλής τους. Η ζωή τους δεν ήταν εύκολη. Κάθε μέρα ήταν για όλους τους μια μικρή κατάκτηση. Οι μεγάλοι στη δουλειά και τα μικρά στους παιδικούς σταθμούς και στο σχολείο. Μόνο το χρώμα του δέρματός τους και τα χαρακτηριστικά τους φανέρωναν πως οι μελαχρινοί αυτοί άνθρωποι, ενδεχομένως να ήταν Ρομά. Γεγονός που δεν το έκρυβαν αλλά δεν το διαλαλούσαν κιόλας. Κάθε χρόνος που πέρναγε, προόδευαν και αποκτούσαν, εκτός από χρήματα, μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και σιγουριά για το μέλλον τους. Κι απ’ τα πέντε αδέρφια, μονάχα ο Κωστής είχε λοξοδρομήσει. Όχι για να ξαναγίνει κλασικός γυρολόγος τσιγγάνος, μα για να σπουδάσει μουσική, να γίνει καλλιτέχνης κι όχι εργάτης με μεροκάματο στο εργοστάσιο. Μικρό το κακό για την νοοτροπία των γονιών του, που εξαλείφθηκε όταν ο δάσκαλος της μουσικής του μικρού Κωστή, ένας σεβάσμιος και ξακουστός κιθαρίστας στην Γερμανία, τους φανέρωσε πως ο γιός τους ήταν μεγάλο μουσικό ταλέντο και η σχολή του είχε αποφασίσει να τον καταστήσει υπότροφο και οικότροφο δωρεάν, μέχρι το τέλος των σπουδών του. 

Ο δάσκαλος του Κωστή, ο κύριος Μάνφρεντ Μάν, έγινε ο δεύτερος πατέρας του Κωστή. Του προσέφερε, εκτός από εξαιρετικές σπουδές και συνθήκες διαβίωσης, την ξεχωριστή αγάπη του δάσκαλου που γίνεται μέντορας του ικανότερου μαθητή, που η ζωή τον αξίωσε να αποκτήσει. Άνοιξε την ψυχή του και μύησε τον Κωστή σε όλα τα μυστικά της κιθάρας, που έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του. Αφιέρωσε χιλιάδες ώρες φροντίδας, όντας μια πολύπλευρη και πολυποίκιλη προσωπικότητα, που επηρέασε βαθιά τον χαρακτήρα και την ψυχή του μικρού Ρομά. Διείσδυσε σε πολύ μεγάλο βάθος και έκταση στο μυαλό του Κωστή, που ακόμη κι η μάνα του με τον πατέρα του αντιλαμβάνονταν πως ο γιός τους έχανε όλα τα ψυχικά κι εθιμικά χαρακτηριστικά των Ρομά και γίνονταν πολίτης του κόσμου, με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά και νοοτροπία. Και κάθε φορά, έστω σπανιότερα όσο περνούσαν τα χρόνια, αντάμωναν με συγγενείς τους, ο Κωστής έμοιαζε να μην ανήκει ούτε στην φυλή τους κι ούτε στον κόσμο τους.



Η αντίδραση της οικογένειας


Το παγωμένο πρόσωπο της μητέρας της έμοιαζε με σιδερένια μάσκα. Τα ωραία χαρακτηριστικά της είχαν αφύσικα αλλοιωθεί. Τα ζυγωματικά της, λες κι απομακρύνθηκαν το ένα απ’ το άλλο, τεντώθηκαν σε μια ακρότητα, που ταίριαζε στη θεατρική μάσκα του Κρέοντα, όταν αλύγιστος άφηνε άταφο το άψυχο σώμα του Πολυνείκη, για να το φάνε τα όρνεα. Τα χείλη της έσφιξαν, χάσανε το αίμα τους, έγιναν γκρίζα σαν λεπτή μονωτική ταινία, σφραγίζοντας το στόμα της. Τα ερευνητικά μάτια της ακινητοποιήθηκαν κι ο χρόνος έγινε πυκνός και βαρύς, πιέζοντας αλλόκοτα την ψυχή της.
Είχε σωριαστεί στην καρέκλα του γραφείου της, άψυχη, με την παγωνιά όσης ψυχής της απέμενε να πλημμυρίζει τον χώρο. Η γιαγιά Αντιγόνη έκλαιγε σιωπηλή, θρηνούσε ανήμπορη να καταλάβει τη συμφορά που χάλασε την γαλήνη του σπιτιού τους.
Οι  λέξεις αφαιρέθηκαν απ’ το θυμικό τους, έψαχναν με δυσκολία να τις εύρουν καθώς  στερεώθηκε για τα καλά στο μυαλό τους η ανήκουστη ομολογία - εξομολόγηση της κόρης τους: ήταν έγκυος και κυοφορούσε το παιδί ενός άγνωστου τσιγγάνου τραγουδιστή, που ήδη είχε άλλα δυό παιδιά από άλλη γυναίκα, πιθανότατα γύφτισα! 
-- Είναι και μαύρος; ρώτησε με απελπισία η γιαγιά Αντιγόνη.
-- δεν είναι νέγρος, αν εννοείτε τέτοιο χρώμα, είναι όμως μελαχρινός.
Η μητέρα ανασηκώθηκε και γέλασε νευρικά, σφίγγοντας με απόγνωση το κεφάλι της. 
-- το παιδί μου τρελάθηκε, τρελάθηκε! Έχασε τα λογικά του! Πρέπει να την πάμε στον ψυχίατρο! Θεέ μου! 
-- πες μας ότι αστειεύεσαι κόρη μου, διέκοψε το κλάμα της η γιαγιά Αντιγόνη, πες μας ότι αστειεύεσαι...
-- Μητέρα, δεν αστειεύεται! Ασφαλώς και δεν αστειεύεται! Δεν βλέπεις με πόση ψυχραιμία... με πόση παρρησία... μας αιφνιδίασε και με ποιον τρόπο μας αποκάλυψε όλα αυτά τα τρομερά... τα τρομερά συμβάντα; λες κι έκανε κατόρθωμα!
-- Κι εγώ χαιρόμουν - κι μάνα σου μαζί παιδί μου - που σε βλέπαμε ερωτευμένη! Το είχαμε καταλάβει! Όλοι το είχαμε καταλάβει. σ’ ακούγαμε να τραγουδάς, να είσαι χαρούμενη όσο ποτέ άλλοτε... Και το χαιρόμασταν! Κλαψούρισε πάλι η γιαγιά Αντιγόνη.
-- που να ξέραμε, όμως, τι θα μας συνέβαινε! Που να το ξέραμε...  Χρήζει ψυχιατρικής βοήθειας, Θεέ μου βοήθησέ μας, συμπλήρωσε με δέος η καθηγήτρια της ιατρικής, που προσπαθούσε να μη χάσει εντελώς όλο τον δυναμισμό, που συντηρούσε, παραδοσιακά σχεδόν, την επαγγελματική της υπόσταση. 
Η Αντιγόνη παρέμεινε σιωπηλή εστιάζοντας το βλέμμα στης μητέρας της το αγνώριστο πρόσωπο. 
-- θα περιμένουμε και τον πατέρα σου - όπου να ‘ναι έρχεται στο σπίτι - και θα πάρουμε τις αποφάσεις μας, δήλωσε με συγκρατημένη οργή η μητέρα της, βυθίζοντας τα μάτια της, σαν πέτρινα βέλη, στο πρόσωπο της ανέκφραστης Αντιγόνης.

Ο πατέρας της Αντιγόνης προέκυψε ψυχραιμότερος των περιστάσεων. Αντίθετα με την αυτόματη και εχθρική απομάκρυνση της γυναίκας του από την κόρη τους, άνοιξε την αγκαλιά του και τη έσφιξε με πάθος. Την κράτησε σιωπηλός για αρκετή ώρα, μέχρι που η μικρή Αντιγόνη ξέσπασε σε λυτρωτικό, από την ένταση κλάμα. Της ψιθύρισε λόγια αγάπης, συμπαράστασης και αφοσίωσης, που στο άκουσμά τους η εξοργισμένη γυναίκα του, αποχώρησε από τον χώρο τους, χτυπώντας επιδεικτικά την πόρτα ξοπίσω της. 
-- θα τα φτιάξουμε όλα κοριτσάκι μου, της δήλωσε με απροσδόκητη ηρεμία και αποφασιστικότητα. -- θα τα διορθώσουμε όλα!
-- πώς θα τα διορθώσουμε γιε μου; ρώτησε απορημένη η γιαγιά.
-- θα δεις, μάνα. Όλα θα πάνε καλά, απάντησε με σιγουριά ο πατέρας και συνέχισε:
-- έχω στην κλινική μου  ένα πολύ καλό συνάδελφο, που θα μας βοηθήσει να αναστείλουμε ανώδυνα την κύηση. Πρώτα αυτό πρέπει να φροντίσουμε και προ παντός να μη το μάθει κανείς!





Η “άλλη” οικογένεια


Τον είδε καθώς το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στη σιδερένια αυλόπορτα. Ήταν μελαχρινός σαν τον πατέρα του και τα μάτια του ήταν αντίγραφα των ματιών που ερωτεύτηκε. Ο μικρός, μόλις κατάλαβε ποιοι ήταν οι επιβάτες, έτρεξε και κρύφτηκε πίσω από ‘να παρτέρι με τριανταφυλλιές. Καθώς μπήκαν στην αυλή πρόβαλε στην εξώπορτα του σπιτιού η μητέρα του Κωστή, σκουπίζοντας με αμηχανία τα χέρια της στην πολύχρωμη ποδιά της. Δίπλα, απ’ τον ισόγειο χώρο του σπιτιού ξεπρόβαλε κι ο πατέρας του. Κοντοστάθηκε σαν τους είδε κι έβγαλε, σαν με σεβασμό, το ψάθινο καπέλο του, καλωσορίζοντάς τους. Στο πλάι της ακίνητης μητέρας του εμφανίστηκε κι η μεγάλη αδελφή του Κωστή, καλωσορίζοντας τους επίσης και ταυτόχρονα με τον αγκώνα της σκούντησε τη μάνα της για να τους καλωσορίσει κι εκείνη. Την γενική αμηχανία έσπασε ο μικρός, που όρμησε γεμάτος χαρά στον πατέρα του, αφήνοντας κατά μέρος τους δισταγμούς και την κρυψώνα του.

Τους ένιωθε να την παρατηρούν με συγκρατημένη διακριτικότητα. Ήταν όμως τόσο μεγάλη η επιθυμία τους να την μάθουν, να την εξετάσουν - αν είναι δυνατό ψηλαφώντας την - που δεν μπορούσαν να κρυφτούν. Ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά. Τα δυο του Κωστή και τα τέσσερα της αδελφής του! Που δεν κρατιόνταν και ανέβαιναν κυριολεκτικά πάνω της, χαϊδεύοντας τα μπράτσα της, αγγίζοντας το πρόσωπο και τα μαλλιά της. Τα τράβαγαν οι μεγάλοι, μαλώνοντάς τα, αλλά δεν έχαναν την ευκαιρία να την αγγίξουν. Τάχα τυχαία, τάχα κατά λάθος...

-- Είσαι σαν γερμανίδα! Ήταν η πρώτη δήλωση του πατέρα του Κωστή, μόλις την είδε. 

Πράγματι, η αντίθεσή της με το χρώμα του Κωστή ήταν πολύ εντυπωσιακή. Όσο μελαχρινός ήταν εκείνος, τόσο κάτασπρη και ξανθιά ήταν εκείνη. Γεγονός που είχαν επισημάνει πολλές φορές και οι φιλενάδες της, όταν τους γνώρισε από κοντά τον Κωστή. 
Η μικρούλα κόρη του Κωστή, μολονότι τριών χρόνων, δεν άργησε να ψυχανεμιστεί πως ο πατέρας της είχε διαλέξει κι έφερε στο σπίτι την μάνα που δεν γνώρισε. Χωρίς δισταγμό έδειξε αμέσως την προτίμησή της στην νεοφερμένη Αντιγόνη. Εκδήλωσε με περίσσια χαρά και με ποικιλία τρόπων την απροσποίητη αγάπη της. Κι όταν σιγουρεύτηκε πως τα τσαλίμια της έφεραν το αποτέλεσμα που επιθυμούσε και ένιωσε βαθιά μέσα στην ψυχούλα της τον κώδικα της ανταπόκρισης από την καρδιά της Αντιγόνης, έκατσε φρόνιμη δίπλα της, όπως ένα παιδάκι που νιώθει ασφάλεια στην παρουσία της μητέρας του και του πατέρα του. Αντίθετα ο πεντάχρονος γιος του Κωστή άργησε να καταλάβει τον λόγο της παρουσίας της εξωτικής, για τα δεδομένα του, επισκέπτριας που δεν έμοιαζε με καμιά άλλη γυναίκα ή κοπέλα του περιβάλλοντός του. Αρχικά κόλλησε πάνω στον πατέρα του, με τον τρόπο που το αντράκι γοητεύεται να παρίσταται στον μεγάλο του ήρωα - πατέρα και μόλις άρχισε να υποψιάζεται πως ο πατέρας του και η εξωτική κατάξανθη κοπέλα είναι παραπάνω απο γνωστοί, έμεινε αποσβολωμένος, μη αποφασίζοντας πως πρέπει να φερθεί.

-- Είσαι πολύ ψηλή! της δήλωσε με θαυμασμό η αδελφή του Κωστή, που δεν έκρυψε καθόλου τον ενθουσιασμό της για την επιλογή του αδελφού της. Οι υπόλοιποι, ακούγοντας την διαπίστωσή της, κούνησαν επιδοκιμαστικά, όλοι μαζί και ταυτόχρονα τα κεφάλια τους. Ρωτώντας και σχολιάζοντας το ύψος της Αντιγόνης προσπαθούσαν να μειώσουν την αμηχανία τους, ρίχνοντας κάτι σαν συνθηματικές ματιές στον Κωστή, που επιβεβαίωναν τις καλές τους εντυπώσεις από την εμφάνιση και την παρουσία της Αντιγόνης. Μονάχα ο πατέρας του Κωστή δεν προσπάθησε να κρύψει την ανησυχία του. Θεωρούσε και το δήλωσε με ελεγχόμενη μελαγχολία, πως ο γιος του αναλάμβανε μεγάλη ευθύνη και ρίσκο να φτιάξει πάλι τη ζωή του με μια καλλονή, με μια πολύ εντυπωσιακή “γκανίκα”, δηλαδή γυναίκα από μεγάλο τζάκι κι από ένα άλλο κόσμο, εντελώς διαφορετικό από τον δικό τους, που οι ίδιοι έβλεπαν μόνο στην τηλεόραση και στο σινεμά. 




Ο χρησμός της μητέρας - τσιγγάνας


Η πρώτη επαφή της Αντιγόνης με την οικογένεια των τσιγγάνων της ξεκαθάρισε πως οι παιδικοί της φόβοι, η επιρροή της γιαγιάς της εναντίον των τσιγγάνων και η προκατάληψή της για την ηθική τους ήταν τουλάχιστον υπερβολή. Οι άνθρωποι παντού είναι ίδιοι, η διαγωγή τους διαφέρει μόνο επειδή έχουν διαφορετική εκπαίδευση και διαφορετικές οικονομικές συνθήκες ζωής. Ο Κωστής, με τον μειλίχιο τρόπο του, επενέβαινε καίρια και της εξηγούσε κάθε ιδιαίτερη πτυχή της επαφής της μαζί τους. Μάντευε τις απορίες της και με δυο κουβέντες έλυνε τα ερωτηματικά της και καταργούσε τους δισταγμούς της.
-- μα πώς καταλαβαίνεις τι νιώθω εκείνη την ιδιαίτερη στιγμή, που μου γεννιέται η αμφιβολία; συνήθιζε να τον ρωτά. Για να λάβει την απάντηση:
-- είμαι ένας απλός παρατηρητής του κόσμου και μη ξεχνάς πως κι εγώ τα πέρασα αυτά, επειδή με μεγάλωσε ουσιαστικά και κυριολεκτικά ένας Γερμανός, ο δάσκαλός μου, ο κύριος Μαν... 

Το ίδιο μειλίχιος και ψύχραιμος παρέμεινε όταν η Αντιγόνη του περιέγραψε την αντίδραση της μητέρας της και του πατέρα της. Δεν του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση το σχέδιο του πατέρα της να την οδηγήσει στην κλινική του, για να της αφαιρέσει το έμβρυο που ήδη κυοφορούσε. Αντιλαμβάνονταν πως ο πατέρας της δεν επρόκειτο ποτέ να διεισδύσει στην ουσία μιας ανθρώπινης σχέσης δυο νέων ανθρώπων, που η διαφορετικότητά τους είναι φυλετική. Ο πετυχημένος επιστήμονας και λαοπρόβλητος πολιτικός είχε ήδη κατασκευάσει ένα χρυσό κουκούλι του κόσμου του, από όπου οτιδήποτε παράταιρο πετιόταν σαν άχρηστο χαρτομάντιλο. Και ήταν αυτή η ωμή διαπίστωση του Κωστή, που ερμήνευσε και διατύπωσε το ανερμήνευτο. Την ασχημάτιστη άποψη της Αντιγόνης, που μόλις άκουσε την εξήγηση του Κωστή, ξέχασε τον τρόμο της και κατάλαβε πως έπρεπε να αγωνιστεί και να πολεμήσει. Γιατί με πόλεμο και αγώνα κερδίζεις τη ζωή σου.

Η μητέρα του Κωστή δεν ήταν “θορυβώδης”, όπως οι περισσότερες τσιγγάνες που πρόλαβε να γνωρίσει η Αντιγόνη. Με έμφυτη σεμνότητα, αν όχι ντροπαλή συστολή, ήταν η πρώτη επιλογή μικρών και μεγάλων για την εξυπηρέτησή τους. Γι’ αυτό η σταθερή παρουσία της στην κουζίνα. Μαγείρευε κι έπλενε πιάτα, ποτήρια και φλιτζάνια. Απ το πρωί μέχρι το βράδυ. Τη μόνιμη ηπιότητα της έκφρασης του προσώπου της διέκοπτε μονάχα ένα συγκρατημένο χαμόγελο μεγάλης καλοσύνης. Άπλωνε τα φτερά της και κάλυπτε τα εγγόνια της, τα παιδιά της, την οικογένεια ολόκληρη. Φρόντιζε διαρκώς και αγόγγυστα να ικανοποιεί κάθε ανάγκη, χωρίς εκνευρισμό, χωρίς κούραση και χωρίς ανταλλάγματα. Δεν επέκρινε ποτέ κανένα, δεν εξέφραζε ποτέ κανένα παράπονο και πέρα από την έμφυτη καλοσύνη της κανείς δεν γνώρισε ποτέ κάποια έκφραση βαθιών συναισθημάτων από την ιδιαίτερη εκείνη γυναίκα. Ήταν απόλυτα φυσιολογικό για όλη την οικογένεια, να χαρακτηρίζεται ως η Αγία Πελαγία. Πελαγία ήταν το όνομά της και ήταν εντελώς διαφορετική από την μάνα της Αντιγόνης. Η Πελαγία λοιπόν, μόλις εξοικειώθηκε με την Αντιγόνη, προέβη σε μια, ασυνήθιστη για όλη την οικογένεια, εκδήλωση αγάπης, τρυφερότητας και αγωνίας για την Αντιγόνη. Την έπιασε απο τα δυό της χέρια, επιθεώρησε με το βλέμμα της και με δέος την πανύψηλη γκανίκα του γιου της κι έσκυψε και της φίλησε τα χέρια, με την ευλάβεια και την λατρεία που ανάβλυσαν από την κλειστή ψυχή της. Μουρμούρισε μερικά λόγια στην διάλεκτο των Ρομά κι ύστερα σκουπίζοντας τα δάκρυά της με την ποδιά, επέστρεψε στην κουζίνα. Ο Κωστής αγκάλιασε την εμβρόντητη Αντιγόνη και της εξήγησε τρυφερά, πως η μητέρα του είχε προσευχηθεί για την ευτυχία της και για την καλή υγεία του παιδιού που ερχότανε.  Όμως της απέκρυψε, για πρώτη φορά, πως η μάνα του τέλεσε ένα τσιγγάνικο χρησμό. Που μια μυστική ενόραση ή ίσως κι ένα όνειρο, δίνουν την αφορμή σε μια τσιγγάνα να χρησμοδοτήσει. Η σπάνια ενέργεια της μάνας του αποδόθηκε στην αγάπη της για τη νέα της νύφη, κρύβοντας απο την Αντιγόνη πως προέβλεψε μεγάλα προβλήματα στη μελλοντική ζωή τους, που ήταν ξένα από τους δυό και την αγάπη τους.



Σαν ξαφνικό μπουρίνι...


Η ασυνήθιστη συμπεριφορά του πατέρα της έμοιαζε σαν εκρηκτικό καλοκαιρινό μπουρίνι. Είχε προγραμματιστεί να δειπνήσουν όλοι μαζί, όλη η οικογένεια. Ο πατέρας και η μητέρα της, η γιαγιά Αντιγόνη και η ίδια η Αντιγόνη. Το πρόσχημα ήταν να ξαναβρεθούν όλοι μαζί, επειδή οι ασχολίες των γονιών είχαν συντελέσει στην “αποδιοργάνωση” της οικογένειας. Το υπονοούμενο που δεν άφησαν να φανεί, ήταν προφανές: η εμπλοκή της μονάκριβής τους κόρης με τον τσιγγάνο τραγουδιστή και η εγκυμοσύνη της οφείλονταν στο γεγονός πως την είχαν παραμελήσει. Έτσι, έσπευσαν να οργανώσουν τον έλεγχό τους στην παραστρατημένη τους κόρη και να διορθώσουν την τροπή που πήρε η ζωή της. Για τους δυό γονείς ο έρωτας που κυρίεψε το παιδί τους, δεν είχε καμία σημασία. Η διχογνωμία τους, για τον τρόπο που έπρεπε να διαλέξουν για να αντιμετωπιστεί η οικογενειακή τους κρίση, τους εμπόδιζε να αντιληφθούν το αυτονόητο: -” Έρως ανίκατε μάχαν”!
Η μητέρα υποστήριζε πως έπρεπε να ζητήσουν ψυχιατρική βοήθεια για την Αντιγόνη. Εκτιμούσε πως ο καλός της συνάδελφος και φίλος της ψυχίατρος, στον οποίο είχε ήδη εξομολογηθεί την τραγωδία της, θα βοηθούσε αποτελεσματικά. Ο πατέρας απέρριψε την πρόταση της γυναίκας του κατηγορηματικά. Η ψυχιατρική βοήθεια ήθελε χρόνο και η εγκυμοσύνη της κόρης του θα προχωρούσε πολύ. Επιπλέον δεν είχε σε καμία εκτίμηση τον φίλο της γυναίκας του, άλλωστε δεν έκρυβε πως τον αντιπαθούσε. Η παραδοσιακή παράθεση των ειρωνικών αντιρρήσεων της γυναίκας του άναψε απροσδόκητα το φυτίλι. Το δείπνο δεν πρόλαβε να ξεκινήσει όταν ο συνήθως ήπιος και επικυρίαρχος  χειρουργός εξερράγη σαν ξαφνικό μπουρίνι. 
Κατέβασε με δύναμη και οργή τα χέρια του πάνω στο τραπέζι, σείοντας πιάτα, ποτήρια και μαχαιροπήρουνα. Με βλέμμα σκοτεινό κι αγριεμένο, σαν ανακόντα έτοιμος να επιτεθεί σε όποιον τού ‘φερνε αντίρρηση, σφίγγοντας τα δόντια του για να συγκρατηθεί, κατάθεσε τη δήλωσή του προς όλες:

-- επειδή δεν αντιλαμβάνεστε την κρισιμότητα των περιστάσεων κι επειδή το κουμάντο εδώ μέσα βρίσκεται ακόμα στα χέρια μου, θα γίνει ότι θέλω εγώ!

Κάτι πήγε να ψελλίσει η συνήθως με μεγάλη αυτοπεποίθηση, τρομαγμένη πλέον γυναίκα του, όμως δεν της έδωσε ούτε ένα ψήγμα περιθωρίου. Τινάχτηκε όρθιος, παρασέρνοντας το τραπεζομάντιλο και ανατρέποντας την βενετσιάνικη καρέκλα του, ούρλιαξε:

-- σκασμός!

Ύστερα στράφηκε στην έκπληκτη μητέρα του και πρόσταξε:

-- πάρε την εγγονή σου και κλειδωθείτε στο δωμάτιό της! Να μη φάει και να μη πιει σταγόνα νερό. Αύριο το πρωί στις έξη να είναι έτοιμη για την κλινική. Θα την κανονίσω εγώ!

Η Αντιγόνη δεν αντέδρασε ούτε έκλαψε. Ούτε η πρωτοφανής βιαιότητα του θετού της πατέρα την τρόμαξε. Μόνο μια άγνωστη λύπη τύλιξε την ψυχή της. Που δεν γνώριζε να την ταξινομήσει, να τη χαρακτηρίσει για να την κατανοήσει. Στάθηκε αμίλητη μπροστά στο κλειστό παράθυρο και αφέθηκε, με το μυαλό της άδειο, να παρατηρεί τη βροχή, παρά τις εκκλήσεις της απαρηγόρητης γιαγιάς της να μιλήσει. Άδειασε κι η ψυχή της, λες και άνοιξε ένα αόρατο κέλυφος που την εμπόδιζε να ελευθερωθεί. Και μόλις άδειασε κι ελευθερώθηκε, βεβαιώθηκε πως δεν ανήκε πλέον σ’ εκείνο το σπίτι. Μάταια προσπάθησε η γιαγιά Αντιγόνη να εμποδίσει τη φυγή της. Ντύθηκε και διέσχισε το σπίτι φτάνοντας στο κεντρικό σαλόνι του σπιτιού και στην έξοδο. Ο πατέρας της ακούμπησε το πούρο του δίπλα στο ποτήρι με το ουίσκι και εμφανώς πιωμένος και αγριεμένος της ζήτησε να επιστρέψει στο δωμάτιό της. Με τα μάτια κατακόκκινα από οργή και αλκοόλ την πλησίασε απειλητικά και μόλις κατάλαβε πως η κόρη του θα έφευγε οριστικά από το σπίτι του, σήκωσε τη γροθιά του. Η Αντιγόνη έπεσε κεραυνοβολημένη, αναίσθητη στο πάτωμα...



Το όνειρο της σιωπής...


Ξύπνησε απ’ το βαθύ της ύπνο και ζαλισμένη σήκωσε το κεφάλι της να δει που βρίσκονταν. Ήταν σ’ ένα άγνωστο μικρό δωμάτιο, ξαπλωμένη σ’ ένα καναπέ. Μπροστά της ένα στρογγυλό τραπέζι της εμπόδιζε να δει ποιοί ήταν στο δωμάτιο, που ήταν μικρό και θα ‘πρεπε να βραδιάζει, μιας και δεν είχε αρκετό φως. Ανασηκώθηκε ακόμη περισσότερο και είδε τον πατέρα της να κάθεται στην άλλη πλευρά του τραπεζιού. Στ’ αριστερά του ήταν ο σωφέρ - μπράβος του και δεξιά ήταν ο Κωστής! Είχαν διακόψει την συνομιλία τους και της χαμογέλασαν σαν να την καλωσόριζαν. Το κεφάλι της ήταν βαρύ και το μυαλό της θολό. Στράφηκε στον Κωστή, με την ελπίδα να βρει τρόπο να της εξηγήσει που βρίσκονταν και τι επρόκειτο να γίνει. Εκείνος άπλωσε το χέρι του και της χάιδεψε με τρυφερότητα τον ώμο. 
-- που είμαστε; ρώτησε με βραχνιασμένη φωνή
Κανείς δεν της απάντησε. Στράφηκε και κοίταξε τον Κωστή και καθαρίζοντας το λαρύγγι της ξαναρώτησε:
-- που είμαστε; που βρισκόμαστε;
Κανείς δεν απάντησε ούτε τη δεύτερη φορά. Ανασήκωσε το κεφάλι της και τους είδε να την παρατηρούν σοβαροί και αμίλητοι. Προσπάθησε να καταλάβει αν την άκουσαν, αν μίλησε και βγάζοντας όση φωνή είχε, ξαναρώτησε:
-- που είμαστε; γιατί δεν απαντάτε;
Η προσπάθεια να ανασηκωθεί της προξένησε ένα δυνατό πόνο στα σωθικά της. Ασυναίσθητα έβαλε τα χέρια κάτω στην κοιλιά της κι ένιωσε να υγραίνονται. Τα τράβηξε με βιασύνη μπροστά στα μάτια της και είδε με φρίκη να είναι κατακόκκινα από αίμα. Στράφηκε προς το μέρος του Κωστή και τον είδε να την κοιτά ατάραχος, ανέκφραστος, σιωπηλός.
-- τι μου κάνατε; τον ρώτησε με φρίκη και παρά τους πόνους της σηκώθηκε και στάθηκε όρθια. Εκείνοι εξακολουθούσαν να την παρατηρούν ανέκφραστοι και ατάραχοι, λες και δεν έβλεπαν τα αίματα στα χέρια της, ακίνητοι σαν αγάλματα και σαν ξένοι, σαν άγνωστοι... 
Το πρόσωπο του Κωστή πήρε και σκοτείνιαζε και καθώς το λιγοστό φως την εμπόδιζε να δει τα χαρακτηριστικά του που χάνονταν, τον πλησίασε. Εκείνος τότε κατέβασε αργά το κεφάλι του, σαν να μη ήθελε να τη δει, σαν να την απέφευγε κι όταν εκείνη τον πλησίασε αρκετά, είδε με έκπληξη αίμα κατακόκκινο να ρέει απ΄ το πλάι του λαιμού του.
Άκουσε το ουρλιαχτό της να σκίζει την ατμόσφαιρα κι είδε ταυτόχρονα το αγωνιώδες πρόσωπο της μητέρας της, που με δάκρυα στα μάτια να προσπαθεί να την ηρεμήσει, με τρυφερές χειρονομίες στο πρόσωπο και στα μαλλιά της.
-- που είμαι; ρώτησε γιομάτη αγωνία
-- ησύχασε κοριτσάκι μου, κακό όνειρο ήτανε, ησύχασε άκουσε τη φωνή της μητέρας της να την παρηγορεί.
-- που είμαι; ξαναρώτησε με άψυχη φωνή.
-- στο σπίτι μας είμαστε, καρδούλα μου, ησύχασε. Εφιάλτης ήταν και πέρασε...




Το νέο σπίτι...


Στη ζωή των ανθρώπων είναι η ίδια η ζωή που κυβερνάει. Της Αντιγόνης η ζωή μέτρησε τη ζωή που κουβάλαγε στα σπλάχνα της  και της έδωσε το κουράγιο ν’ αφήσει για πάντα το σπίτι της. Μαζί με τον Κωστή εγκαταστάθηκαν πρόχειρα σ’ ένα μικρό διαμέρισμα, που τους παραχωρήθηκε από τον ιδιοκτήτη του μπαρ - σκηνής, όπου περιστασιακά έπαιζε τα τραγούδια του ο Κωστής. Το μικρό διαμέρισμα ήταν παλιό, ασυντήρητο και άβολο. Η υγρασία είχε ποτίσει τους τοίχους και η μυρωδιά του μουχλιασμένου ασβέστη ήταν διάχυτη. Μια μικρή στενή ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο χώρο, έτριζε σημαίνοντας το επικίνδυνο της χρήσης της. Τα παλιά παράταιρα έπιπλα μαρτυρούσαν πως είχαν πεταχτεί εκεί, άχρηστα από ετερόκλητες κατοικίες. Μονάχα τα σκεπάσματα, τα σεντόνια κι οι κουβέρτες δηλαδή, ήσαν φρεσκοαγορασμένα από την αδελφή του Κωστή. Η Αντιγόνη τρόμαξε. Κατάλαβε πολύ γρήγορα πως η διαβίωσή της εκεί, θα απέβαινε περισσότερο επικίνδυνη για την υγεία της και την υγεία του παιδιού που εγκυμονούσε, από το μένος του πατέρα της που επεδίωκε να “ξεριζώσει” από μέσα της το “μούλικο” του γύφτου...

Έμεινε ξάγρυπνη την πρώτη τους νύχτα εκεί, χωρίς να παραπονεθεί, χωρίς να δείξει τη δυσαρέσκειά της στον επίσης ανήσυχο Κωστή. Τρόμαξε πολύ όμως, όταν πρωί - πρωί άκουσε πολλά βαριά βήματα ν΄ ανεβαίνουν στην φθαρμένη ξύλινη σκάλα  και να χτυπούν δυνατά στην εξώπορτα.
-- ο πατέρας μου με την Αστυνομία! Είπε τρομαγμένη του Κωστή που σηκώθηκε ν’ ανοίξει.
Δεν ήταν ο πατέρας της ούτε η αστυνομία. Ήταν πέντε -έξη τσιγγάνοι, που όλοι αγκαλιάστηκαν θερμά με τον Κωστή. Άλλοι τόσοι, ίσως και περισσότεροι περίμεναν κάτω στο δρόμο, με τα φορτηγάκια τους. 

-- Αϊντέστε τώρα, είπε ένας που ήταν ο αρχηγός τους. -- Πάρε τη γιατρέσα σου και πάν’ τε στη μάνα σου! Θα είναι έτοιμο αύριο βράδυ. Κουκλί!

Πράγματι. Δυό μέρες αργότερα μπήκαν σε “άλλο” διαμέρισμα. Η ξύλινη σκάλα μοσχοβολούσε γυαλιστερή και βερνικωμένη, με τα περισσότερα σκαλοπάτια εμφανώς καινούρια. Η εξώπορτα είχε αντικατασταθεί. Ήταν ασφαλείας και κατακαίνουρια. Το εσωτερικό μοσχοβολούσε καθαριότητα και φρεσκάδα. Τα πατώματα είχαν τριφτεί και οι τοίχοι είχαν βαφτεί. Όλα τα κουφώματα είχαν αντικατασταθεί με νέα και εντελώς καινούρια. Το ίδιο και τα λιγοστά έπιπλα. Το σαλονάκι στο καθιστικό, το υπνοδωμάτιο, η κουζίνα. Μια καινούρια τηλεόραση δέσποζε στο χώρο, καθώς και το ψυγείο και η ηλεκτρική κουζίνα. Όλα καινούρια, του κουτιού! Η μεγαλύτερη έκπληξη ήταν το μπάνιο! Ο νιπτήρας και η τουαλέτα είχαν αντικατασταθεί και μια μοντέρνα ντουζιέρα με απαστράπτοντα εξοπλισμό είχε τοποθετηθεί στη θέση της παλιάς μπανιέρας, αφήνοντας χώρο ελεύθερο για ένα όμορφο έπιπλο μπάνιου με ολόσωμο καθρέφτη!
Η Αντιγόνη δεν μπορούσε να κρύψει την έντονη έκπληξή της. Το διαμέρισμα - εφιάλτης είχε μεταβληθεί σε στολίδι, μέσα σε 48 ώρες! 
-- πόσο σου κόστισε; ρώτησε με θαυμασμό τον Κωστή, γνωρίζοντας πως τα οικονομικά του δεν ήταν ανθηρά.
-- τίποτε! Ούτε σέντ! Απάντησε χαμογελώντας ο Κωστής και συνέχισε: -- είναι δώρο των φίλων μου. Της φυλής μου!
-- δώρο; δεν μπορώ να το πιστέψω, σχολίασε εντυπωσιασμένη πάντα η Αντιγόνη.
-- οι τσιγγάνοι είναι περίεργοι άνθρωποι, ξεχωριστοί. Ξέρουν να βοηθούν ο ένας τον άλλο, όταν υπάρχει  ανάγκη, δήλωσε ο Κωστής.
-- και τα έφτιαξαν όλα τόσο γρήγορα! Μέσα σε δυο μέρες; πώς έγινε αυτό;
-- εύκολα! Απάντησε ο Κωστής: -- πρώτα ξήλωσαν και πέταξαν ότι υπήρχε κι ύστερα το καθάρισαν και το έβαψαν. Έβαλαν τις πόρτες και τα παράθυρα, την κουζίνα και το μπάνιο και τέλος έφεραν τα έπιπλα και τις ηλεκτρικές συσκευές. Κάποιοι άλλοι ασχολήθηκαν με την σκάλα... Δούλευαν και τη νύχτα!
-- μα πόσοι ήταν; διέκοψε η Αντιγόνη.
-- καμιά δεκαριά. Μπορεί και περισσότεροι, απάντησε χαρούμενος ο Κωστής.
-- και δεν πήραν ούτε ένα ευρώ; απίστευτο! Κι όλα τούτα κοστίζουν πολύ παραπάνω από ένα δώρο...
-- Κι όμως! Διέκοψε ο Κωστής: -- ο καθένας τους συνεισέφερε αυτό που ήθελε. Άλλοι δούλεψαν κι άλλοι προμήθευσαν τα υλικά, τα έπιπλα, τις συσκευές. Μόλις έμαθαν πως έχω ανάγκη να φτιάξω νέο σπιτικό, έσπευσαν να με βοηθήσουν. Το ίδιο κάνω κι εγώ, σε άλλη ανάλογη περίπτωση...
-- δηλαδή εσύ τι κάνεις; τους τραγουδάς; ρώτησε περιπαικτικά η Αντιγόνη.
-- κι αυτό το κάνω, απάντησε γελώντας ο Κωστής κι έσπευσε να την αγκαλιάσει και να την καθησυχάσει, αντιλαμβανόμενος πως η πανέξυπνη Αντιγόνη υποψιαζόταν άλλα πράγματα. Που ήταν βέβαια αλήθεια:
Οι φίλοι του όλοι ήταν άνεργοι και φτωχοί. Δεν μπορούσαν να προσφέρουν τίποτε περισσότερο από την εθελοντική τους εργασία. Όλα τα υπόλοιπα, τα υλικά, τα έπιπλα, οι ηλεκτρικές συσκευές, τα είδη υγιεινής, η κουζίνα, όλα τελοσπάντων με τα οποία εξοπλίστηκε το σπιτικό τους ήταν διαλεγμένα από τις αποθήκες με τα κλοπιμαία, που διατηρούσε ο ξάδελφός του και άσπονδος φίλος του, ο Τζό ο Ρουμάνος, στον οποίο είχε καταφύγει, αναγκαστικά ο Κωστής, προκειμένου να έχει η Αντιγόνη τις ανέσεις να ζει σε περιβάλλον ανεκτό στις προτιμήσεις της.



Η αναπάντεχη αποκάλυψη 


Κάθε μέρα, πολλές φορές τη μέρα η θετή μητέρα της Αντιγόνης την καλούσε στο τηλέφωνο. Και πότε με κλάματα, πότε με ηρεμία, πότε με θυμό και απειλές και πότε με ικεσία και ταπείνωση, καλούσε την κόρη της να επιστρέψει στο σπίτι τους. Τούτη η επικοινωνία ήταν ο μοναδικός δεσμός που απέμεινε στην Αντιγόνη, με την οικογένειά της. Ξεμάκρυνε, αποτραβήχτηκε και με βαριά καρδιά προσπαθούσε να αποφύγει τις αναμνήσεις της. Η κατάθλιψη που είχε περιπέσει ο πατέρας της, εξ αιτίας της (όπως διατείνονταν η μητέρα της) δεν έγινε πιστευτή. Ούτε τα μόνιμα κλάματα της γιαγιάς Αντιγόνης την έκαμψαν. Ούτε οι εκκλήσεις των φιλενάδων της, που εμφανώς εκπορεύτηκαν από την επιρροή της μητέρας της, άλλαξαν την απόφασή της. Έριξε μαύρη πέτρα πίσω της κι απορροφήθηκε από την νέα της ζωή με τον Κωστή. Τα ενδιαφέροντά της έγιναν (εκτός από τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο) σπουδαία καθήκοντα. Είχε να φροντίσει τον αγαπημένο της Κωστή, που μέρα με τη μέρα της φανέρωνε τον σπάνια καλοσυνάτο χαρακτήρα του, την εγκυμοσύνη της, που εξελίσσονταν ομαλά και το παλιό της πάθος: να ανακαλύψει τα ίχνη της πραγματικής της οικογένειας. Η συχνή επαφή της με τους Ρομά, της έδινε νέες και πολλές ελπίδες. Μολονότι δεν είχε ομολογήσει ούτε στον Κωστή το μεγάλο μυστικό της ζωής της, παρατηρούσε προσεκτικά κάθε χαρακτήρα και κάθε προσωπικότητα του τσιγγάνικου περιβάλλοντός της, προσπαθώντας να πιαστεί από κάποια αδύναμη ανάμνηση, που ενδεχομένως ενυπήρχε κρυμμένη στην ψυχή της. Μελετούσε κάθε φωνή, κάθε κίνηση και χειρονομία, κάθε ιστορία που άκουγε από τους φίλους και την οικογένεια του Κωστή, έτοιμη να πιαστεί από κάπου, όμως μάταια. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα.

Μέχρι που κάποια μέρα χτύπησε η εξώπορτα του μικρού τους διαμερίσματος. Ο Κωστής έλειπε στο στούντιο ηχογραφήσεων και η Αντιγόνη διάβαζε χειρουργική για την επερχόμενη εξεταστική περίοδο. Όταν άνοιξε, στην πόρτα στέκονταν τρείς κουστουμαρισμένοι άντρες τσιγγάνοι, που δεν τους είχε ξαναδεί. Ο πιο επιβλητικός απο τους τρείς ήταν τσιγγάνικα καλοντυμένος με όλα τα σύμβολα που φανέρωναν πλούτο και εξουσία, τουλάχιστον στους άλλους δυο που τον συνόδευαν. Χοντρά δαχτυλίδια με μονόπετρα, χρυσό ρολόι και καδένα πάνω σε επιδεικτικό γιλέκο στολισμένο με εβένινο ύφασμα.

-- Γκανίκα!, πρόσταξε την έκπληκτη Αντιγόνη επισκιάζοντάς την με το ύψος του. --πού είναι ο άντρας σου;
-- δεν είναι εδώ, απάντησε, προσπαθώντας να δείξει αυτοπεποίθηση η τρομαγμένη πια Αντιγόνη. -- ποιοί είστε;
-- είναι ο Τζό! Ο βασιλιάς! Δήλωσε με στόμφο ο ένας από τους συνοδούς του.
Και πριν προλάβει η Αντιγόνη να αντιδράσει, την παραμέρισε με ένα ελαφρό σπρώξιμο και μπήκε στο διαμέρισμα.
-- Γκανίκα, μη φοβάσαι! Ήρθα να δω το σπίτι σας, να δω αν έπιασαν τόπο τα πράγματα που σας έστειλα, ξαναδήλωσε με στόμφο και έπαρση ο Τζο, τονίζοντας μία - μία τις λέξεις, ερευνώντας παράλληλα με τη ματιά του όλο το περιβάλλον του διαμερίσματος.
Η Αντιγόνη παραμέρισε σοκαρισμένη, αφήνοντας και τους τρείς να μπουν στο διαμέρισμα. Το σοκ που την περιέβαλε δεν γεννήθηκε από την εισβολή τους αλλά από την λέξη “γκανίκα” και την χροιά της βροντερής φωνής του Τζό, που μονομιάς χώθηκε βαθιά στο υποσυνείδητό της, ανασύροντας μια ανάμνηση απο το πολύ παλιό παρελθόν, που η έντασή της την βεβαίωνε πως η προσφώνησή του ήταν πολύ γνωστή!
-- Γκανίκα!, επανέλαβε σαν προσταγή ο Τζο, μου είπαν πως είσαι όμορφη. Κάναμε λάθος! Είσαι πολύ πιο όμορφη απ’ όσο περίμενα!, δήλωσε γελώντας βροντερά, κάνοντας νόημα και στους συνοδούς του που κι αυτοί ξέσπασαν σε πονηρά χαχανητά.
-- ξένη είσαι ή δικιά μας; πως σε λένε;
-- Με λένε Αντιγόνη, ψέλλισε προσπαθώντας να συνέλθει. -- ποιά πράγματα στείλατε;
-- Αχά! Αναφώνησε ευχαριστημένος ο Τζο. -- Όλα! Ότι βλέπεις είναι δικό μου! Και δεν μου λες; συνέχισε, -- ελληνίδα είσαι, έτσι;
-- όλα δικά σου; απόρησε η Αντιγόνη
-- έλα, απάντησέ του, την διέκοψε προστάζοντας ο ένας συνοδός. -- τι σε ρώτησε; Ελληνίδα είσαι ή ξένη; κι σήκωσε τα χέρια του με θεατρινίστικη αγανάκτηση, μουρμουρίζοντας με περιφρόνηση: -- γυναίκες...
-- ναι, ελληνίδα είμαι, βιάστηκε ν’ απαντήσει η Αντιγόνη
-- οι ελληνίδες είναι μελαχροινές και κοντές! Σχολίασε με κέφι ο Τζο. -- εσύ είσαι ψηλή και ξανθιά σαν Σουηδέζα. Άσπρη σαν το γάλα!
-- κι όμως! Αντέτεινε με σθένος η Αντιγόνη: -- είμαι ελληνίδα.
-- ρε σείς, στράφηκε στους συνοδούς του ο Τζό. -- ξέρετε ποιά μου θυμίζει; ρώτησε.
Οι άλλοι ανασήκωσαν ανήξεροι τους ώμους τους, περιμένοντας τη συνέχεια.
-- τη Σίντι ρε! Τη μικρή μου αδερφή! Εξήγησε ο Τζο.
-- ποιά; ρώτησε ο ένας συνοδός με απορία, που φανέρωνε πως δεν γνώριζε τίποτα για μικρή αδελφή του Τζο.
-- εκείνη τη μικρή που σας την πήρανε; πρόσθεσε με απορία ο δεύτερος συνοδός.
-- Ναι, ρε! Είπε ο Τζό και συμπλήρωσε: -- πάνε είκοσι χρόνια από τότε. Μπορεί και παραπάνω, ποιός να τη θυμάται;


Στο σπίτι του Βασιλιά....


Ο πρώτος “καυγάς” της Αντιγόνης με τον Κωστή ήταν αδέξιος. Η Αντιγόνη δεν έστερξε να θυμώσει με τον Κωστή, όταν αναγκάστηκε να της ομολογήσει πως όλα τους το νοικοκυριό ήταν κλοπιμαία είδη που “αγόρασαν” χωρίς προκαταβολή και με πολλές δόσεις από τον Τζο, τον Βασιλιά των τσιγγάνων, που μπορεί να ζούσε στην Ελλάδα, ήταν όμως καταγωγής Ρουμάνικης. Τα τσιγγάνικα σόγια είναι μεγάλα κι από ένα παρακλάδι τους ο Κωστής με τον Τζό ήταν τριτοτέταρτα ξαδέλφια, εξ αγχιστείας. Γι’ αυτό δεν τους ζήτησε προκαταβολικά χρήματα.  Ούτε ο Κωστής έστερξε να θυμώσει, όταν άκουσε την αποκάλυψη της Αντιγόνης πως ήταν υιοθετημένη και η καταγωγή της ήταν τσιγγάνικη. Άλλωστε, πριν προλάβει να συνέλθει από την μεγάλη του έκπληξη, η Αντιγόνη τον πληροφόρησε πως ο Τζό είχε χάσει τη μικρή του αδελφή και έβρισκε μεγάλη ομοιότητα της ίδιας με την “γκανίκα”. Λέξη που αναγνώρισε απο το συναισθηματικό φορτίο που της προκάλεσε η εκφώνησή της από τον Τζο. Η Αντιγόνη πίστευε, χωρίς να είναι βέβαιη, πως ίσως είναι η μικρή χαμένη αδελφή του Τζο.

--ίσως να είσαι αδελφή του, συλλογίστηκε φωναχτά ο προβληματισμένος Κωστής. Και συνέχισε:
-- ο Τζο είναι ρουμάνος στην καταγωγή και υπάρχουν πάρα πολλές τσιγγάνες απ’ τη Ρουμανία, που είναι ξανθές και άσπρες σαν εσένα...
Ο συλλογισμός του Κωστή έμοιαζε με επιβεβαίωση των υποψιών της Αντιγόνης. Τα χρόνια που προηγήθηκαν, όπου βασανιζόταν να μάθει κάτι το ελάχιστο για την καταγωγή της, συρρικνώθηκαν και ξεχάστηκαν μπροστά στην ανέλπιστη και σφοδρή προοπτική να μάθει χειροπιαστά αυτό που ποθούσε. Η ικεσία στα μάτια της φανέρωσαν τον πόθο της στον πανέξυπνο Κωστή. Που χωρίς να χρειαστεί κάποιο προφορικό αίτημα της αγαπημένης του, της υποσχέθηκε να πάνε σύντομα να γνωριστούν με τους γονείς του Τζό.
Το δεκαήμερο που χρειάστηκε για να κλειστεί το ραντεβού με την οικογένεια του Βασιλιά των Τσιγγάνων, μπορεί να οφείλονταν στο πρωτόκολλο της βασιλικής ματαιοδοξίας, που αντλεί την μεγαλοπρέπειά της από τις μικρότητες και γι’ αυτό τους ανάγκασε να περιμένουν, όμως τα νεύρα της Αντιγόνης κόντεψαν να σπάσουν. Ευτυχώς ο Κωστής έκανε μια μικρή έρευνα που επιβεβαίωνε πως η μικρή κόρη της οικογένειας είχε θεωρηθεί πως δεν ήταν αυθεντικό τέκνο του τσιγγάνου και είχε απολεσθεί η κηδεμονία της από παρέμβαση της δικαιοσύνης και της κοινωνικής πρόνοιας. Κανείς δεν είχε πιστέψει πως το ξανθόμαλλο κοριτσάκι ήταν αυθεντικό τσιγγανάκι κι έτσι η τύχη της μικρής Σίντι, που ήταν το όνομά της, εξαρτήθηκε από μια δημόσια υπηρεσία. Στο μεταξύ η τσιγγάνικη οικογένειά της έφυγε αμέσως από την Ελλάδα, επέστρεψε για ένα διάστημα στην Ρουμανία και όταν ήρθαν πάλι πίσω, είχαν διαδεχτεί τον τέως βασιλιά των τσιγγάνων που ήταν πρώτου βαθμού συγγενής τους. Γι’ αυτό τον λόγο δεν είχαν ασχοληθεί ούτε είχαν διεκδικήσει την μικρή Σίντι. Άραγε η Αντιγόνη βάσταγε από βασιλικό αίμα; Ο Κωστής δεν διερωτήθηκε τυχαία γι’ αυτό - ούτε αστειεύτηκε. Αν η Αντιγόνη είχε συγγένεια με τη βασιλική οικογένεια των τσιγγάνων, θα ήταν πολύ δύσκολο να παντρευτούν. Επειδή ήταν “προνόμιο” του βασιλιά να διαλέξει σε ποιόν θα έδινε την κόρη του, επιλέγοντας κυρίως κάποιον πολύ ισχυρό, στους οποίους δεν συμπεριλαμβάνονταν ο Κωστής.  Εξ άλλου ο Κωστής λογίζονταν ως τσιγγάνος δεύτερης κατηγορίας, επειδή τα τραγούδια του δεν ήταν τσιγγάνικα αλλά μπαλάντες με τις οποίες διασκέδαζαν μονάχα οι λευκοί. Η αξιοπρέπεια του Κωστή καθώς και ο μεγάλος πόθος της Αντιγόνης να ξεδιαλύνει τα της καταγωγής της δεν του επέτρεψαν να της αποκαλύψει τους φόβους του. Αντίθετα, είχε την μεγαλοψυχία να την βοηθήσει ανιδιοτελώς να ικανοποιήσει τον μεγάλο της πόθο.

Ταξίδεψαν στη Θεσσαλονίκη για να ανταμώσουν τη βασιλική οικογένεια. Στον Δεντροπόταμο, μια τσιγγάνικη συνοικία της πόλης, βρέθηκαν μπροστά το σπίτι του βασιλιά. Ήταν τριώροφο και δεν διέφερε εξωτερικά απο τα άλλα σπίτια. Το εσωτερικό του ωστόσο ήταν πολύ, πάρα πολύ διαφορετικό. Ήταν πνιγμένο στο λευκό μάρμαρο με χρυσά στολίδια. Πεντακάθαρο, απαστράπτον κι επιβλητικό δήλωνε τον μεγάλο πλούτο της οικογένειας. Τους οδήγησαν στο σαλόνι. Εκεί υπήρχε ένα μεγάλο μαρμάρινο τζάκι, αναμμένο, μολονότι η μέρα ήταν πολύ ζεστή. Δίπλα στο τζάκι υπήρχε ένας μαρμάρινος θρόνος, διακοσμημένος με χρυσούς μαιάνδρους στη βάση του. Τριγύρω χρυσά κηροπήγια πάνω σε μαρμάρινα τραπέζια και πάγκους και βαριές κόκκινες μεταξωτές κουρτίνες εμπόδιζαν το φως της ημέρας να μπει μέσα. Αντίθετα ένας μεγάλος πολυέλαιος ολόχρυσος κι αυτός, δέσποζε στον χώρο.
Ο Κωστής χάζευε τριγύρω απορημένος.
-- πως σου φαίνεται; ρώτησε διακριτικά σιγά η εντυπωσιασμένη Αντιγόνη. Ο Κωστής έσκυψε στο αυτί της και της ψιθύρισε με το γνωστό του χιούμορ:
-- μου φαίνεται σαν το νεκροτομείο του πανεπιστημίου σου, που τό’ χα δει μια φορά που ήρθα να σε πάρω, μόνο που αυτό εδώ είναι πολυτελείας...



Η λύτρωση

Δεν είχαν προσχεδιάσει να συζητήσουν με τον βασιλιά το πραγματικό περιεχόμενο της επίσκεψής τους. Με πρόσχημα τις ευχαριστίες του Κωστή και της Αντιγόνης προς τον Τζό, για την βοήθειά του να εξοπλιστεί το σπίτι τους, αλλά και την πρέπουσα τιμή και τον οφειλόμενο σεβασμό στην βασιλική οικογένεια, λόγω της μακρινής συγγένειας του Κωστή, κλείστηκε το ραντεβού τους. Η Αντιγόνη και ο Κωστής, προ παντός ο Κωστής, δεν ήθελαν να αποκαλύψουνν ευθέως την ανάγκη της Αντιγόνης να βρει τις ρίζες της ούτε αυτό να συσχετιστεί με την βασιλική οικογένεια. Δεν ήταν στις προθέσεις τους να σκαλίσουν τις μνήμες της για τη στενάχωρη ιστορία της χαμένης κόρης τους ούτε να φανεί στο ελάχιστο πως θα μπορούσε ο Κωστής και η Αντιγόνη, να προσπαθήσουν να επωφεληθούν από το βασιλικό περιβάλλον και τα προνόμιά του, συνδέοντας το πρόβλημά τους με την βασιλική οικογένεια.

Ο Τζο ο βασιλιάς δεν ήταν στο σπίτι του. Ούτε οι γονείς του. Δεν είχαν ξεχάσει το ραντεβού τους με τα παιδιά, αλλά θα καθυστερούσαν για μισή ώρα. Αυτά τους πληροφόρησε με επίπλαστη επισημότητα, που είχε η φωνή του "μπάτλερ", όπως αυτοσυστήθηκε ο μουστακαλής Πασχάλης ο ρολογάς, όπως ήταν το παρατσούκλι που θυμόταν ο Κωστής για τον τύπο που τους υποδέχτηκε και τους ξεναγούσε στο βασιλικό σπίτι. Ο Πασχάλης, παλιός και συχνός επισκέπτης των ανα την επικράτεια φυλακών, είχε αδυναμία στα ρολόγια. Εξ ου και το παρατσούκλι του. Λέγονταν μυθικές ιστορίες για τις κλοπές πανάκριβων ρολογιών απο διάσημα κοσμηματοπωλεία της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης αλλά και από ανύποπτους πλούσιους ιδιώτες που είχαν πέσει θύματα του Πασχάλη. Ο οποίος είχε γεράσει πια και ποιός ξέρει πως κατάφερε να γίνει ο έμπιστος "μπάτλερ" της βασιλικής οικογένειας.
Αποφάσισαν να παραμείνουν και να περιμένουν την αργοπορημένη βασιλική οικογένεια και τον Τζο και ο Πασχάλης τους οδήγησε στο δεύτερο όροφο του σπιτιού και σε ένα άλλο σαλόνι, πολύ λιγότερο πολυτελές και μικρότερο από αυτό του τρίτου ορόφου. Ο παμπόνηρος μπάτλερ Πασχάλης δεν άργησε να θυμηθεί τον Κωστή και να πως: κατά την αναμονή τους προσφέρθηκε να τους τρατάρει τσάι. Μόλις έφερε τις κούπες με το τσάι και το πρόσφερε, πρόσεξε τα μακριά λεπτά και κιθαρίστικα δάχτυλα του Κωστή, καθώς έφερνε στα χείλη του την κούπα. Και τότε θυμήθηκε, πως ο κιθαρίστας Κωστής είχε ιδανικά λεπτά δάχτυλα (κατά τις αντιλήψεις του) για να αφαιρεί επιδέξια τα ρολόγια απ' τους καρπούς των ανυποψίαστων θυμάτων του!. Η Αντιγόνη δεν μπορούσε να πιστέψει στ' αυτιά της, μ΄ αυτά που άκουγε, απ' τον Πασχάλη και τον Κωστή, καθώς χαριεντίζονταν ενθυμούμενοι την παλιά τους γνωριμία. Τα γέλια τους και οι φωνές τους διέγειραν την περιέργεια της γιαγιάς του βασιλιά Τζο, που κατέφτασε από διπλανό δωμάτιο του ορόφου, περίεργη να δει ποιοί έκαναν τόση φασαρία. Στην παρουσία της ο Πασχάλης σοβαρεύτηκε αμέσως, έπαψε να γελά και έκανε μια αδέξια θεατρινίστικη βαθιά υπόκλιση γεμάτη σεβασμό, προς την πολύ ηλικιωμένη κυρία του. Το ίδιο έπραξε και ο Κωστής, όμως πολύ λιγότερο εμφαντικά και με αληθινό σεβασμό της φίλησε το χέρι, αναφέροντας την ταυτότητά του. Η γιαγιά θυμήθηκε αμέσως τον Κωστή αλλά την προσοχή της είχε αποσπάσει η Αντιγόνη. Με ιδιαίτερη περιέργεια κοίταζε επίμονα την Αντιγόνη, που κι αυτή είχε σηκωθεί από τον καναπέ και στέκονταν ακίνητη, όρθια. Παρέκαμψε τον Πασχάλη και τον Κωστή, σαν να μη τους υπολόγιζε, σαν η παρουσία τους να ήταν ασήμαντη για την προσοχή της, που είχε ολάκερη δοθεί, φανερά πια, στο παρουσιαστικό της Αντιγόνης.
Πλησίασε ακόμη περισσότερο, βασανίζοντας την ματιά της να επεξεργαστεί γρήγορα την όψη της Αντιγόνης που χαμογελούσε αμήχανα. Ύστερα ανασήκωσε το χέρι της, προστάζοντας μ' ένα βιαστικό νόημα τον Κωστή, να πάψει να προσπαθεί να της συστήσει την Αντιγόνη. Στάθηκε με δέος μπροστά στην πανύψηλη κοπέλα και με το ανασηκωμένο χέρι της προσπάθησε να την αγγίξει στο πρόσωπο. Τα μάτια της γιαγιάς ξαφνικά γέμισαν δάκρυα και η σπαρακτική της κραυγή κατέπληξε τον Κωστή και τον Πασχάλη αλλά και την ίδια την Αντιγόνη, που εξακολουθούσε και παρέμενε ακίνητη, όρθια, θέτοντας τον εαυτό της στη διάθεση της πολύ συγκινημένης γιαγιάς.
-- Γκα-νί-κα; τραύλισε συλλαβιστά η γιαγιά και συνέχισε: 
-- Γκανίκα μου; εσύ είσαι;
Ο Κωστής είχε μείνει άναυδος! Το ίδιο και ο Πασχάλης που δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, σε ποιόν αναφέρονταν η αφεντικίνα του.
Η Αντιγόνη όμως, ήξερε πολύ καλά τι συνέβαινε. Από τα βάθη της ύπαρξής της ανασύρθηκαν η γνώριμη φωνή αλλά και η αγάπη που ανέβλυζε μαζί με τα δάκρυα της γιαγιάς αλλά και τα δικά της. 
Έσκυψε και χώθηκε στο γέρικο στήθος που βαριανάσαινε από τα αναφυλλητά. Κι ένιωσε μονομιάς την γνωστή μυρουδιά της γιαγιάς της, που τη νανούριζε στην αγκαλιά της κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί.
-- Εγώ είμαι γιαγιακούλα! ψιθύρισε με αγάπη. -- Εγώ είμαι! Η Σίντι...



Η άρνηση της μάνας βασίλισσας


Ο βασιλιάς των τσιγγάνων, ο Τζό ο Ρουμάνος, ήταν φανερά εκνευρισμένος. Πηγαινοέρχονταν, σαν χαλασμένο εκκρεμές, στη μεγάλη μαρμάρινη αίθουσα του θρόνου, με το πρόσωπο σκοτεινιασμένο και τα μάτια του αγριεμένα. Στον θρόνο του κάθονταν σιωπηλός και προβληματισμένος ο πατέρας του και παραδίπλα του στέκονταν σιωπηλοί οι δυο μπράβοι του βασιλιά, μ’ ένα θεατρινίστικο κι επιδεικτικό σεβασμό, που πιθανώς τους γλίτωνε από ενδεχόμενο (και συχνά μανιασμένο) ξέσπασμα του βασιλιά εναντίον τους, όταν δεν εύρισκε άλλον να εκτονωθεί. 
-- Η μάνα μου τρελάθηκε! ξεφώνισε ξαφνικά, χτυπώντας με δύναμη τις παλάμες του, συνεχίζοντας το πήγαινε - έλα. Ύστερα, με μια απότομη στροφή βιάστηκε να σταθεί μπροστά στον θρόνο που κάθονταν ο πατέρας του, λέγοντάς του:
-- Εγώ, που ήμουνα μικρός όταν μας πήραν την γκανίκα, μόλις την είδα τη θυμήθηκα! κι μάνα μου που τη βύζαξε και δεν την άφηνε απ’ την αγκαλιά της...  κάνει που δεν τη θυμάται!
-- κι εγώ δυσκολεύτηκα γιέ μου, απάντησε ο πατέρας του βασιλιά: -- δεν βλέπεις που δεν μοιάζει καθόλου με τσιγγάνα;
-- Η γριά η γιαγιά είναι πιο ξύπνια! δε λαθεύει! μόλις τη μύρισε κατάλαβε ποια είναι! η μάνα μου δεν μπορεί; τι μάνα είναι αυτή; διαμαρτυρήθηκε ο βασιλιάς
-- ‘σύχασε. Σιγά - σιγά θα την θυμηθεί...

Η γειτονιά των τσιγγάνων είχε ξεσηκωθεί στο πόδι. Η γιαγιά, μόλις συνήλθε από την έκπληξη της αναγνώρισης της χαμένης εγγονής της, άνοιξε τα στήθεια της, άνοιξε και τα παράθυρα και θριαμβευτικά ανήγγειλε σε όλο τον κόσμο, την ανεύρεση της χαμένης της ψυχής. Μαζεύτηκαν στο βασιλικό σπίτι λεφούσι οι γυναίκες και τα παιδιά, με μεγάλη περιέργεια να μάθουν για την υπόθεση και να ιδούν και να γνωρίσουν την αλλόκοτη τσιγγάνα - γκανίκα, που δεν έμοιαζε με καμιά δικιά τους ούτε καν με ελληνίδα. Οι άντρες γείτονες τσιγγάνοι, μικροί και μεγάλοι, άραξαν στα σκαλοπάτια της εισόδου και την μικρής αυλής, σαν μελίσσι. Άναψαν τα τσιγάρα τους και πιάσαν αρειμάνια μεταξύ τους την κουβέντα. Το ασυνήθιστο κι αναπάντεχο θέαμά τους αρχικά προκάλεσε μεγάλη έκπληξη στον βασιλιά Τζο και στους γονείς του, καθώς έφτασαν στο σπίτι τους. Ύστερα τρόμαξαν, νομίζοντας πως η γιαγιά  μητέρα τους, είχε αποδημήσει ξαφνικά εις τον Κύριό της. Που να φανταστούν πως στο σπίτι είχε επιστρέψει, ενήλικη πλέον η μικρή χαμένη τους κόρη; 
Η μάνα του βασιλιά και βιολογική μητέρα της Αντιγόνης φουρκίστηκε βλέποντας όλο και εκείνο το απροσκάλεστο λεφούσι που λέρωνε το σπιτικό της με τις πατημασιές, τις δαχτυλιές κι τα τσιγάρα τους κι εξοργίστηκε ακόμη περισσότερο όταν την πληροφόρησαν πως πάνω την περίμενε η χαμένη της κόρη. Το αμφισβήτησε αμέσως και δεν έκρυψε την οργή της, όταν η μεγαλύτερη κουτσομπόλα γειτόνισσα της πρόλαβε να της περιγράψει πως η μικρή της χάθηκε σαν τσιγγάνα κι επέστρεψε σαν ασπρουλιάρα Γερμανίδα, απ’ εκείνες τις στεγνές που’ ναι σαν μακρόστενοι σωλήνες...
Με βλέμμα σκοτεινό και καχύποπτο αντίκρισε την πεθερά της να λιώνει από ευτυχία, αγκαλιασμένη με μια πανύψηλη ξένη. Στάθηκε στη μέση του σαλονιού μέχρι να κατασταλάξουν σιωπηλά και τα τελευταία μουρμουρητά των απροσκάλεστων (από την ίδια) γειτόνων και ρώτησε, απευθυνόμενη στην Αντιγόνη:
-- Ποια είσαι;
Η Αντιγόνη ένιωσε αμέσως την βαριά καρδιά της αδύνατης και κακοζωισμένης γυναίκας που όλοι την αντιμετώπιζαν σαν μητέρα της και μητέρα του βασιλιά και παρέμεινε σιωπηλή και ακίνητη, περιμένοντας. Τον λόγο πήρε η εμφανώς συγκινημένη γιαγιά:
-- Είναι η κόρη σου παιδί μου, το παιδί μας...  η Σίντι...
Αυταρχικά, χτυπώντας το πόδι της στο πάτωμα η μάνα  του βασιλιά, ξέσπασε:
-- Η κόρη μου χάθηκε και δεν υπάρχει! 
Επιφωνήματα έκπληξης και απορίας γέμισαν το σαλόνι, σαν βουητό ξαφνικού ανέμου που τρύπωσε απ’ τα μισάνοιχτα παράθυρα. 
Η μάνα του βασιλιά δεν άφησε περιθώριο να μιλήσει κανείς:
-- Έξω! να φύγετε όλοι έξω και να πάτε στα σπίτια σας! πρόσταξε στους τρομαγμένους τσιγγάνους, που βιαστικά και προσεκτικά άδειασαν τον χώρο. Κι όταν έφυγε κι η τελευταία τσιγγάνα, η μάνα του Βασιλιά και πιθανώς η βιολογική μητέρα της Αντιγόνης, έφυγε κι εκείνη απ’ το σαλόνι αφήνοντας σύξυλη όλη την υπόλοιπη βασιλική οικογένεια καθώς και την εμβρόντητη Αντιγόνη και τον Κωστή.





Ο πόνος...


Ο Κωστής δεν άφησε την Αντιγόνη απ’ τα μάτια του. Την έβλεπε λυπημένη να προσπαθεί να παραμείνει ομιλητική, τόσο στον πατέρα της και στη γιαγιά της, όσο και στον Τζό και στις δυό νέες αδελφές της: τη Μίνα, μια δεκαεννιάχρονη ναζιάρα τσιγγάνα και την Έλσα, μια τριαντάχρονη βαρβάτη και γεροδεμένη έμπορο παπουτσιών. Εκτός του Τζό είχε κι άλλον αδελφό: τον Ρομάν, που βρίσκονταν στο Βουκουρέστι, όπου διοικούσε την “εταιρεία”, που είχε ιδρύσει ο Τζό, ο μεγαλύτερος όλων, και που παρακλάδια της βρίσκονταν όχι μόνο τη Ρουμανία αλλά στη Βουλγαρία και στη Μολδαβία. Υπήρχε και μια ακόμη αδελφή, δίδυμη του Τζο, που ζούσε παντρεμένη στη Λυών στη Γαλλία και μάλλον είχε ξεκόψει τις επαφές της με την υπόλοιπη οικογένεια. Συνολικά ήσαν τέσσερις αδελφές και δυο αγόρια. Τα παριστάμενα αδέλφια της Αντιγόνης την υποδέχτηκαν με θέρμη και περηφάνια. Ιδιαίτερα η μικρότερη η Μίνα, που ήταν η πιο μοντέρνα και το δήλωνε ξεφεύγοντας  από τα ενδυματικά πρότυπα των υπόλοιπων κοριτσιών. Όμως αυτός που δεν μπορούσε να κρατήσει τον ενθουσιασμό του για την Αντιγόνη ήταν ο Τζο, ο βασιλιάς. Πανηγύριζε σαν μικρό παιδί, μη μπορώντας να κρύψει την ικανοποίηση και τον ενθουσιασμό του. Τριγυρνούσε συνέχεια γύρω από την Αντιγόνη, προσφέροντάς της ότι μπορούσε να κατέβει απ΄το κεφάλι του, προστάζοντας τους αυλικούς του να φέρνουν ολοένα και περισσότερα κεράσματα και δώρα. Μονάχα ο πατέρας της Αντιγόνης παρέμενε μελαγχολικός, αναφερόμενος συνέχεια στην ανεξήγητη άρνηση της γυναίκας του να αποδεχτεί την Αντιγόνη.
Ο Κωστής ανέλαβε και εξιστόρησε την υιοθεσία της Αντιγόνης, το περιβάλλον που μεγάλωσε, το κύρος των γονιών της και τέλειωσε αναφέροντας τα αποτελέσματα της μικρής έρευνας που έκανε για να διασταυρώσει από το ορφανοτροφείο, που είχε φιλοξενήσει για λίγο την Αντιγόνη, τη χρονιά και τον μήνα που την είχαν αφαιρέσει από την πραγματική της οικογένεια. Χρόνος που συνέπιπτε ακριβώς με αυτά που γνώριζε ο πατέρας του βασιλιά Τζο και ολόκληρη η οικογένεια.
Η Αντιγόνη τους αποκάλυψε πως το πρώτο σκίρτημα που της φανέρωσε πως είχε βρει κάποια άκρη για την χαμένη οικογένειά της ήταν η πρώτη της γνωριμία με τον Τζο. Η προσφώνησή του, ως γκανίκα, και η χροιά της βροντώδης φωνής του, της ξύπνησε τις πρώτες αναμνήσεις. Κι ύστερα θυμήθηκε το άρωμα, τη μυρωδιά της γιαγιάς της, που περήφανα εξακολουθούσε να μη μπορεί, να κρατήσει τα δάκρυά της. Αυθόρμητα, όλοι οι παριστάμενοι της οικογένειας της εξήγησαν πως ήταν ο Τζο και η γιαγιά που της είχαν μεγάλη αδυναμία ως πιτσιρίκα, ήταν αυτοί οι δυο που την φρόντιζαν μέρα και νύχτα και γι’ αυτό αυτούς θυμήθηκε πρώτα...
Μόλις άκουσε την εξομολόγηση της Αντιγόνης ο ασυγκράτητα ενθουσιασμένος Τζό εξήγγειλε, με κάθε επισημότητα, πως σε είκοσι μέρες θα διοργάνωνε στον Δενδροπόταμο το μεγαλύτερο γλέντι της ιστορίας της περιοχής, προς τιμή της .  Φιλοδοξούσε να παρουσιάσει την πανέμορφη αδελφή του σε όλο το βασίλειο των τσιγγάνων και γι’ αυτό το ακόμη μεγαλύτερο γλέντι θα επαναλαμβάνονταν και στο Βουκουρέστι, όπου ζούσε το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού των τσιγγάνων στα Βαλκάνια. Εκεί στο Βουκουρέστι σχεδίαζε να προσκαλέσει αντιπροσωπείες των πιο επιφανών και πλούσιων τσιγγάνων από τη Σερβία, το Μοντενέγκρο, την Κροατία, τα Σκόπια αλλά και τον βασιλιά των βασιλιάδων τσιγγάνων, τον Φέρεντς της Ουγγαρίας!
Τον ενθουσιασμό που προκάλεσε στην ομήγυρη η εξαγγελία του βασιλιά Τζο, κατάργησε μονομιάς το ξαφνικό κλάμα - ξέσπασμα της Αντιγόνης. Μέσα στην αγκαλιά του Κωστή, με αναφιλητά που δεν μπορούσε να ελέγξει και μ’ ένα παράπονο που μάτωσε τις ψυχές όλων, ζήτησε να μη γίνει τίποτε, αν προηγουμένως δεν νιώσει πρώτα την αγάπη της μητέρας της.
-- Λαχτάρησα για πολλά χρόνια την αγκαλιά της αληθινής μου μάνας. Έχω μια θετή μάνα, που πονάει μέρα και νύχτα για μένα. Και τώρα πονώ κι εγώ και για τις δυο, επειδή η αληθινή μου μάνα, δεν θέλει ούτε να με δει...






Η φοβερή τροπή των πραγμάτων


Ο κόσμος μικραίνει κάθε φορά που η ανάγκη σε κλείνει στον εαυτό σου. Όταν το αδιέξοδο φράζει τη ψυχή. Όταν ο χρόνος γίνεται σκληρός και θρυμματίζει τις ελπίδες σου. Η Αντιγόνη επέστρεψε στην Αθήνα νιώθοντας πολύ μόνη, μολονότι ο Κωστής δεν έφυγε από κοντά της. Αντιφατικά και αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα μαίνονταν στη ψυχή της. Μύθοι και πραγματικότητα, προσδοκίες και διαψεύσεις, εντυπώσεις και βεβαιότητα χάσαν την σημασία τους, γίναν πολτός με αξεδιάλυτες τις έννοιές τους. Μέσα σε λίγες βδομάδες έφυγε από το σπίτι της, δηλαδή τον πολύ προσωπικό της χώρο, αφήνοντας πίσω της μια δύσκολη μητέρα που η αγάπη της παρέμενε αναμφίβολη, μια γιαγιά που δεν έπαψε να θρηνεί την φυγή της κι ένα πατέρα που για πρώτη φορά επέδειξε ένα εχθρικό κι αλλόκοτο ρεαλισμό. Κυοφορούσε ένα παιδί, που ήταν καλοδεχούμενο μονάχα για την ίδια και τον Κωστή και ξαφνικά της δόθηκε η ευκαιρία να υλοποιηθεί η πιο δυνατή της επιθυμία. Να γνωρίσει την οικογένεια που αγνοούσε σ’ όλη της τη ζωή και τελικά να την αρνηθεί μονάχα η πραγματική της μητέρα. Μπήκε και προσπάθησε να αντιληφθεί μια κοινωνία εντελώς διαφορετική, ένα άλλο κόσμο άγνωστο και παράταιρο προς τον δικό της, με άλλες συνήθειες και τρόπο σκέψης. Που όση ανοχή κι αν διέθεσε για να κατανοήσει τις παραξενιές του, καταχώνιασε μέσα τη ψυχή της την άρνηση να τον αποδεχτεί.
Σ’ όλο το ταξίδι από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα παρέμεινε σιωπηλή, ακούγοντας τους ρυθμικούς χτύπους του τρένου πάνω στις γραμμές. Έμοιαζαν με τους χτύπους ενός αόρατου ρολογιού, που σήμαινε - με μεγάλη διάρκεια - τη συχνότητα των συναισθημάτων που ένιωσε μέσα σε λίγες εβδομάδες. Κάποιες φορές έγερνε πάνω στον ώμο του ανήσυχου Κωστή, που η απαράμιλλη διακριτικότητά του και η εγγενής ευγένειά του, τον κράταγαν σιωπηλό, επιλέγοντας να σεβαστεί τους  εμφανείς προβληματισμούς της αγαπημένης του. Το ίδιο έκανε, όταν μπήκαν στο ταξί, στον Σταθμό Λαρίσης για να πάνε στο σπίτι τους. Έγειρε πάνω στον ώμο του κι έκλεισε τα μάτια της, αφήνοντάς τον να της χαϊδεύει με τρυφερότητα τα μαλλιά. Σκέφτηκε να του ζητήσει συγγνώμη για την επιλογή της να μη μιλήσει σ΄ ολάκερο το ταξίδι και αποφάσισε να περιμένει να φτάσουν στο σπίτι τους πρώτα κι ύστερα να του ζητήσει επίσης να τη βοηθήσει να σκεφτεί καλύτερα για όλα, όσα την απασχολούσαν.
Ξαφνικά ο Κωστής ανασηκώθηκε ανήσυχος, απλώνοντας το χέρι του προς τον οδηγό, που μίλαγε στο κινητό του τηλέφωνο:

-- Πρόσεξε! το φανάρι είναι κόκκινο! φώναξε δυνατά ο Κωστής.

Ο οδηγός του ταξί δεν πρόλαβε να φρενάρει. Το αμάξι μπήκε στο σταυροδρόμι και ταυτόχρονα ακούστηκε το φοβερό χτύπημα. Ένα ημιφορτηγό καρφώθηκε στην πίσω πόρτα του ταξί, απ΄ τη πλευρά του Κωστή, που είχε προλάβει να αγκαλιάσει προστατευτικά την αγαπημένη του. Η Αντιγόνη ένιωσε το κορμί της να  συγκρούεται με σφοδρότητα πάνω στην πόρτα του ταξί και το μπράτσο της να σπάει, με αφόρητο πόνο. Το κεφάλι της δεν είχε επαφή, επειδή το μπράτσο του Κωστή είχε τυλιχτεί έγκαιρα γύρω του. Ολόκληρο το αυτοκίνητο είχε εκσφενδονιστεί από τη σφοδρότητα της σύγκρουσης και καθώς ταλαντεύτηκε προσγειωμένο πάνω στους τροχούς του, μια βροχή από σπασμένα θρύψαλα των τζαμιών τους έλουσε και τους δυο κυριολεκτικά. 
Ύστερα, έχασε τις αισθήσεις της.



Η στεγνή ψυχή


Συνήλθε από τον πόνο του σπασμένου της χεριού, καθώς κάποιος προσπαθούσε να την τραβήξει έξω από τα συντρίμμια του αυτοκινήτου. Πονώντας πολύ, δεν μπόρεσε να μιλήσει παρά να βογγήξει. Με το δεξί της χέρι έκαμε νόημα στον βοηθούντα να σταματήσει κι ύστερα ξεκούμπωσε το παλτό της, για να φανεί η εγκυμοσύνη της. 
-- Η κοπέλα είναι έγκυος! φώναξε με ένταση ο τραυματιοφορέας στο συνάδελφό του, που περίμενε με το φορείο στο πλάι του.
Έστρεψε ο κεφάλι της και είδε τον Κωστή, ακίνητο, με το κεφάλι του πεσμένο στο πλάι. Ήταν γεμάτο με αίματα, που έσταζαν από τα μαλλιά του. 
Με κόπο του ανασήκωσε το κεφάλι και το αίμα της πάγωσε καθώς είδε το θάνατο να καθρεφτίζεται στα άδεια του μισάνοιχτα μάτια.
-- Κωστή; ψέλλισε με σπασμένη φωνή. --Κωστή μου; νιώθοντας ταυτόχρονα ένα παράξενο εσωτερικό σπασμό στα σωθικά της, λες και κάτι φτερούγισε τρομαγμένο, ψάχνοντας τρόπο να ξεφύγει απ’ την κοιλιά της.

Ο πατέρας της, εμφανώς γερασμένος, σπασμένος και καταβεβλημένος, τη βρήκε πάνω στο φορείο, σ’ ένα δωμάτιο του εφημερεύοντος κρατικού νοσοκομείου, μαζί με άλλους τέσσερις τραυματίες από άλλα ατυχήματα. Δισταχτικά, την αγκάλιασε ψυχανεμιζόμενος το θρήνο της και δεν έκρυψε τα δάκρυά που γέμισαν τα άλλοτε παγερά του μάτια. Ύστερα, με κοφτές προσταγές διέταξε την άμεση διακομιδή της στην κλινική του. Στο ασθενοφόρο τους πρόλαβε κι η μητέρα της. Η αδάμαστη καθηγήτρια είχε χάσει το χρώμα της κι έτρεμε ανήμπορη να ανακτήσει την παροιμιώδη ψυχραιμία της. Οι δυο γιατροί που στη ζωή τους είχαν βιώσει αμέτρητα, ακραίου κινδύνου, ιατρικά περιστατικά, στη θέα της τραυματισμένης κόρης τους είχαν χάσει και την επαγγελματική τους ψυχραιμία. Η πολύμηνη απουσία της κόρης τους και το ξαφνικό τους σμίξιμο, εξ’ αιτίας του τροχαίου ατυχήματος και ο τραυματισμός της, τους είχαν συγκλονίσει. Κι όταν συνειδητοποίησαν πως ο Κωστής είχε σκοτωθεί, ένιωσαν αμέσως πώς το κόστος του χαμού του, ίσως απέβαινε μοιραίο για την κόρη τους.

Η Αντιγόνη χειρουργήθηκε δυο φορές μέσα σε λίγες μέρες,. Μία για το σπασμένο της χέρι και μία για το νεκρό έμβρυο που δεν είχε καταφέρει να επιζήσει. Οι μωλωπισμοί και τα κοψίματα απ’ το δυστύχημα ήσαν αμελητέα. Εκείνο που δεν μπορούσε να προσμετρηθεί ήταν ο πόνος της για τον χαμό του Κωστή. Ο κόσμος άδειασε σαν τσόφλι στρειδιού κι απόμεινε ένα πελώριο κενό, μια  μαύρη αχανής τρύπα, σαν αυτές που καταπίνουν γαλαξίες κι αστέρια. Για ολόκληρο τον κόσμο ο Κωστής ήταν ένας απλός τσιγγάνος τραγουδιστής, μα για την Αντιγόνη ο Κωστής ήταν ολόκληρος ο κόσμος.

Ο Κωστής κηδεύτηκε με συνοδεία τον θρήνο των τσιγγάνων. Μαδούσαν οι γυναίκες τα πρόσωπά τους, μπήγοντας τα νύχια τους στις σκληρές επιδερμίδες, ούρλιαζαν αλαλάζοντας υστερικά, τραβούσαν τα μαλλιά τους με μια επίδειξη θεατρική, σ’ ένα τυπικό μιας λατρείας που απόδιωχνε το θάνατο και αναζήταγε την αιώνια γαλήνη. Έσμιγαν στο θρήνο τους θεοί και δαίμονες, παλεύοντας να δαμάσουν τα δάκρυα και τις σπασμένες ψυχές των γονιών και των αδελφών του Κωστή, των παιδιών του και των μουσικών που έκλαιγαν παράμερα, έτοιμοι ν’ αρπάξουν τις κιθάρες και τα βιολιά τους για να παίξουν τον τελευταίο χορό. Ο βασιλιάς Τζό και η επιβλητική κουστωδία του παρατάχτηκαν γύρω από την Αντιγόνη και τους θετούς γονείς της, σαν φρουρά. Η Αντιγόνη παρακολουθούσε αμίλητη, ψύχραιμη. Η ψυχή της είχε στεγνώσει από κουράγιο και δάκρυα και το βλέμμα της έψαχνε ανάμεσα στους τσιγγάνους να δει τη ροζιασμένη μορφή της πραγματικής της μάνας. Ήθελε να τη δει, όχι για κάποιο σπουδαίο λόγο αλλά για τελευταία φορά. Επειδή η Αντιγόνη είχε κάνει ήδη τα σχέδιά της για το μέλλον μόλις ανέρρωνε απ’ τα σωματικά της τραύματα. Όμως η μάνα της δεν είχε έρθει...


Το τέλος


Κάποιοι άνθρωποι, πολύ λίγοι, μετρούν διαφορετικά τον κόσμο. Επειδή πρεσβεύουν αρχές και ιδέες που δεν ανταλλάσσονται ούτε υποβιβάζονται σε αυτά που οι πολλοί συνηθίζουν να δικαιολογούνται με διάφορους τρόπους, όταν αλλάξουν ιδέες κι αρχές.
Η Αντιγόνη είναι ένας από αυτούς τους ανθρώπους. Κάθε αξιακή αρχή της, που προσδιορίζει τον χαρακτήρα της και τη ζωή της δεν μπορεί να εκπέσει σε συμβιβασμό. Χωρίς φανατισμό, χωρίς εγωισμό και οίηση η Αντιγόνη δεσμεύτηκε παντοτινά στον Κωστή. Με την ίδια συνέπεια ζήτησε την αναγνώριση της βιολογικής της μητέρας κι επειδή δεν της δόθηκε, δεν μεταχειρίστηκε κανένα τρόπο για να της αλλάξει απόφαση, ώστε να ικανοποιηθεί. Παρέμεινε ασυμβίβαστη και με την επιλογή των θετών γονιών της να μη την υποστηρίξουν, όταν ερωτεύτηκε τον Κωστή και διάλεξε να ζήσει μαζί του. Κι όταν εκείνοι αναγνώρισαν το λάθος τους, έδειξε κατανόηση και τους συγχώρεσε, αποκρύπτοντας ωστόσο, πως της ήταν αδύνατο πλέον να ζήσει μαζί τους. Της ήταν αδύνατο επίσης να ζήσει με τον τσιγγάνικο τρόπο ζωής, που ούτε κι ο Κωστής δεν είχε διαλέξει. Για τον λόγο αυτό επέλεξε να μη διαταράξει την ζωή των παιδιών του Κωστή, αλλά και την ζωή της οικογένειάς του. Φύλαξε στη ψυχή της την πολύτιμη αγάπη του αδελφού της του βασιλιά Τζό, ξεκαθαρίζοντάς του, πως στα σχέδιά της δεν συμπεριλαμβάνονταν η εκμετάλλευση της “βασιλικής” της κληρονομιάς. 
Η Αντιγόνη διάλεξε να συνεχίσει μόνη. Η απώλεια του Κωστή συνοδεύτηκε και με την απώλεια όλου του κόσμου, που περιέβαλλε τη ζωή της. Αποτραβήχτηκε κι από τις φιλενάδες της, που η ζωή τους δεν ταίριαζε στις επιλογές της Αντιγόνης. Αποστασιοποιημένη, συνέχισε τη ζωή της σαν άγνωστη μεταξύ γνωστών, που γι΄ αυτήν γνώριζαν πως ήταν σαν ένα καράβι που πλέει στον ορίζοντα. Που ορατός είναι μονάχα ο καπνός του φουγάρου, που φανερώνει την ύπαρξή του και τίποτα περισσότερο. Κι αν το εντυπωσιακό της παράστημα και η απαράμιλλη ομορφιά της δημιουργούσε, σε πολύ κόσμο, την επιθυμία να την γνωρίσει εκτενέστερα και καλύτερα, η συστηματική της αποξένωση απέτρεπε κάθε απόπειρα. Έτσι συνέχισε τις σπουδές της και πήρε το πτυχίο της χωρίς πολύ κόπο.
Σήμερα η Αντιγόνη βρίσκεται κάπου στην Αφρική. Εργάζεται για την οργάνωση “Γιατροί χωρίς Σύνορα”. Πολύ σπάνια, επικοινωνεί μόνο με τη θετή της μητέρα και τον βασιλιά των τσιγγάνων, τον Τζο. Η Αντιγόνη δεν έχει τίποτα που να μπορεί να το μοιραστεί. Μονάχα την μνήμη του Κωστή, που την κρατά ζωντανή μέσα στη ψυχή της, για να μη πεθάνει κι η ίδια... 

Δεν υπάρχουν σχόλια: