Κοίταξε ψηλά κι αντίκρυσε τους προβολείς
του γηπέδου να λαμπυρίζουν...
όνειρα
να μονολογούν και να τον καλούν...
έλα!
έλα δήμιε πάρε με, που δεν μπορώ να κάνω αλλιώς
χωρίς εκείνη...
να κοντοστέκομαι σε προσευχή
και τα πόδια μου να γίνονται πέτρινα,
που κανένας σεισμός δεν μπορεί να κουνήσει...
Κοίταξέ με,
που απ' όσα γεφύρια πέρασα
γκρέμισαν,
για να μην υπάρξει καμμιά επιστροφή...
Κοίταξέ με
που τα μάτια μου ερήμωσαν,
κι όλες οι πηγές των δακρύων στέρεψαν,
απ' ολες τις θάλασσες, όλους τους ωκεανούς...
Κι αν το πηγάδι που έσκαψα ανέβλυσε γλυφό νερό,
εκεί στα σκοτεινά ανέστησα τις προσμονές
και χαράκωσα αλήθειες...
Κοίταξέ με, τα χέρια κόπηκαν,
τα γόνατα λύγισαν
κι έτσι γυρτός το ταρτάν προσκύνησα...
Κοίταξέ με
και μη σιωπάς...
τώρα που έμαθες να λες όχι,
έχεις νοιώσει το ναί σου τι εστί...