Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

I have nothing...

The two longest years of suffering are passing bye...
Plenty are yet to come,
all without her...
No people, nor friends, not interested
in anything...
Does not care about anything to fix his life...
Alone in silence remembers...
Of all he had,
and nothing he is now...

Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

Ἠ Άνέμελη Χώρα X.


Η χώρα μου ανέμελη ζούσε τη δικτατορία. Σαν εμάς, τα παιδιά, που φοβόμασταν ανήμπορα, έτσι και οι μεγάλοι κάνανε την πάπια. Κι ας μην είχαμε δημοκρατία κι ας μας έκλειναν σπίτια μας, πότε - πότε, απο τις 7 το απόγευμα. Οι μόνοι που αντιδρούσαν, οι αφανείς και άγνωστοι λαμπράκηδες - κομμουνιστές, μερικοί κεντρώοι, σαν τον Αλέξανδρο Παναγούλη και κάποιοι ξένοι υπήκοοι ήταν πάρα πολύ λίγοι! Οι περισσότεροι αντιδρούντες, εαν δεν σάπιζαν στην φυλακή, ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους, μόνιμα παρακολουθούμενοι απο τους ασφαλίτες. Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού έκανε πως δεν καταλάβαινε... Δυστυχώς! Ζούσαμε μέσα στην ανεμελιά, λες κα δεν έτρεχε κάστανο! Γι’ αυτό, οι ανίκανοι συνταγματάρχες επιβίωσαν για μια επταετία και τελικά έπεσαν θύματα  της αλαζονείας τους και των πονηρών αμερικάνων, που έκαναν παγνίδι με πιόνια  τους ίδιους τους συνταγματάρχες...
Η ζωή μας κύλαγε ήρεμα. Πουθενά, μέσα στην πλειοψηφία των ανθρώπων, δεν μπορούσε κανείς να διακρίνει την επιθυμία για περισσότερη ελευθερία. Όσο καλοδεχούμενη κι αν ήταν η απαλλαγή μας απο το δικτατορικό καθεστώς, άλλο τόσο ήταν εμφανής η αδράνεια και η ανεμελιά μας. Όλοι περιμέναμε τους “άλλους” να βγάλουν τα κάστανα απο τη φωτιά. Όσο δεν μας ενοχλούσε κανείς και οι αποδιοπομπαίοι τράγοι σάπιζαν στην φυλακή, όλα ήταν καλά! Τα θύματα της χούντας, οι συνάνθρωποί μας σαν τον Αλέκο Παναγούλη, αποτελούσαν, δυστυχώς, ένα επίπλαστο άλλοθι της συλλογικής μας συνείδησης. Κι αυτό το γεγονός, πάλι δυστυχώς, αθώωνε την ανόητη πλειοψηφία μας...
Πάρα πολλά χρόνια αργότερα, ψάχνοντας να εξηγήσω αυτή τη μάστιγα της ανεμελιάς κι επιπολαιότητας του λαού μας, κατέληξα πως ποτέ ο ελληνικός λαός και ιδιαίτερα οι κάτοικοι της Βόρειας Ελλάδος, που ελευθερώθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, δεν έζησε σε αληθινή και ποιοτική δημοκρατία. Ζήσαμε δυο Παγκόσμιους πόλεμους, έναν απαίσιο εμφύλιο, πολλές δικτατορίες και κινήματα και στα λιγοστά διαλλείματα της δημοκρατίας, η πολιτεία των κυβερνώντων ήταν μεροληπτική σε βάρος της πλειονότητας του λαού μας. Η κομματική δημοκρατία δούλευε για να ισχυροποιεί πρώτα το κόμμα και ύστερα τη χώρα. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του απλού πολίτη, πέρναγαν, πάντοτε, μέσα απο τα κομματικά γραφεία. Κι όταν η δικτατορία κατάργησε τα κόμματα, ταυτόχρονα ενίσχυσε και συνέχισε να συντηρεί το πέρασμα του απλού πολίτη, μέσα απο τις ελεγχόμενες “υπηρεσίες” της χούντας. Οπότε, ποιός ο λόγος να αγωνιστεί ο μέσος έλληνας ενάντια στους συνταγματάρχες; Για να ωφεληθούν οι εκάστοτε κομματικοί κοτσαμπάσηδες της ανάπηρης δημοκρατίας; Να αλλάξει ο Μανωλιός και να φορέσει τα ίδια ρούχα ανάποδα; Όσο η δημοκρατία δεν ικανοποιεί κανέναν, κανείς δεν καίγεται να την διακονήσει... Κι όταν η παιδεία της αληθινής δημοκρατίας είναι κουτσουρεμένη στην κοινή εκπαίδευση και συνείδηση, υπάρχει μεγάλη δυσκολία να την αντιληφθεί ο μέσος πολίτης. Η κομματική δημοκρατία σκεπάζει, ακόμη και σήμερα, την ουσία και το περιεχόμενο της αληθινής και ποιοτικής δημοκρατίας.
Στην Τέταρτη Τάξη του εξατάξιου τότε Γυμνάσιου άλλαξε για τα καλά η ζωή μου. Τα ανιαρά μαθήματα, η στρατιωτική πειθαρχία που μας επέβαλαν οι γυμνασιάρχες, το κυνήγι για το τακτικό μας κούρεμα, και η καθημερινή έπαρση και υποστολή της ελληνικής σημαίας, με το που πηγαίναμε και φεύγαμε απ’ το σχολείο, οι εθνοσωτήριοι λόγοι της 21ης Απριλίου σε κάθε εθνική γιορτή, όλα τούτα ήταν το πιο μεγάλο κομμάτι των προνομίων του να είσαι έλληνας. Βαριόμουνα του σκοτωμού, τέτοιος έλληνας που ήμουνα, αλλά ένοιωθα σταθερά μεγάλη περιφρόνηση για τους γειτονικούς Βούλγαρους, Ιταλούς, Τούρκους και Γιουγκοσλάβους. Ωποσδήποτε αυτοί όλοι θα ζούσαν ακόμη πιο ανιαρή ζωή απο τη δική μας... Δεν μας έφταναν στο νυχάκι, εμάς τους τετραπέρατους, καπάτσους, λεβέντηδες και ηρωικούς έλληνες. 
Στην εποχή εκείνη λοιπόν δεν φτάναν τα σχολικά κτίρια για τον μεγάλο αριθμό των παιδιών, που πηγαίναμε στο σχολείο. Αριθμητικά ήσαν ανεπαρκή. ‘Ετσι, το 4ο Γυμνάσιο που φοιτούσα απέκτησε ξαφνικά, παράρτημα. Κι απο τα λεμονάδικα, που ήταν η έδρα του, μας έστειλαν στα ξυλάδικα, όπου στεγάζονταν το παράρτημα. Το παράρτημα ήταν ένα διόροφο ή τριόροφο βιοτεχνικό κτίριο, (δεν θυμάμαι καλά) χωρίς αυλή. Η αυλή, όπου βγαίναμε στα διαλλείματα των μαθημάτων μας, ήταν  η, περιφραγμένη με πρόχειρα σύρματα, άθλια ταράτσα του κτιρίου. Το χειμώνα, με κρύο και αγιάζι και το καλοκαίρι με τον ήλιο να μας βαράει κατακέφαλα, η ταράστα ήταν αφιλόξενη. Θα πρέπει να είμασταν οι μοναδικοί μαθητές του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος που δεν γουστάραμε τα διαλλείματα... Στο ίδιο κτίριο, του παραρτήματος στα ξυλάδικα, φιλοξενούνταν κι ένα γυμνάσιο θηλέων. Πρωί - απόγευμα εναλλάσσονταν άρρενες και θήλεα, σε διαφορετικές βάρδιες. Οι δε γυμνασιάρχες μεριμνούσαν με επιμέλεια να μην υπάρχει περίπτωση ν’ ανταμώσουμε με τα κορίτσια.  Λες και διατρέχαμε κίνδυνο - θάνατο απ’ αυτές! 
-- Φύγετε γρήγορα! Σχολάσατε! μας παρακινούσαν όταν τελειώναμε, υποστέλλοντας τη σημαία και ψάλλοντας τον εθνικό μας ύμνο.
--  Γρήγορα στα σπίτια σας! Θα έρθει το θηλέων! μας έδιωχναν ψιλοπανικόβλητοι, με ανεξήγητο άγχος.
Το ίδιο φαίνεται θα παρακινούσαν και στα κορίτσια και έτσι θα ήταν. Επειδή, όταν καμμιά φορά τις ανταμώναμε, πηγαίνοντας ή φεύγοντας απ’ το σχολείο, κάνανε πως δεν μας βλέπανε, αποφεύγοντάς μας όπως ο διάολος το λιβάνι! Γυρίζανε το κεφάλι τους απο την άλλη μεριά και βαδίζανε, τάχα αδιάφορες - μερικές φορές στα τυφλά, κινδυνεύοντας να πέσουνε σε καμμιά λακούβα... Φαίνεται πως είχαν πειστεί πως οι άρρενες μαθητές ήταν τουλάχιστον διάβολοι...

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

Αγάπη μου σε γύρεψα γιατί ήσουν ουρανός...

Χάθηκε σ' ένα δειλινό που βρόνταγε η καλοκαιρινή καταιγίδα. Οι άνθρωποι τρέχανε να γλιτώσουν απ' το πολύ νερό και το δυνατό αέρα. Οι δρόμοι πλημμύρισαν, γίνανε ποτάμια. Πολλά αυτοκίνητα φοβήθηκαν και σταμάτησαν για να περάσει το κακό, κι ο ουρανός σκοτείνιασε βλοσυρός και βαρύς, αβάσταχτος απ' τους τρομαγμένους εκδρομείς του τριήμερου.
Με το κράνος σφαλισμένο στο κεφάλι, με τα μάτια κόκκινα απ' το κλάμα και με τη ψυχή του φορτισμένη απ' την απουσία της πλανάριζε στο νερό. Ούτε η βροχή ούτε οι αστραπές εννοούσαν να τον σταματήσουν. Καταράχτες νερού μαστίγωναν το κορμί του, μα εκείνος σταθερός πάνω στη μηχανή, στα στιβαρά του μπράτσα δάμαζε την αγριότητα της φύσης...
-- Πού πάει αυτός ο τρελλός; ακούστηκε η απορία μιας γυναίκας, καθώς την διευκόλυνε να διασχίσει το δρόμο... 
-- Πάει εκεί που ο νούς δεσμεύει τη λογική! ψυθίρισε γκαζώνοντας με το δεξί...
-- Πάει εκεί που η αίσθηση βασιλεύει, σα βασιλιάς μιας ψυχής που ακατάλυτα μάγεψε την ύπαρξή του,
όμως ποιός να καταλάβει;
Ο έρημος δρόμος ήταν δικός του. Δεν ένοιωθε ούτε το νερό  ούτε τον άνεμο. Δεν άκουγε τις βροντές, δεν έβλεπε τις λάμψεις...
Επειδή είχε μονάχα στα μάτια του τη λεπτή μορφή της  και στ' αυτιά του τη φωνή της, που δονούσε την ύπαρξή του κι ένα τραγούδι που ανάβλυζε άκοπα στα χείλη του:
---Αγάπη μου σε γύρεψα γιατί ήσουν ουρανός...

Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

Πως να πετάξω στα ψηλά;

Σιδερένια μέγγενη σφίγγει τα μηνίγγια. Κενός, σαν πουκάμισο αδειανό, ξαγρυπνά τρείς μέρες τώρα. Μάτια ορθάνοιχτα, καρφωμένα στη μελαγχολία της έρημης νύχτας, ψάχνουν την αόρατη ζωή του...
Δεν μιλά, δεν μετέχει...
Μονάχα αφουγκράζεται μεθώντας,
μιαν ασυγκράτητη ταραχή, που φουσκώνει ανταριασμένη,
ύστερα απο το ξαφνικό της πέρασμα...
Είναι το αδοκίμαστο, το απο αλλού φερμένο, που αναδύθηκε μπροστά του,
κι ας μη έχει δίκιο ο λογισμός, πως γκρεμίστηκε ο κόσμος
κι εχάθη η ζωή του...

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

Αχ! ψυχή μου πανέμορφη...

Ψαχουλεύει τη ψυχή του. Που αναστατώθηκε στο ξαφνικό κι αναπάντεχο άκουσμα, πως τον γύρεψε, κοντά δυο χρόνια μετά...
Ψυχή που απόμεινε άδεια, ψυχή που ρήμαξε απο μια ανυπόφορη μοναξιά. Ψυχή - καράβι, που μόνο τον καπνό απ' τα φουγάρα του είδαν οι άνθρωποι απο μακρυά, να παλεύει στην τρικυμισμένη θάλασσα. 
Κι εκεί μακρυά στην κοίμηση του δειλινού η καρδιά του σφίχτηκε και μια παράξενη αλαφράδα έδωσε πνοή στα πεθαμένα του σωθικά.
Πλημμύρισε το άδειο δωμάτιο το άρωμά της. Ύστερα άκουσε και τη φωνή της... Δυο χρόνια μετά... Το αίμα έτρεξε γοργά στις παγωμένες του φλέβες. Κι η σπίθα που σιγόκαιγε μέσα του για εκείνη, ζωντάνεψε και θέρμανε το θυμικό του. 
Μίλησαν λίγο. Πολύ λίγο...
Μα ήταν αρκετό να τρικυμήσει η άδεια ψυχή. Να ζωντανέψει και να σαλέψει, για ν' αναγκάσει το νού να εγερθεί και να αποκαταστήσει τις χαμένες λειτουργίες του...
Είχε μπεί ως πυρπολήτρια της ανώφελης ζωής του. Την έβαλε σε τάξη. Την έκαμε όμορφη, γλυκειά και χαρούμενη...
Και τώρα ένας κόμπος πίκρας πνίγει τον λαιμό του, αφήνοντας δάκρυα ανεμπόδιστα να κατακαίνε την αφόρητη ύπαρξή του...
Οδήγησε σαν τρελλός τη μηχανή του. Όμως και πάλι έφτασε σώος στο σπίτι του...
Ούτε σήμερα δεν μπόρεσε να σκοτωθεί. Να τελειώσει και να γλυτώσει αυτή την ανώφελη ζωή, που δεν έχει κανένα μέλλον, καμμιά προοπτική χωρίς εκείνη...
Αχ! ψυχή μου πανέμορφη...

Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

Η Ἀνέμελη χώρα IX.


Η μαθητεία μου στο Γυμνάσιο ήταν ευκολότερη απο όσο με είχαν προετοιμάσει σαν υποψήφιο. Οι καθηγητές μας (έτσι λέγαν απο τότε τους δασκάλους στο γυμνάσιο - λύκειο δεν υπήρχε) ήταν τυπικοί και τυπολάτρες, επειδή δεν είχαν περιθώριο να επεκταθούν σε, εκτός της διδακτέας ύλης των μαθημάτων, άλλα θέματα. Ο φόβος της χούντας είχε παραλύσει πολύ κόσμο. Εδώ δεν μας άφηναν να ακούσουμε τραγούδια του Θεοδωράκη, θα τόλμαγε φιλόλογος π.χ. να μας μιλήσει διεξοδικότερα για τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν του Διονύση Σολωμού; Πρόβλημα ωστόσο, για τους περισσότερους, ήταν η καθαρεύουσα και τα αρχαία ελληνικά. Η πρώτη φράση που μάθαμε στα αρχαία ήταν η προσφώνιση του Σωκράτη προς τον μαθητή του Κρίτωνα, όταν ο τελευταίος τον επισκέφτηκε στο κελί που τον είχαν κλεισμένο:
  • Τι τηνικάδε αφίξαι ω Κρίτων; είχε ρωτήσει ο Σωκράτης.
Μας έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση! Ώστε έτσι ήταν τα αρχαία ελληνικά; Ακατανόητα σαν ποντιακά, αλλά χωρίς τη προφορά... Η φράση αυτή είχε γίνει σύνθημά μας, όλης της παρέας των συμμαθητών μου, για πάρα πολύ καιρό! Συμμαθήτριες δεν υπήρχαν. Όλα τα κορίτσια πήγαιναν σε ξεχωριστά σχολεία, μόνο γι αυτές. Σαν καθολικές καλόγριες, φόραγαν κάτι μπλέ ποδιές με άσπρο γιακά, πάνω απο τα ρούχα τους. Οι πιο τολμηρές ανασήκωναν την ποδιά λίγο πάνω απ’ το γόνατο κι αυτό όλοι το περνάγαμε για μίνι. Προσωπικά προτιμούσα τ’ αμαξάκια τα μίνι Κούπερ, που είχαν ξετρελλάνει όλη τη νεολαία τότε.
- Τι τηνικάδε αφίξαι ω Κρίτων; χαιρέταγα τη μάνα μου, μπαίνοντας στο σπίτι κι εκείνη αρνιότανε να μου απαντήσει...
Τα αρχαία ελληνικά και η καθαρεύουσα αποτέλεσαν, για την αφεντομουτσουνάρα μου, το πιο προκλητικό πεδίο δράσης, ύστερα απο την εγκυκλοπαίδειά μου. Πολλά θέματα και λήμματα της ακόμη κρυμμένης -στο πατάρι-  εγκυκλοπαίδειάς μου ήταν γραμμένα σε απλή (πιο πολύπλοκη απο το απλή, ειναι η αλήθεια) καθαρεύουσα και δυσκολευόμουνα πολύ να καταλάβω το περιεχόμενο. Στο γυμνάσιο μου δίνονταν η μοναδική ευκαιρία, μαθαίνοντας την καθαρεύουσα, όχι μόνο να ξαναδιαβάσω τα παρατημένα κείμενα αλλά να διευρύνω ακόμη περισσότερο τους ορίζοντές μου. Το ίδιο βέβαια ίσχυε και για τα αρχαία ελληνικά! Κι επειδή ήδη είχα γραφτεί σε φροντιστήριο για να μάθω και αγγλικά, ένοιωθα πολύγλωσσος με προοπτική... 
Απο τα υπόλοιπα μαθήματα της νέας εμπειρίας, κάπως ελκυστικά ήταν η Φυσική και η Χημεία. Τα υπόλοιπα ήταν άστα να πάνε... Ειδικά, όταν ξανάκουσα την θρησκευτικό μας να αναφέρεται, πάλι, στον Αβραάμ και τον Ισαάκ, κατάλαβα πως η ιστορία της Παλιάς Διαθήκης είχε εξαντληθεί και δεν υπήρχε άλλη παρακαταθήκη. 
Με τα λίγα κολυβογράμματα που άρχισα να μαθαίνω στην καθαρεύουσα, αποφάσισα να παρακολουθώ τις ομιλίες και τις συνεντεύξεις των συνταγματαρχών στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο. Γρήγορα αντιλήφτηκα, πως οι ελληνικούρες τους απείχαν πάρα πολύ απο το συντακτικό και την γραμματική της καθαρεύουσας, που ακούραστα προσπαθούσε να μας μυήσει η φιλόλογός μας. Οι ελληνικούρες των συνταγματαρχών εντυπωσίαζαν πάρα πολύ τη μάνα μου, που θεωρούσε τον Παπαδόπουλο πολύ μορφωμένο άνθρωπο. Ούτε που ήθελε να ακούσει τις εύλογες αντιρρήσεις μου, όταν προσπαθούσα να της εξηγήσω, πως τα ελληνικά τους δεν συμβάδιζαν με τα ελληνικά που μάθαινα στο σχολείο. Η φιλόλογός μας ήταν αυστηρή, τυπική και απόμακρη. Μια μέρα, που τη βρήκα μπόσικια και χαλαρή, της ζήτησα να μας εξηγήσει τις διαφορές στη σύνταξη και το λεξιλόγιο του πολυαξιωματούχου δικτάτορα Παπαδόπουλου, που εκτός των άλλων ήταν και Υπουργός της Παιδείας, με την καθαρεύουσα που μας μάθαινε η ίδια. Η καημένη η κυρία, που δεν θυμάμαι το όνομά της, τα ‘χασε! Συγχίστηκε, κοκκίνησε, έχασε τα λόγια της και την ψυχραιμία της, μια σηκωνότανε απο την έδρα της και μια καθότανε και πάλι ξανασηκωνότανε, όταν ακούστηκε απο πίσω, απο τα τελευταία θρανία, η στεντόρεια και βαρειά απ’ το τσιγάρο, φωνή του πιο μαγκιόρου συμμαθητή μας:
  • Τι τηνικάδε αφίξαι ω Κρίτων;
Ο πανζουρλισμός που ακολούθησε με ανάγκασε να σκεφτώ την μητέρα μου, που θα ‘πρεπε να είναι παρούσα, για να γίνει μάρτυρας της γελοιότητας και των συνταγματαρχών και της γλώσσας που διακονούσαν. Επειδή απο μικρό κι απο χαζό μαθαίνεται η αλήθεια...

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

Τα λόγια τα μαγικά...

Spetses
Μπήκε το δεύτερο καλοκαίρι. 
Σαν να μη πέρασε μια μέρα...
Όπως τότε, μετρά και ξαναμετρά τις μέρες εκείνες,
αλλά και τις σημερινές...
Αρνούμενος να δεχτεί πως έγινε, πως τέλειωσε,
πως δεν είναι πλέον μαζύ...
Περνά, κάθε μέρα, μπροστά  απ' το παλιό της σπίτι.
Κι ο ίδιος πάντα φεύγει ο αναστεναγμός:
Αχ! 
Τα βράδυα της τραγουδά Τσιτσάνη.
Τη μέρα τη συλλογιέται συνεχώς...
σαν να μη πέρασε μια μέρα...
τα λόγια τα μαγικά...