Χάθηκε σ' ένα δειλινό που βρόνταγε η καλοκαιρινή καταιγίδα. Οι άνθρωποι τρέχανε να γλιτώσουν απ' το πολύ νερό και το δυνατό αέρα. Οι δρόμοι πλημμύρισαν, γίνανε ποτάμια. Πολλά αυτοκίνητα φοβήθηκαν και σταμάτησαν για να περάσει το κακό, κι ο ουρανός σκοτείνιασε βλοσυρός και βαρύς, αβάσταχτος απ' τους τρομαγμένους εκδρομείς του τριήμερου.
Με το κράνος σφαλισμένο στο κεφάλι, με τα μάτια κόκκινα απ' το κλάμα και με τη ψυχή του φορτισμένη απ' την απουσία της πλανάριζε στο νερό. Ούτε η βροχή ούτε οι αστραπές εννοούσαν να τον σταματήσουν. Καταράχτες νερού μαστίγωναν το κορμί του, μα εκείνος σταθερός πάνω στη μηχανή, στα στιβαρά του μπράτσα δάμαζε την αγριότητα της φύσης...
-- Πού πάει αυτός ο τρελλός; ακούστηκε η απορία μιας γυναίκας, καθώς την διευκόλυνε να διασχίσει το δρόμο...
-- Πάει εκεί που ο νούς δεσμεύει τη λογική! ψυθίρισε γκαζώνοντας με το δεξί...
-- Πάει εκεί που η αίσθηση βασιλεύει, σα βασιλιάς μιας ψυχής που ακατάλυτα μάγεψε την ύπαρξή του,
όμως ποιός να καταλάβει;
Ο έρημος δρόμος ήταν δικός του. Δεν ένοιωθε ούτε το νερό ούτε τον άνεμο. Δεν άκουγε τις βροντές, δεν έβλεπε τις λάμψεις...
Επειδή είχε μονάχα στα μάτια του τη λεπτή μορφή της και στ' αυτιά του τη φωνή της, που δονούσε την ύπαρξή του κι ένα τραγούδι που ανάβλυζε άκοπα στα χείλη του:
---Αγάπη μου σε γύρεψα γιατί ήσουν ουρανός...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου