Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

Ἠ Άνέμελη Χώρα X.


Η χώρα μου ανέμελη ζούσε τη δικτατορία. Σαν εμάς, τα παιδιά, που φοβόμασταν ανήμπορα, έτσι και οι μεγάλοι κάνανε την πάπια. Κι ας μην είχαμε δημοκρατία κι ας μας έκλειναν σπίτια μας, πότε - πότε, απο τις 7 το απόγευμα. Οι μόνοι που αντιδρούσαν, οι αφανείς και άγνωστοι λαμπράκηδες - κομμουνιστές, μερικοί κεντρώοι, σαν τον Αλέξανδρο Παναγούλη και κάποιοι ξένοι υπήκοοι ήταν πάρα πολύ λίγοι! Οι περισσότεροι αντιδρούντες, εαν δεν σάπιζαν στην φυλακή, ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους, μόνιμα παρακολουθούμενοι απο τους ασφαλίτες. Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού έκανε πως δεν καταλάβαινε... Δυστυχώς! Ζούσαμε μέσα στην ανεμελιά, λες κα δεν έτρεχε κάστανο! Γι’ αυτό, οι ανίκανοι συνταγματάρχες επιβίωσαν για μια επταετία και τελικά έπεσαν θύματα  της αλαζονείας τους και των πονηρών αμερικάνων, που έκαναν παγνίδι με πιόνια  τους ίδιους τους συνταγματάρχες...
Η ζωή μας κύλαγε ήρεμα. Πουθενά, μέσα στην πλειοψηφία των ανθρώπων, δεν μπορούσε κανείς να διακρίνει την επιθυμία για περισσότερη ελευθερία. Όσο καλοδεχούμενη κι αν ήταν η απαλλαγή μας απο το δικτατορικό καθεστώς, άλλο τόσο ήταν εμφανής η αδράνεια και η ανεμελιά μας. Όλοι περιμέναμε τους “άλλους” να βγάλουν τα κάστανα απο τη φωτιά. Όσο δεν μας ενοχλούσε κανείς και οι αποδιοπομπαίοι τράγοι σάπιζαν στην φυλακή, όλα ήταν καλά! Τα θύματα της χούντας, οι συνάνθρωποί μας σαν τον Αλέκο Παναγούλη, αποτελούσαν, δυστυχώς, ένα επίπλαστο άλλοθι της συλλογικής μας συνείδησης. Κι αυτό το γεγονός, πάλι δυστυχώς, αθώωνε την ανόητη πλειοψηφία μας...
Πάρα πολλά χρόνια αργότερα, ψάχνοντας να εξηγήσω αυτή τη μάστιγα της ανεμελιάς κι επιπολαιότητας του λαού μας, κατέληξα πως ποτέ ο ελληνικός λαός και ιδιαίτερα οι κάτοικοι της Βόρειας Ελλάδος, που ελευθερώθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, δεν έζησε σε αληθινή και ποιοτική δημοκρατία. Ζήσαμε δυο Παγκόσμιους πόλεμους, έναν απαίσιο εμφύλιο, πολλές δικτατορίες και κινήματα και στα λιγοστά διαλλείματα της δημοκρατίας, η πολιτεία των κυβερνώντων ήταν μεροληπτική σε βάρος της πλειονότητας του λαού μας. Η κομματική δημοκρατία δούλευε για να ισχυροποιεί πρώτα το κόμμα και ύστερα τη χώρα. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του απλού πολίτη, πέρναγαν, πάντοτε, μέσα απο τα κομματικά γραφεία. Κι όταν η δικτατορία κατάργησε τα κόμματα, ταυτόχρονα ενίσχυσε και συνέχισε να συντηρεί το πέρασμα του απλού πολίτη, μέσα απο τις ελεγχόμενες “υπηρεσίες” της χούντας. Οπότε, ποιός ο λόγος να αγωνιστεί ο μέσος έλληνας ενάντια στους συνταγματάρχες; Για να ωφεληθούν οι εκάστοτε κομματικοί κοτσαμπάσηδες της ανάπηρης δημοκρατίας; Να αλλάξει ο Μανωλιός και να φορέσει τα ίδια ρούχα ανάποδα; Όσο η δημοκρατία δεν ικανοποιεί κανέναν, κανείς δεν καίγεται να την διακονήσει... Κι όταν η παιδεία της αληθινής δημοκρατίας είναι κουτσουρεμένη στην κοινή εκπαίδευση και συνείδηση, υπάρχει μεγάλη δυσκολία να την αντιληφθεί ο μέσος πολίτης. Η κομματική δημοκρατία σκεπάζει, ακόμη και σήμερα, την ουσία και το περιεχόμενο της αληθινής και ποιοτικής δημοκρατίας.
Στην Τέταρτη Τάξη του εξατάξιου τότε Γυμνάσιου άλλαξε για τα καλά η ζωή μου. Τα ανιαρά μαθήματα, η στρατιωτική πειθαρχία που μας επέβαλαν οι γυμνασιάρχες, το κυνήγι για το τακτικό μας κούρεμα, και η καθημερινή έπαρση και υποστολή της ελληνικής σημαίας, με το που πηγαίναμε και φεύγαμε απ’ το σχολείο, οι εθνοσωτήριοι λόγοι της 21ης Απριλίου σε κάθε εθνική γιορτή, όλα τούτα ήταν το πιο μεγάλο κομμάτι των προνομίων του να είσαι έλληνας. Βαριόμουνα του σκοτωμού, τέτοιος έλληνας που ήμουνα, αλλά ένοιωθα σταθερά μεγάλη περιφρόνηση για τους γειτονικούς Βούλγαρους, Ιταλούς, Τούρκους και Γιουγκοσλάβους. Ωποσδήποτε αυτοί όλοι θα ζούσαν ακόμη πιο ανιαρή ζωή απο τη δική μας... Δεν μας έφταναν στο νυχάκι, εμάς τους τετραπέρατους, καπάτσους, λεβέντηδες και ηρωικούς έλληνες. 
Στην εποχή εκείνη λοιπόν δεν φτάναν τα σχολικά κτίρια για τον μεγάλο αριθμό των παιδιών, που πηγαίναμε στο σχολείο. Αριθμητικά ήσαν ανεπαρκή. ‘Ετσι, το 4ο Γυμνάσιο που φοιτούσα απέκτησε ξαφνικά, παράρτημα. Κι απο τα λεμονάδικα, που ήταν η έδρα του, μας έστειλαν στα ξυλάδικα, όπου στεγάζονταν το παράρτημα. Το παράρτημα ήταν ένα διόροφο ή τριόροφο βιοτεχνικό κτίριο, (δεν θυμάμαι καλά) χωρίς αυλή. Η αυλή, όπου βγαίναμε στα διαλλείματα των μαθημάτων μας, ήταν  η, περιφραγμένη με πρόχειρα σύρματα, άθλια ταράτσα του κτιρίου. Το χειμώνα, με κρύο και αγιάζι και το καλοκαίρι με τον ήλιο να μας βαράει κατακέφαλα, η ταράστα ήταν αφιλόξενη. Θα πρέπει να είμασταν οι μοναδικοί μαθητές του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος που δεν γουστάραμε τα διαλλείματα... Στο ίδιο κτίριο, του παραρτήματος στα ξυλάδικα, φιλοξενούνταν κι ένα γυμνάσιο θηλέων. Πρωί - απόγευμα εναλλάσσονταν άρρενες και θήλεα, σε διαφορετικές βάρδιες. Οι δε γυμνασιάρχες μεριμνούσαν με επιμέλεια να μην υπάρχει περίπτωση ν’ ανταμώσουμε με τα κορίτσια.  Λες και διατρέχαμε κίνδυνο - θάνατο απ’ αυτές! 
-- Φύγετε γρήγορα! Σχολάσατε! μας παρακινούσαν όταν τελειώναμε, υποστέλλοντας τη σημαία και ψάλλοντας τον εθνικό μας ύμνο.
--  Γρήγορα στα σπίτια σας! Θα έρθει το θηλέων! μας έδιωχναν ψιλοπανικόβλητοι, με ανεξήγητο άγχος.
Το ίδιο φαίνεται θα παρακινούσαν και στα κορίτσια και έτσι θα ήταν. Επειδή, όταν καμμιά φορά τις ανταμώναμε, πηγαίνοντας ή φεύγοντας απ’ το σχολείο, κάνανε πως δεν μας βλέπανε, αποφεύγοντάς μας όπως ο διάολος το λιβάνι! Γυρίζανε το κεφάλι τους απο την άλλη μεριά και βαδίζανε, τάχα αδιάφορες - μερικές φορές στα τυφλά, κινδυνεύοντας να πέσουνε σε καμμιά λακούβα... Φαίνεται πως είχαν πειστεί πως οι άρρενες μαθητές ήταν τουλάχιστον διάβολοι...

Δεν υπάρχουν σχόλια: