Ξύπνησε νοιώθοντας στο πόδι του, κάτω στα δάχτυλα, να τον ακουμπά με το δικό της. Καθώς γύρισε την είδε να κοιμάται πλάι του, με το μάγουλο να λειώνει στο μαξιλάρι. Τα μακρυά μαλλιά της ανακατεμένα χύνονταν στα σεντόνια κι ο γλαυκός της ώμος, σκληρός, μυώδης και λείος τελείωνε σ΄ ενα διπλωμένο μπράτσο, καλοσχηματισμένο, λαξεμένο σαν σε μάρμαρο της Περγάμου, απ' όπου οι παλιοί έλληνες φτιάχνανε τα πιο όμορφα αγάλματα...
Τη φίλησε απαλά κι αδιόρατα στον πέτρινο ώμο της κι ανάσανε βαθειά τη ζεστή μυρωδιά του κορμιού της, προσέχοντας μη την ξυπνήσει, με την τρυφεράδα να πηγάζει αναβλύζοντας απ' τη ψυχή του. Ύστερα σηκώθηκε προσεχτικά κι ακροπατώντας πήγε στη μπαλκονόπορτα. Παραμέρισε απαλά τις βαρειές κουρτίνες και έσυρε το βλέμμα του στον Παγασητικό. Ξημέρωνε. Η θάλασσα ακίνητη, λεία σαν ουρανός, δίχως σύννεφα, δίχως κύμματα καθρέφτιζε, με ακρίβεια, τις παραστάσεις των κοντινών λόφων και των δέντρων τους. Γιόμισε ηδονικά τα πνευμόνια του με φρέσκο αγέρα, μισανοίγοντας τη μπαλκονόπορτα. Το βλέμμα του συνάντησε ψηλά στον ουρανό το πρωινό αστέρι, που λαμπύριζε τις τελευταίες του στιγμές, πριν το σβήσει ο ήλιος...
Απο τότε η ψυχή του ήσυχη και βέβαιη πόθησε το αδιανόητο, μα λυτρωτικό:
-- Άν μ' αγαπάς κι ειν' όνειρο, ποτέ να μη ξυπνήσω
γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω...
Απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού ένα είναι που σου μοιάζει
ένα που βγαίνει το πουρνό όταν γλυκοχαράζει.
[Νταντωνάκη]:
Κυπαρισσάκι μου ψηλό, ποια βρύση σε ποτίζει,
που στέκεις πάντα δροσερό, κι ανθείς και λουλουδίζεις.
[μαζί]:
Να ’χα το σύννεφ’ άλογο και τ’ άστρι χαλινάρι
το φεγγαράκι της αυγής να ’ρχόμουν κάθε βράδυ.
Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω
γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω.
[Ψαριανός]:
Της θάλασσας τα κύματα τρέχω και δεν τρομάζω
κι όταν σε συλλογίζομαι, τρέμω κι αναστενάζω.
[Νταντωνάκη]:
Τι να σου πω; Τι να μου πεις; Εσύ καλά γνωρίζεις
και την ψυχή και την καρδιά εσύ μου την ορίζεις.
[μαζί]:
Να ’χα το σύννεφ’ άλογο και τ’ άστρι χαλινάρι
το φεγγαράκι της αυγής να ’ρχόμουν κάθε βράδυ.
Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω
γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω.
[Ψαριανός]:
Εγώ είμ’ εκείνο το πουλί που στη φωτιά σιμώνω,
καίγομαι, στάχτη γίνουμαι και πάλι ξανανιώνω.
[Νταντωνάκη]:
Σαν είν’ η αγάπη μπιστική, παλιώνει, μηδέ λιώνει
ανθεί και δένει στην καρδιά και ξανακαινουργώνει.
[μαζί]:
Χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι
χωρίς αγάπη δε βαστούν κόρη και παλικάρι.
Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω
γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω.