Οι νύχτες όλο πιο συχνά θα πλησιάζουνε
όταν εσύ θα περιμένεις να χαράξει
και το πρωί που οι πλατείες θα αδειάζουνε
δεν θα υπάρχει πια κανείς να σε κοιτάξει.
Είναι οι άνθρωποι μου έλεγες πουλιά
σαν χειμωνιάσει πάντα μακριά πετάνε
κι έρχονται ίσως να σε δουν κάποια βραδιά
αν έχουν σπάσει τα φτερά τους ή αν πεινάνε.
Τώρα που θέλω να γυρίσω
ξέρω κανέναν δεν θα βρω
έχεις αλλάξει το όνομά σου
και δεν υπάρχεις πια εδώ.
Εδώ οι μέρες μου περνούν με την βροχή
νύχτες ναυάγια στους δρόμους περπατάνε
θέλω να πω μα με τρομάζει η σιωπή
κι οι απουσίες από δίπλα μου περνάνε
Μην έρθει πάλι ο χειμώνας και χαθείς
και τα πανιά σου μην τα σκίσει ο αέρας
κι όπως φυσάει τα σημάδια δε θα βρεις
θα 'χουν σκορπίσει στα συντρίμμια κάποιας μέρας.
Τώρα που θέλεις να γυρίσεις
εγώ φοβάμαι να σε δω
έχω ξεχάσει τ' όνομά μου
και δεν υπάρχω πια εδώ.
Η νύχτα του είναι άδικη. Είναι άδικη και βασανιστική. Γυρίζοντας στο άδειο σπίτι, απελευθερώνει όλη τη μνήμη της. Η παραίσθηση αρχίζει απο το ασανσέρ. Πολλές φορές νομίζει πως τον περιμένει. Πως καθώς γυρίζει στην κλειδαριά το κλειδί θα ακούσει το γαύγισμα της Μπέλας κι ύστερα τη φωνή της να τον καλωσορίζει. Βλέπει το παλιό γραφείο στο προηγούμενο διαμέρισμα, το χωλ με τον κόκκινο τοίχο κι εκείνη στη θέση της, με τον υπολογιστή πάνω στα πόδια της...
Όμως το σπίτι είναι άδειο. Κανείς δεν τον περιμένει. Κι ο κόκκινος τοίχος δεν υπάρχει... κι όταν ξεμπερδέψει απο τα ρούχα του και καθίσει, τότε του δημιουργείται η εντύπωση πως εκείνη είναι στο μπάνιο και πως όπου να ΄ναι θα βγεί και μισοβρεγμένη θα μπει στην αγκαλιά του...
Η απογοήτευση είναι έντονο συναίσθημα και γι αυτό κάθε βράδυ πίνει. Πίνει μόνος, πίνει μέχρι το αλκοόλ να πνίξει κάθε αντίσταση της μνήμης, κάθε μορφή που ζωγραφίζεται στον απέναντι τοίχο....
Ο θεραπευτικός ύπνος δεν κρατά πολύ: μία άντε δυο, δυόμισυ ώρες. Και ύστερα πάλι η άδικη νύχτα συνεχίζει απο εκεί που άρχισε. Στο μπαλκόνι η νύχτα μεγαλώνει. Ο ορίζοντας γράφει τ' όνομά της, το ίδιο συλλαβίζουν και τα φώτα της πόλης. Τραγούδια δεν μπορεί ν' ακούσει πια. Όλα μιλούν για εκείνη...
Βγήκε απο το χειρουργείο, άλλαξε ρούχα και βγήκε και απο την κλινική. Κατευθυνόμενος στο parking την είδε. Ήταν μόνη, με τα ρούχα της προπόνησης, πάνω σε μια νησίδα - κύκλο του χώρου στάθμευσης. Κι ήταν σαν να ασκούνταν πάνω σε μια ασπίδα του Μεγαλέξανδρου, που άστραφτε στον ήλιο και η λάμψη δεν τον άφηνε να τη δει καθαρά. Ή μήπως ήταν απο τη λάμψη της ίδιας;
Του έκανε νόημα να πάει κοντά της...
Έμεινε ακίνητος, αναποφάσιστος, κλείνοντας με απόγνωση τα μάτια του. Η καρδιά του χτύπαγε δυνατά, όπως τότε που την περίμενε τραυματισμένη απο αγώνα... την έβλεπε με ανάμικτη την αγωνία και τον πόθο να τη σφίξει στην αγκαλιά του, να μυρίσει το σώμα της, να δροσιστεί απ' τον ιδρώτα της, να γεμίσει η ψυχή του αληθινή γυναίκα.
Συγχρόνως ένοιωσε την πίκρα απο την εγκατάλειψή της, το ενδιαφέρον της που μοιράζονταν κρυφά με άλλους, την ανοιχτή πληγή της ίδιας της ψυχής του που πόναγε... πόναγε πολύ...
Άνοιξε τα μάτια και δεν την είδε! Είδε ενα άδειο δωμάτιο κι ένοιωσε ενα μαξιλάρι μουσκεμένο απο τον ιδρώτα του. Η νύχτα είχε πολύ δρόμο ακόμη...
Η χθεσινή Πανσέληνος ξεθώριασε απόψε... πήγε και κρύφτηκε πίσω απ' τα μαύρα σύννεφα. Κρύφτηκε απο το βλέμμα του στην πρώτη "επέτειο" της μοναξιάς του. Μοναξιά - ποινή ισόβιας καταδίκης που ο ίδιος διάλεξε να εκτίσει, αρνούμενος να συμβιβαστεί με τη μοίρα, με τη ζωή. Κι αν ο χρόνος γιατρεύει όλες τις πληγές, η θεραπεία τούτη δεν τον αφορά. Επειδή υπάρχουν και πληγές αγιάτρευτες, όπως η δική του...
Είδε σχεδόν όλα τα περάσματα της Πανσέληνου στον πρώτο χρόνο. Μέτρησε με το σημάδι της τον αχανή χρόνο. Χωρίς επιθυμία, χωρίς ελπίδα. Σαν ένα σταθερό ρολόι φυλακής που κι αυτό είναι χρήσιμο για κάθε ισοβίτη. Κι όπως ο ισοβίτης κλείνεται στον εαυτό του, αναγκασμένος απο την ποινή να επιμερίσει τη ζωή του, το ίδιο κι αυτός, ελάττωσε τη ζωή και τη προσάρμοσε μόνο στ' απαραίτητα: επειδή έχασε τον κόσμο!
Σκοτεινιάζει. Στα θεμέλια τ' ουρανού πύκνωσαν τα μαύρα σύννεφα κι η μακρινή λάμψη της αστραπής προμηνύει το απογευματινό μπουρίνι. Τ' αεράκι ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και φουριόζο διώχνει τα φύλλα απ' το μπαλκόνι. Το παράθυρο και το μπαλκόνι του είναι η ματιά του στον κόσμο. Περιορισμένα μεν όμως η ματιά του. Τα υπόλοιπα τα διαλογίζεται όταν δεν τα συλλογίζεται...
Έμαθε να βλέπει απο μέσα. Απαλλαγμένος απο το φως που "κρύβει" την αλήθεια. Μέσα απο τις σκιές και τις αντανακλάσεις οξύνθηκε η όραση κι η φαντασία του. Γνωρίζει χιλιάδες άχρηστες πληροφορίες. Διαβάζει εντατικά για να μάθει ακόμη περισσότερες. Ίσως έτσι στεγνώσει τη μοναδική αλήθεια που γνώρισε. Την πιότερο έντονη, την πολυτιμότερη και σπουδαιότερη. Που έγινε πληγή και δεν κλείνει...
Αληθινά, πόσο σπουδαίο είναι να είσαι ερωτευμένος!
Μόνο που χρειάζεται δυο για να υπάρχει νόημα και πάθος... Στην αλήθεια αυτή δεν υπάρχει πλέον εκείνη. Που δεν μπορεί να είναι όποια όποια, κι ούτε μπορεί να αντικατασταθεί... Χρειάζεται εκείνη, την ίδια που ανέτρεψε ολόκληρη τη ζωή του, σαν μοιραία επανάσταση, σαν ζωοδόχος κεραυνός που έκαψε όλα τα άχρηστα... απο εκείνη που άντλησε την άφατη δύναμη που κινεί βουνά... Μυριάδες βολτ, ηλεκτροσόκ που τον κλόνισαν συθέμελα, χωρίς να τον σκοτώσουν. Αντίθετα τον γέμισαν δύναμη και αισιοδοξία. Που θα μπορούσε να νικήσει κάθε δυσκολία, χωρίς απώλειες...
Αυτά όμως πέρασαν... και διάλεξε να μείνει μόνος. Χωρίς συντροφιά, χωρίς φίλους... κανένα! Μόνο σκέψεις και αναμνήσεις που πότε - πότε αφήνει να γραφτούν στο πληκτρολόγιο...
Η βροντή κατρακυλά στα μαύρα σύννεφα... προειδοποιεί για τον επερχόμενο χαλασμό. Όμως για εκείνον ο χαλασμός είναι συντελεσμένος. Οπότε δεν φοβάται πια απο τίποτε...
Πέρισυ, τέτοιες μέρες απόμεινε μόνος. Δύσκολες μέρες. Τότε διάλεξε να μη κρατηθεί απο κανένα χέρι. Επειδή το χέρι της δεν απλώθηκε ποτέ για βοήθειά του. Κι ας ήξερε πως περνά δύσκολα. Δύσκολα για εκείνον δύσκολα και για εκείνη. Μόνο που εκείνη αναζήτησε αλλού τη νύχτα της. Κρυφά, μυστικά και δίχως να τον λογαριάσει... Όπως είχε κάνει και παλιότερα...
Έτσι προδόθηκε μια όμορφη ιστορία κι άρχισε ο ατέλειωτος εφιάλτης...
Τούτο το καλοκαίρι επαναλαμβάνει το περσινό. Η θάλασσα δεν θα τον δεί ούτε κι ο κόσμος. Αντίστροφα πορεύται στο τέλος του χρόνου, που του αναλογεί. Μόνος όσο ποτέ! Μόνος κι αποφασισμένος να μη ξαναδοκιμάσει καμμιά επιθυμία. Μια - μια τις διαγράφει απο τα εγκεφαλικά του κύτταρα. Έτσι παύει να υπάρχει σαν άνθρωπος. Ακονίζει τη νοημοσύνη σε ασκήσεις λιτότητας, αφαίρεσης, κατάργησης. Για να γλυτώσει...
Ήταν γεμάτο κόσμο... τεράστιοι χώροι γεμάτοι κόσμο. Βάδισε αργά και σταθερά μέσα στο πολύβουο πλήθος. Κάποιοι άπλωσαν τα χέρια τους σε θερμή χειραψία. Διέσχιζε τους χώρους αναμονής, τις αίθουσες θεραπείας, τα σαλόνια. Όλα ήταν γεμάτα απο κόσμο που τον περίμεναν. Περίμεναν τις υπηρεσίες του. Όμως δεν σταμάταγε πουθενά. Έμοιαζε να ψάχνει κάτι μέσα στον κόσμο. Πότε - πότε χαιρετούσε κάποιον περισσότερο γνωστό απο τους υπόλοιπους. Χαιρετούσε σιωπηλά, με μια αδιόρατη θλίψη στο βλέμμα του. Οι ποδοσφαιριστές που τον περίμεναν δίνανε αυτόγραφα στους πιτσιρικάδες που ήρθαν απο το απέναντι σχολείο. Βγήκε στην έξοδο κι έκαμε το γύρω του κτιρίου ψάχνοντας. Στις αυλές τα παιδιά έπαιζαν στον ήλιο. Οι περαστικοί ήξεραν ποιός είναι και με ικανοποίηση τον παρακολουθούσαν. Επειδή είναι το καμάρι της γειτονιάς τους ή επειδή όλοι αυτοί οι διάσημοι προτιμούν τις υπηρεσίες του;
Ξαναμπήκε στο κτίριο ψάχνοντας. Η Γραμματέας του τον κοίταξε διερευνητικά, χωρίς να μιλήσει. Ο Βασίλης περίμενε τις εντολές του κι αυτός σιωπηλός. Στην αίθουσα ένας ψηλός μπασκετμπολίστας, με τον μάνατζερ και τη συνοδεία του, καθώς τον είδε, έτρεξε με σεβασμό και χαρά να τον φιλήσει, να τον χαιρετήσει... Είχε έρθει απο πολύ μακρυά κι είχε φέρει μαζί του κι άλλους αθλητές, που χρειάζονταν τις φροντίδες του. Αφού τους χαιρέτισε ευγενικά, συνέχισε την ατελέσφορη προσπάθειά του. Έψαχνε με αγωνία, μόνος καταμόναχος, μέσα σε όλο αυτό το πλήθος που παρακολουθούσε την πορεία του, έτοιμο να του μιλήσει, να του ζητήσει την συντροφιά του, έψαχνε χωρίς αποτέλεσμα...
Τινάχτηκε απ' το κρεββάτι του τρομαγμένος! Ήταν όνειρο...
Πολλές ζωές κράτησε ετούτος ο χρόνος... κι ακόμη ξοδεύεται μάταια, σαν το γλίστρημα της άμμου στην ανοιχτή παλάμη. Ωστόσο η ψυχή του δεν λέει ν' αδειάσει... λές κι είναι ατέλειωτος δρόμος, η ψυχή, που ξετυλίγεται στο θολό ορίζοντα. Κι απο που να πάει; ή καλύτερα που να πάει και γιατί;
Έτσι μόνος παλεύει τον καιρό κι όπου τον πάει ο δρόμος...
Επειδή στις ώρες της σιωπής καμμιά στιγμούλα του δεν κρατάει στο χρόνο
These days last year it happened... and I lost the world. A few days ago I realized it completely. I kept asking myself why so many people, who know us, still show their love, their appreciation to me and to you! We live separately in different lives, they know that, but they still keep asking.
The answer is simple: they love you!
Then, almost all of them are complaining, mostly against me, that they don't see me. They are complaining because I avoid them, never visit them, never follow their company at house nights, at Saturday nights, at weekends...
So I asked my self to see what happens, to give an answer... I gave it many thoughts and finally I realized that for all these people who know us and love us we are two simple persons. We were part of their lives, a good part and since this has stopped, they are feeling sadly...
I feel sad too and probably you too...
Then I thought again that I avoid not only to see them but I avoid to go downtown because all the city is full of your presence and my memories. Chalkidiki is also full of my memories with you and our life, so that's why I keep on avoiding all these places and all the people.
For the world you might be a simple person! For me you are the world! My world!
To the world you might be one person, but to one person you might be the world...
Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010
I keep on staying alone every night. After 10 o' clock I don't talk. Simply because I have none to to talk to. This is the reality. I can't avoid it... I am alone... every day, every night,,,
Lately I see the same dream. It's strange but I keep on seeing it every night! The same dream, the same story out of our past life...
We are at Spetses island. Very beautiful place... We rend a motor bike and travel happily across the island. You show me your love, your affection and your care. And i am very happy! I am the king of the world! All the people praise me for my love, nature is standing along my side, everything is beautiful, the sea, the trees, the beach, the sky...
Then I see you jumping high, Very high! Over two meters and more! And you come explaining me that you've followed my instructions and started over 1,90 limit...
I share your success and satisfaction and I am very happy!
And then i hear you talking to an other person, at Karamelitsas' house and I get unhappy, miserable and feel betrayed...
Why?
you haven't explained it, ever...
Then I see you trying overcome usual limits. Limits without purpose and value. 'Cause you have already fulfilled them, so there is no need to get them again...
I pray for you to be winner again. To get your record, to be the first and the the best! Because you deserve it, because nothing compares to you...
and, maybe I have the chance, to share it with me,,,
But again I find myself alone, in this dark and and empty room, without you, without my dreams and without my hopes...
Λένε ότι το ποτάμι, βρίσκει το δρόμο για τη θάλασσα. Κι όπως το ποτάμι θα 'ρθει σε μένα, πέρα απο τα όρια, τη διψασμένη γη. Λένε ότι όπως το ποτάμι... η αγάπη θα γυρίσει... η αγάπη... Και δεν ξέρω άλλο να προσεύχομαι, για την αγάπη δεν ελπίζω πια, για την αγάπη δεν περιμένω άλλο πια...