Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

Νύχτα Χριστουγέννων...


Είναι πολλές νύχτες που δεν μπορώ να κοιμηθώ. Χούι παλιό, που όσο περνάν τα χρόνια γίνεται χειρότερο. Επειδή όχι μόνο δεν με πιάνει ο ύπνος, αλλά δεν με χωρά κι ο τόπος. Το δωμάτιο μικραίνει, το ίδιο και το σπίτι. Πνίγομαι σ΄ ένα ακατανόητο αδιέξοδο, τα σκεπάσματα γίνονται βαριά κι ούτε το αλκοόλ και τα τσιγάρα φτάνουν για να με ξεμπουκώσουν. Το μυαλό μου δονείται από μια σεισμική ακολουθία σκέψεων, αναμνήσεων, εικόνων, σε μια ταχύτητα ασταμάτητου εκτροχιασμού. Όπως στα video clips, σε μια καταιγιστική προβολή που αν δεν φύγω, αν δεν βγω έξω στους δρόμους, το κεφάλι μου θα πάρει φωτιά, θα τυλιχτεί στις φλόγες που κατακαίουν χρόνια τώρα τα σωθικά μου. Ο χρόνος χάνει το νόημά του, γι’ αυτό αδιαφορώ ποια ώρα της νύχτας τρέχει. Παίρνω τη μηχανή μου και φεύγω, λες καλπάζοντας πάνω σ’ άλογο, το κορμί μου γίνεται ένα με τη μηχανή, τη νιώθω να ζωντανεύει μέσα στα σκέλια μου, γουργουρίζει ευτυχισμένη, ανταποκρίνεται στην αγάπη μου και μου κάνει νόημα:
-- να τα δώσω όλα;
Κι όταν το χέρι μου το δεξί χαϊδέψει το γκάζι, εκείνη το ‘χει συνήθειο, πριν ορμήξει πρόθυμη μέσα στα σκοτάδια, να κουνάει πρώτα τον πισινό της με την χάρη της γυναίκας, που ξέρει πως είναι όμορφη κι έχει την αυτοπεποίθηση να το επιδεικνύει, όχι προκλητικά, μα απλά και χαριτωμένα.

Η πόλη μου με πληγώνει. Σε κάθε δρόμο, σε κάθε στενό, σε κάθε δρομάκι και γωνιά της, οι αναμνήσεις μιας ευτυχισμένης ζωής που δεν υπάρχει πια, αναβλύζουν αβίαστα, ζωντανεύοντας όλες εκείνες τις στιγμές που η ζωή με είχε δωροδοκήσει, άγνωστο για ποιους λόγους. Γι’ αυτό αποφεύγω πλέον να τη διασχίζω. Απέναντι και δεξιά από την κεντρική παραλία βρίσκεται η λιμνοθάλασσα του Καλοχωριού. Δέκα λεπτά απόσταση απ’ το σπίτι μου. Μια ερημιά βολική όπου μπορώ να καταφύγω, κι όταν χρειαστεί μπορώ να σταματήσω και να χαζέψω τη θέα της πόλης απέναντί μου. Το δριμύ κρύο και η υγρασία της νύχτας περονιάζουν το κορμί μου. Σβήνουν τις φωτιές μου και συνέρχομαι. Συχνά με βρίσκει το ξημέρωμα, αγκαλιά με μια μηχανή, που η θέρμη της είναι πιότερο ζωντανή από οποιοδήποτε χάδι, που χρόνια τώρα έχω να νιώσω και που έχω ξεχάσει το νόημα και το περιεχόμενό του...

Η θάλασσα που αργοσάλευε μπροστά στα πόδια μου, τα νυχτοπούλια που πέταγαν με περιέργεια πάνω απ’ το κεφάλι μου, δεν ήξεραν πως ήταν νύχτα Χριστουγέννων. Ούτε η αχλύ της αντάρας που ‘χε καθίσει απαλά απέναντι, πάνω στην πόλη. Ούτε τα λιγοστά αστέρια που τρεμόσβηναν ψηλά. Ούτε ο βαρδάρης που μου τράβαγε το πέτο και το μανίκι.

Εσύ το ήξερες;

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Για πόσο ακόμη θα κρύβομαι;

Σε βλέπω... 
Σε βλέπω ανάμεσα στα πάθη και τα φαντάσματα. Σε βλέπω να υποφέρεις, να βασανίζεσαι, να ξοδεύεις τη ζωή σου περιπλανώμενη άσκοπα κι άδικα...
Κι υποφέρω...
Ξυπνώ απ' τον εφιάλτη, χωρίς λύτρωση, χωρίς την παρηγοριά πως ήταν κακό όνειρο...
Σε ποιόν να μιλήσω; με ποιόν να μοιραστώ την αγωνία μου;
Πως να κρύψω τον πόθο μου για σένα, που άσβεστος καίει ακόμη, ύστερα από τόσα χρόνια; 
Για πόσο ακόμη μπορώ να κρυφτώ, πως δεν σταμάτησα ποτέ κι ούτε πρόκειται να παραιτηθώ από όλα όσο νοιώθω για σένα;


Εκεί σκορπισμέμη στον ύπνο μουσκεύει η ψυχή
θλιμμένη αγαπιέμαι από σκεύη κουζίνας και πράγματα
και κάπου στο βάθος της νύχτας αστράφτεις εσύ
σε εικόνες γεμάτες περάσματα.

Αίμα στο στόμα μου και τ' όνειρο άσπρο
μικρές αγγελίες στον τύπο διαβάζεις
μου μοιαζεις με όστρακο κι απόρθητο κάστρο
Αίμα στα πόδια μου και τ' όνειρο άσπρο
γυμνή-ξαπλωμένη να τρέχω διατάζεις
μου μοιάζεις απόμακρος και σβήνεις σαν άστρο
αίμα στο βλέμμα μου και τ' όνειρο άσπρο
στο χρώμα μπερδεύτηκα - δεν βλέπω - μ' αρπάζεις
φωνάζω σαν νήπιο μια λέξη σαν ''άσ' το''.

Εκεί διάλυμένη στον ύπνο, βαμμένη χρυσή
με γέλια φλερτάρω ένα σκεύος κουζίνας χαράματα
και μ' ένα μπουκάλι υγρό γεννημένο εσύ
γυμνή με δικάζεις να βάλω τα κλάματα

'Να 'μαι '' φωνάζω μπροστά στον καθρέφτη
''γυναίκα από πέτρα με ψυχή βιασμένη''
κοιτάζω τη φάτσα μου να βλέπει τον κλέφτη
''να 'μαι '' ψελλίζω κοντά στον καθρέφτη
διακρίνω τη χλόη μου με στάχτη βαμμένη
και κει μπρος στα πόδια μου το σώμα μου πέφτει
''να 'μαι '' υστερίζω σιμά στον καθρέφτη
τον χτυπώ με γροθιά και με βλέπω σπασμένη.

Ξυπνώ μουσκεμένη κοντά σ' ένα κάλπικο ψεύτη.

Ξυπνώ μουσκεμένη...

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

Εσύ με κυβερνάς...

Κρύο δωμάτιο. Σκοτάδι κι ο ύπνος δύσκολος, πότε έρχεται πότε φεύγει. Ο λήθαργος ακροβατεί. χωρίς ισορροπία, βασανίζοντας μυαλό κι κορμί, μνήμη και συνείδηση. Ήχοι της νύχτας, ο βιαστικός βοριάς, η παγωνιά των δρόμων, τα δέντρα που τουρτουρίζουνε. η Μπέλα ανήσυχη στα πόδια μου, με ερωτηματικό στα μάτια της...
Η κουβέρτα γίνεται βαρειά, με δυσφορία την απομακρύνω. Σκυμμένος στα χέρια μου κρατώ βαρύ κεφάλι. Πόνος...
Τι ώρα είναι;
Το ξημέρωμα αργεί ακόμη και τα δάχτυλα ψαχουλεύουν στο σκοτάδι το μικρό ραδιόφωνο. Το τραγούδι που αναβλύζει γράφτηκε για μας. Για σένα και για μένα, για το τώρα, το σήμερα..
Για τη νύχτα αυτή, που την έβγαλα πάλι πάνω στο πληκτρολόγιο...

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Being alone still hurts...

When your day is long and the night
The night is yours alone
When you're sure you've had enough of this life, well hang on
Don't let yourself go
Everybody cries and everybody hurts sometimes

Sometimes everything is wrong
Now it's time to sing along
When your day is night alone (hold on, hold on)
If you feel like letting go (hold on)
When you think you've had too much of this life, well hang on

Everybody hurts
Take comfort in your friends.
Everybody hurts
Don't throw your hand. Oh, no
Don't throw your hand
If you feel like you're alone, no, no, no, you are not alone

If you're on your own in this life
The days and nights are long
When you think you've had too much of this life to hang on

Well, everybody hurts sometimes
Everybody cries
And everybody hurts sometimes
And everybody hurts sometimes
So, hold on, hold on
Hold on, hold on
Hold on, hold on
(Hold on, hold on)

Everybody hurts
You are not alone

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Παραισθήσεις...

Συχνά, τις ώρες που οι αναμνήσεις κυριεύουνε το νού, το άδειο δωμάτιο γεμίζει με εικόνες, ιδιαίτερα της Χαλκιδικής. Απο εκείνες τις περιπλανήσεις κοντά στον Αϊ Νικόλα, στον όρμο της Παναγιάς και στα πήγαινε - έλα στα ορεινά, για ν΄ αποφύγουμε την κίνηση...
Λες πως κάποιος σκηνοθέτης κατέγραφε τότε, με μια κρυφή κάμερα, που τώρα προβάλλει σκηνές μιας ευτυχίας, χαμένης μεν, όμως ολοζώντανης όσο και μια ταινία του σινεμά.
Ζωντανεύει το μαγικό τοπίο, η αλληλουχία των όρμων, των πεύκων, της αμμουδιάς καθώς και οι δρόμοι, με τις στροφές αλλά και την προσμονή της άφιξης...
Μέχρι και τον ήχο του κινητήρα και την πνοή του ανέμου στο αυτοκίνητο μπορώ ν' αφουγκραστώ.
Γεμίζει η ψυχή μου απο μια τρυφεράδα συγκινητική καθώς σκέφτομαι το κορμί σου ξαπλωμένο πλάϊ μου στην αμμουδιά, το μαγιό με τις κορδελίτσες που δεν μπορούσα να λύσω, τις δοκιμές σου με το πόδι στο νερό, το αναπήδημα της έκπληξης απο το ψαράκι που σε δοκίμασε κι ύστερα μια βρεγμένη αγκαλιά, οι σταγόνες που ιαματικά έπεφταν στο πρόσωπό μου και μια γαλήνη ψυχής που δεν ξαναδοκίμασα έκτοτε...
Παραισθήσεις καλοδεχούμενες που σβήνονται στη μουντή νυχτιά, την ώρα που χάνεται ο χρόνος κι ο νούς παγιδεύεται σε λήθαργους καπνισμένους απο αμέτρητα τσιγάρα και σκληρό αλκοόλ, που ποτέ δεν φτάνει να καταλαγιάσει τον πόθο μου για σένα...

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Ας ήτανε να πνιγώ...

Βρέχει κι εγώ τυλίχτηκα
σ΄ αυτή την αγκαλιά
στα σκουριασμένα σύννεφα στα φύλλα
στης βρεγμένης γης τη μυρωδιά

Ας ήτανε να πνιγώ σαν μια σταγόνα
μέσα στα χείλια σου εγώ
βροχή μου σκέπασε αυτή τη γωνιά
τούτο το σώμα που διψά

Βρέχει και στους καταυλισμούς
χορεύουν τα παιδιά
στάζει ο θεός στις προσευχές στο ντέφι
στις καρδιές στα πόδια τα γυμνά

Ας ήτανε να πνιγώ σαν μια σταγόνα
μέσα στα χείλια σου εγώ
βροχή μου σκέπασε αυτή τη γωνιά
τούτο το σώμα που διψά

Ήρθες βροχή μου κι άλλαξες
το δρόμο και το νου
και βούλιαξε το βήμα μου ποτάμι
κι άθελά μου με τραβάς αλλού

Ας ήτανε να πνιγώ σαν μια σταγόνα
μέσα στα χείλια σου εγώ
βροχή μου σκέπασε αυτή τη γωνιά
τούτο το σώμα που διψά

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Ότι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα...

Στις 11 κάποιου Νοέμβρη βγήκε στο φώς. Τότε που ανύποπτος πάλευα στης ακολασίας το έρεβος. Αλλάζοντας την πραγματικότητα με μια άλλη, που έθρεφε αδιάκοπα της ματαιοδοξίας μου τη δόξα. Ρουφώντας σαν τρελλός μια ζωή ανάπηρη, παραδομένος σε τεχνητά συναισθήματα, μεθυσμένος απο αναισθητικά της συνείδησης...
Ας ήταν η νύχτα μου μεθυστική κι οι μέρες μου μπορούσαν να περιμένουν...
Αδοκίμαστη παρέμενε η ευτυχία. Αποτελούνταν απο λέξεις άλλων ποιητών κι απο κείμενα παρηγορητικών στοχαστών που χόρταιναν την αμάθειά μου. 
Αυτή νόμιζα πως ήταν η λύση...

Μακρυά απ' τη θυμική των ονείρων μου πρόβαλε σαν παιδική επιθυμία. Επειδή ήδη την είχα ονειρευτεί. Εγέρθηκε απο ένα παλιό, πολύ παλιό εφηβικό όνειρο και μετουσιώθηκε σε μια σφοδρή, καταιγιστική παρουσία. Όπως τότε, που τα απίστευτα γίνονται πραγματικότητα. Που η πραγματικότητα ξεπερνά κάθε επιθυμία...
Ο κόσμος έμοιαζε παράδεισος. Σε μια στροφή 180 μοιρών πάντα θα πονέσεις. Εγώ όχι. Δεν πόνεσα... Αντίθετα έγινα αληθινός άνθρωπος! Ένας απλός άνθρωπος όπως όλοι οι ερωτευμένοι...
Σαν υπεραιώνιος γρανίτης...
3 χρόνια και 144 μέρες είναι που την έχασα. Όμως τι περίεργο!
Ότι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα, να όπως σήμερα...
Κι ας έγινε ο πόνος παντοτινός...

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

Η λύπη ομορφαίνει επειδή της μοιάζουμε...

Ότι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα. Σχηματίζεται ευδιάκριτα στα όνειρά μου. Σώμα γυμνό, που είναι η μοναδική προέκταση της νοητής γραμμής που μας ενώνει με το μυστήριο...
Με μια ακατάπαυστη ένταση τρυγούσες χυμό απ' τα χείλη μου. Ή αντίστροφα, στα χείλη μου πότιζες με νέκταρ μεθυστικό την ύπαρξή μου. Να διαγράφεσαι αχνή, μα τόσο πολύ πεντακάθαρη στο τρικυμισμένο μου κορμί. Που σαν θέλησα το ελάχιστο με τιμώρησες με το πολύ...

Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δεν σε ξέρει...

Κι έρχεσαι πολλές φορές, όπως τότε που οι αστραπές αποκτούσαν χιλιόχρονη διάρκεια κοντά σου. Κι έτρεμε η γής απο μια συγκίνηση στα σωθικά μου, που ούτε η μαγεία του έρωτα δεν μπορούσε να ερμηνεύσει.

Έχω κάτι να 'πω. Διάφανο κι ακατάληπτο. Σαν κελάηδημα σε ώρα πολέμου:

— Ακόμα σ' αγαπώ...

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Παλιό όνειρο της εφηβίας...


Τι θέλεις τι ζητάς
                            πού 'ναι το νόημα που σου 'πεσε απ' τα χέρια
Η μουσική που ακούς μόνος εσύ και τα γυμνά
Πόδια που αλλάζουν γη σαν της χορεύτριας
Ενώ τινάζεται ο κομήτης των μαλλιών της και μια σπίθα
Πέφτει μπροστά σου επάνω στο χαλί
Κει που κοιτάς να σε απατά η αλήθεια

Πού πας ποια θλίψη ποιο καιούμενο
Φόρεμα είναι αυτό που σου αποσπά τη σάρκα ποια
Μεταποιημένη αρχαία πηγή για να σε κάνει να χρησμοδοτείς
Έτσι φύλλο το φύλλο και βότσαλο το βότσαλο



Έφηβε γονατιστέ στον διάφανο βυθό
Που όσο κοιμάμαι και ονειρεύομαι τόσο σε βλέπω ν' ανεβαίνεις
Μ' ένα πανέρι πράσινα όστρακα και φύκια
δαγκάνοντας σαν νόμισμα τη θάλασσα την ίδια που
Σου 'δωκε τη λάμψη αυτή το φως αυτό το νόημα που γυρεύεις.

απόσπασμα απο τον ικρό Ναυτίλο του Οδυσσέα Ελύτη.

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

Hurting lies...


People still ask about you and me. About us...
It's so strange...
They keep us, in their mind, as undivided, as if we are one...
It's so sweet...
and yet so bitter and  hurting lie, that lasts as all the great life lies.

— How is she?

Many of those who ask about us and still believe that we we cannot be separated,
invite us...
They do strong believe that it's impossible that we no longer exist together...
So I flinch to answer the truth and I let them believe as they wish to...

Or as I wish to?

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Με πέταξες...

...και συ που ήρθες μια βραδυά να μου ζεστάνεις την καρδιά...

Δεν ήταν πυρετός ούτε παραλήρημα. Δεν ήταν εφιάλτης ούτε ήταν όνειρο. Στις νύχτες υπάρχει, εκλύεται μια παράξενη δυναμική όπου το ασυνείδητο κυριαρχεί. Πιάνει την πραγματικότητα και την μετατρέπει σ' ένα σκηνικό, σαν θέατρο. Πάνω στη σκηνή είναι εκείνη αλλά κι εκείνος, που ταυτόχρονα είναι και ο μοναδικός θεατής.

...ποτέ μου δεν λησμόνησα τη μοναξιά τη φόνισσα...

Παίζει μαζί του. Παίζει, ενώ έχει αντιληφτεί πως κι εκείνος το καταλαβαίνει. Κι αν μένει εκεί πάνω στη σκηνή, υποδυόμενος τον ανήξερο, είναι επειδή δεν μπορεί να φύγει, δεν μπορεί να την αρνηθεί. Επειδή υπακούει σε άλλες αξίες, σε άλλες αρχές, απο πολύ παλιά φερμένες..

...με πέταξες, αλλοίμονο, στο μαύρο καταχείμωνο...

Και το κάνει για να ξεπλύνει τις πληγές μιας ζωής κολασμένης, που την κουβάλαγε μέχρι να γνωριστούν, μέχρι να ζήσει μαζί της τα  καλύτερα χρόνια της ζωής του.

...με πρόδωσες και μ' έφτυσες. ήσουν χαρά και ξέφτισες,
και ξέφτισες...

Τώρα γυρεύει τη φωτιά, να βάλει τέτοια πυρκαγιά, που να κάψει τον κόσμο μέσα του, να τον κάψει ολοσχερώς και να καεί μαζί του, βλέποντας με την τελευταία του ματιά τον καπνό της σιγουριάς πως το κατάφερε...

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Κι εγω πάντα εκεί...


Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ' άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά
Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τα «πίστεψέ με» και τα «μη»
Μια στον αέρα, μια στη μουσική

..........................

Ακουστά σ' έχουν τα κύματα
Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
Πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:


..................................


Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πριν από την αγάπη και μαζί
Για τη ρολογιά και για το γκιούλ μπρισίμι
Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος, και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο
Μόνος, και ας είμ' εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο

Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ' ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς
        τον Παράδεισο!

(αποσπάσματα απο το "Μονόγραμμα" του Οδυσσέα Ελύτη)

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Τι όμορφο να σ' αγαπούν...

Ανάμεσα στους εφιάλτες, που βασανίζουν τις νύχτες του, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Όπως απόψε. Ήρθε στα όνειρά του όπως παλιά... καθυστερημένη! Μπήκε στο αυτοκίνητο και πλημμύρισε ο κόσμος με το άρωμά της. Η παρουσία της άστραψε στη νυχτιά του, έδιωξε όλη την πίκρα και χαλάρωσε με τα ιαματικά της χάδια και φιλιά.
Σαν να μη πέρασε μια μέρα...
Οδήγησε τραγουδώντας Verdi και Pucini μέχρι την εσχατιά της Ουρανούπολης. Μαζί τους κι ένα λαμπρό φεγγάρι που έλουζε το δρόμο τα δάση και έβαφε τα ακρογιάλια μ΄ ασημικά πανέμορφα, πολύτιμα...
Η αγάπη της ξεχύνονταν αβίαστη, ατέλειωτη καθώς τιτίβιζε ασταμάτητα, εξιστορώντας τις μέρες και τις νύχτες της για τη δουλειά και τους ανθρώπους. Σαν άγγελος θεόσταλτη γιάτρεψε τη ψυχή του κι ο πόθος του για εκείνη ανάβλυσε αβίαστα, σαρώνοντας κάθε δισταγμό.
Πάλεψαν ατέλειωτα στα φεγγερά σεντόνια. Ο πόθος ο αληθινός κυρίεψε το χρόνο, έδιωξε την ατέλειωτη λύπη, σβήνοντας κάθε ίχνος της απο τη μνήμη...
Ανάσκελα, στα αχανή σεντόνια ήτανε τα δακρυσμένα μάτια της που τον καθήλωσαν.
— Γιατί; ρώτησε ανήσυχος για τα δάκρυά της.
— Επειδή μου έλειψες, του απάντησε τρυφερά...

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Το μαράζι του έρωτα και η βουή του ανέμου....


ΛΑΚΩΝΙΚΟΝ

Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη μου επέ-
        στρεψε στον ήλιο.


Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της πέτρας και του
        αιθέρος

Λοιπόν, αυτός που γύρευα, είμαι.
Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο
Χειμώνα ελάχιστε
 Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς

Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ' ένα μικρό τριζόνι κατακυρώνει
        πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου.

Ο. Ελύτης

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Θλιμμένες μέρες...

Πήρε η βροχή και ροκάνισε το θάμπος του ήλιου
Η θάλασσα σκοτείνιασε καθρεφτίζοντας το μπλαβί γκρί τ' ουρανού
Πεζός, δίπλα στη προκυμαία, περασμένα μεσάνυχτα ενός πικρού Σαββατόβραδου...
Έχοντας πόνο στη ψυχή, περπάτησε ασταμάτητα,
μέσα στο πούσι, μακρυά απ' τον κόσμο.
Στη σμίξη του ξημερώματος έγειρε κατάκοπος πάνω στο υγρό παγκάκι.
Τότε άρχισε η δυνατή βροχή, σβήνοντας το τελευταίο του τσιγάρο...
Πήγε και στάθηκε στην άκρη της προκυμαίας.
Βροχή και θάλασσα έσμιγαν μ' ένα ήχο τραχύ, σαν δυο θεριά
που αντάμωσαν λυτρωμένα...
Ο βυθός, τότε, ανέβηκε και φανερώθηκε η ψυχή του...
Μια ψυχή βασανισμένη ως την άκρη του ορίζοντα,
μ' εκείνη βαθειά μέσα του ακλόνητη...

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

Χαλίκι να σκοντάψεις...


του Δημήτρη Καμπουράκη
Αυτή μπήκε ξαφνικά στην πλατεία του χωριού περπατώντας μεγαλόπρεπα, σαν θεά την ημέρα της γιορτής της. Αυτός ήταν καθισμένος στο συνηθισμένο τραπεζάκι του στην αυλή του καφενείου, καπνίζοντας σιωπηλός όπως πάντα. Αυτή κοντοστεκόταν κάθε τόσο και χαιρετούσε ανθρώπους που είχε να δει από το περσινό καλοκαίρι, χαμογελώντας πλατιά σαν όλους τους ανθρώπους που έχουν περάσει χορτασμένη ζωή. Αυτός την κοίταζε σχεδόν κρυφά κάτω απ’ τα σμιχτά του φρύδια, σαν όλα τα πληγωμένα αγρίμια. Του ‘βαλα τσικουδιά και τσουγκρίζοντας τα ποτηράκια τον παρότρυνα να το κατεβάσει, για να πνίξει τον συγκλονισμό που ανέβαινε απ’ τα σπλάχνα του και τον κυρίευε.

Κάθε χρόνο τον Αύγουστο η ίδια ιστορία. Αυτή κατέβαινε στο χωριό απ’ την Αθήνα για λίγες μέρες, πότε μόνη, πότε με παρέα, κάθε χρόνο ομορφότερη, πιο μεγαλόπρεπη, πιο πληθωρική, πιο καλοντυμένη, πιο επιτυχημένη. Και τον εύρισκε πάντα εκεί, στο ίδιο τραπεζάκι, κάτω από την ίδια μουριά, να πίνει την ίδια τσικουδιά, κάθε χρόνο πιο αγρίμι, πιο σκοτεινιασμένο, πιο ακούρευτο, πιο μαύρο απ’ τους ήλιους, πιο πότη, πιο αμίλητο. Παρατήρησα τις ρυτίδες στο μέτωπο του, τα γένια του που είχαν γίνει κάτασπρα, τα πετσιασμένα απ’ τις δουλειές χέρια του που έτριβε νευρικά και του ‘κανα την ίδια ερώτηση όπως κάθε καλοκαίρι: «Ακόμα ρε;»  Έγνεψε καταφατικά μ’ ένα νεύμα αδιόρατο, σα να μην ήθελε να το ομολογήσει. «Θα ‘ναι καμιά δεκαπενταριά χρόνια πια, ε;» υπολόγισα φωναχτά, προσέχοντας να μην υπάρχει στη φωνή μου μήτε επιτίμηση, μήτε επιδοκιμασία.

Ο φίλος μου κοίταξε το κενό απέναντι: «Δέκα οκτώ και μισό» απάντησε κι έφτυσε στο τσιμέντο. Θαρρούσα πως έφτυνε την ίδια του την ψυχή, που δεν χωρούσε πια μέσα του. Τα πρώτα χρόνια, σαν μεθούσε έλεγε ότι ένα πρωί θα ξυπνούσε και θα την έβρισκε μετανιωμένη στην πόρτα του. Μετά έλεγε ότι θα τη σκοτώσει και θα σκοτωθεί πάνω της, για να βρει επιτέλους ησυχία. Σαν πέρασαν τα χρόνια και κατάλαβε πως μήτε θα την αγκάλιαζε ξανά μήτε θα τη σκότωνε, του ‘βγαινε πότε-πότε ένα βαθύ παράπονο και μανία μαζί, πως αυτή του κατέστρεψε τη ζωή. Και στο τέλος έκλεισε σαν το στρείδι και δεν έλεγε πια τίποτα.
- «Πες της ρε μια μαντινάδα και χέστην».
- «Μαντινάδα;»
- «Ναι ρε. Σπονδή στα δέκα οκτώ και μισό χρόνια που της δώρισες. Πιες και μια τελευταία τσικουδιά για πάρτη της και μην την ξανασκεφτείς ποτέ. Χρόνια ολόκληρα δεν έλεγες ότι θα τη σκοτώσεις; Κάνε το τώρα.»
Σα να κρεμόταν ήδη από τα χείλη του η μαντινάδα, ανάμεσα στα γεμάτα νικοτίνη μουστάκια του και τα σκληρά του γένια. Την είχε έτοιμη, μα δεν ήταν όπως την υπολόγιζα εγώ όταν τον συμβούλευα εκ’ του ασφαλούς. Ήταν ένα από κείνα τα παλιά δίστιχα, τα απρόσμενα, που τα ‘χε πει παλιότερα ο παππούς του και εκείνου ο δικός του παππούς, πάντα για τον ίδιο λόγο. Γιατί αντάριαζε η ψυχή τους και μ’ αυτά έβγαζαν από μέσα τους οργή και συγχώρεση,  έρωτα δίχως απόκριση και παρηγοριά, όλα μαζί σ’ ένα συναίσθημα, σ’ ένα μάθημα ζωής. Απλές λεξούλες που όταν συνταιριάζονται αναδεικνύουν την ιδιοσυγκρασία μιας ράτσας που όταν καταπιάνεται με το καλό, είναι γεμάτη  δύναμη, γοητεία και μεγαλοθυμία. Ήταν απ’ αυτές τις μαντινάδες που ενώ ξεκινούν σαν κύμα φουρτουνιασμένης θάλασσας που συσπειρώνεται έτοιμο να σαρώσει τα πάντα στο πέρασμα του, την τελευταία στιγμή κάτι γίνεται μέσα του και το μετανιώνει. Κι επειδή το κύμα (όπως κι η αγάπη) σαν ξεκινήσει δεν γυρίζει πίσω,  μετατρέπει μαγικά την καταστροφική του μανία σε λυγμό, σ’ έναν χείμαρρο στοργής και προστατευτικότητας για κείνη που ήθελε να ισοπεδώσει.

«Το άχι* μου να σου γενεί,     
χαλίκι να σκοντάψεις,
να πέσεις, μα να μη βαρείς*,    
μόνο ν’ αναστενάξεις.»


Κάτι τέτοιες ώρες αγαπώ την Κρήτη πιο πολύ. Γιατί ξέρω πως μόνο από γεννησιμιού τους καλοδουλεμένες ψυχές μπορούν να την καταλάβουν.
*Αχι μου : Το αχ μου
*Βαρείς : Χτυπήσεις

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

Σαν φωνή που δεν σβήνει...

Πέρασε καιρός
κι έγιναν απο τότε πολλά...
Θά 'πρεπε κανείς να μη μιλά για μας
κι ίσως να μας έχουν ξεχάσει,
πως κάποτε υπήρξαμε μαζί,
οι δυό σαν ένας...

Ρωτήθηκα προχτές,
εαν ήθελα να μου γνωρίσουν κάποια,
να μη είμαι μόνος,
νά' χω κάποια συντροφιά...

Είπα: δεν γίνεται,
δεν χωράει στην καρδιά μου άλλη...
Ρώτησαν γιατί; αφού πέρασαν τόσα χρόνια!

Πέρασε μονάχα μια στιγμή
κι εκείνη είναι μέσα μου,
υπάρχει σαν μια δυνατή φωνή,
μια φωνή που δεν σβήνει...

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

No blue moon....

Στον δύσκολο Αύγουστο του '12 δεν έχει χώρο για το μπλέ φεγγάρι. Γύρω η δυστυχία θεριεύει χωρίς σταματημό. Οι άνθρωποι πονάνε. Κρύβουν την απελπισία σ' ενα πικρό χαμόγελο, σε μια πεθαμένη καλημέρα. Η ζωή έγινε βάσανο, χωρίς προοπτική καλυτέρευσης. Οι δυσκολίες αγριεύουν, η υπομονή χάνεται...
Πού θα βγεί η οργή;
Η μάνα, μέσα στο παραλήρημά της και μέσα στη θολούρα της πέφτει σε θρήνο και κατάθλιψη. Το ασυνείδητό της δουλεύει καλά ακόμη. Μυρίζεται τη δυστυχία, την αντιλαμβάνεται με το αλάνθαστο ένστικτο της εξυπνάδας που της έχει απομείνει. Θρηνεί για τον Στέφανο, τον κολλητό του εγγονού της, που σκοτώθηκε την Κυριακή, καβάλα στη μηχανή του. Θρηνεί για τον θρήνο του εγγονού της, που έχασε το φίλο του και το έδαφος κάτω απ' τα πόδια του, όμως μαζί θρηνεί και για τους έλληνες και την ελλάδα και πνίγεται στο αδιέξοδο κλάμμα.
Τόσο πολύ χειροπιαστή έγινε η δυστυχία...
Το μπλέ φεγγάρι θα περάσει απαρατήρητο. Στέρεψαν οι ψυχές απο παρηγοριά, οι ευχές στο μπλέ φεγγάρι δεν έχουν προσμονή...
Θα είμαστε πάντα μόνοι...

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

Παράπονο...

Κάθε νύχτα ταλαντεύεται μεταξύ, κάτι σαν απροσδιόριστος λήθαργος και πολύ αϋπνία. Οι ήχοι της νύχτας δύσκολα αντιμετωπίζονται. Γιομίζουν το δωμάτιο και οι σκιές παίρνουν ζωή και κινούνται, διαγράφοντας αδιόρατες μορφές στο ταβάνι, στις κουρτίνες, στους τοίχους. Συχνά σηκώνεται απ' το κρεβάτι, διακόπτοντας το ακυβέρνητο μαρτύριο του δήθεν ύπνου και πάει και κάθεται στο μπαλκόνι. Ανοίγει τις παλάμες, σαν ζητιάνος, σε μια ικεσία χωρίς αντικείμενο, χωρίς καμμία προϋπόθεση. Μια ικεσία ούτε συγκεκριμμένη κι ούτε αφηρημένη. Λες κι είναι σε όνειρο, όπου η αϋπνία και η ύπνωση γίνονται ένα, αξεδιάλυτες και ενωμένες σαν δυο παλάμες, που ικετεύουν. Σαν σιαμαίες που δεν μπορούν να χωρίσουν και ν' αποκτήσει η κάθε μια την ανεξαρτησία της. Δυό παλάμες παραπονεμένες, μέσα στη νυχτιά, που η ικεσία τους δεν θα εισακουστεί, αφού δεν υπάρχει για να υποβληθεί...

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Στην ανατολή...


Στα μάτια παίζει τ' άστρο της αυγής
ο ήλιος πλένει τ' όνειρο της γης
πλατύ ποτάμι η αγάπη και βαθύ
κουράστηκε και πάει να κοιμηθεί

Για ποιο ταξίδι κίνησες να πας
να με θυμάσαι και να μ' αγαπάς
σου κλέβει η ανατολή μικρό φιλί

Στα χείλη καίει πικρό μικρό φιλί
ποιο μακρινό ταξίδι σε καλεί
θα φύγεις ξένε, άσπρα τα πανιά
παραμονεύει η λησμονιά

Για ποιο ταξίδι κίνησες να πας
να με θυμάσαι και να μ' αγαπάς
σου κλέβει η ανατολή μικρό φιλί

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2012

Ξημέρωμα καταιγίδας....

Ο λιγοστός του ύπνος διακόπηκε απο τις βροντές των κεραυνών, που έσεισαν την πόλη. Η βροχή είχε αρχίσει όταν βγήκε στο ακυβέρνητο μπαλκόνι του. Του μαστίγωσε τα χέρια, το κορμί και το πρόσωπο, καθώς έγειρε ρίχνοντας τα χέρια του έξω απο τα κάγκελα. Το αστραπιαίο φώς των κεραυνών έπεφτε σαν τομή, σαν ράγισμα στην κουρτίνα της γιάλινης βροχής και της νυχτιάς και τον ερέθισε να οδηγήσει στους έρημους βρόχινους δρόμους.
Έσκυψε λοξά πάνω στη μηχανή, κόλλησε το σώμα του πάνω της και γκάζωσε ανοίγοντας τον δρόμο, σχίζοντας με την ταχύτητα τη βροχή σαν μαχαίρι, σαν άνεμος οξύς, αδιαφορώντας για το μαστίγωμα εκατομμυρίων παγωμένων σταγόνων πάνω στο κορμί του...
Πήρε την κλίση της βροχής, με συνοδεία λαμπρή τους κεραυνούς, σε μια πορεία ασυνείδητη, σε δρόμους καταρακτώδεις κι έρημους απο φοβισμένους ανθρώπους...
Φθάνοντας στο μεγάλο στάδιο σταμάτησε. Απο τους πυλώνες η βροχή πέφτοντας έμοιαζε με τύψεις, γέμιζε το ταρτάν με ήχους και αόρατα σήματα. Κατέβηκε απ' τη μηχανή και πέρασε τα χέρια του ανάμεσα απο τα κάγκελα, πιάνοντας τις σταγόνες, γυρεύοντας κάτι χειροπιαστό κι ανυπέρβλητο...
Έμεινε ακίνητος, σαν δέντρο μαραμένο, που η ατέλειωτη βροχή δεν μπορούσε να δροσίσει...

Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

Ήσουνα εκεί...

Στου σκληρού ύπνου το έρεβος, τινάχτηκε σε πανικό. Το λιγοστό φως του έξω κόσμου μέσα στο δωμάτιο ήταν αρκετό να σβήσει τον εφιάλτη...
Στάθηκε όρθιος, ανασαίνοντας βαρειά καθώς ο ιδρώτας είχε μουσκέψει την ύπαρξή του. Οι σκιές ζωντάνεψαν απ' το θρόϊσμα της κουρτίνας, στον τοίχο σχηματίστηκε το σύμπλεγμα δυο ανθρώπων που βαστιούνται χέρι με χέρι. Βγήκε στο μπαλκόνι. Στην ερημιά της προχωρημένης νύχτας η σιωπή και το φεγγάρι ήσαν οι μοναδικοί παρόντες. Πήρε και βυθίστηκε στην πολυθρόνα ατενίζοντας στην ανατολή της πόλης. Χύθηκαν στο μυαλό του ανακατεμένες οι αναμνήσεις, κι ένα τραγούδι πικρό μισοέσβησε στα χείλη του. Έμεινε εκεί ώρα σκυφτός. Στο πάτωμα η αναλαμπή του φεγγαριού ασήμωνε τα δάκρυα, που αβίαστα κύλαγαν απ' τα μάτια του, χωρίς να τον λυτρώνουν...


έρημο τραγούδι απο αίμα κι απο χιόνι
                                        κλαίει στα παλιά μου τα χαρτιά
όπως το φτωχό μου το κορμί που δεν παλιώνει
για να το πετάξω στην φωτιά

ήσουνα φεγγάρι κι ήμουνα πουλί
πέταξα για να σε φτάσω
και όταν σε είχα φτάσει μέχρι το φιλί
σε έσβησε η ανατολή ...

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

Days to forget...

It has been a long time...
Too many days
difficult nights,
lonely dark nights...

— Don't keep up with it lad!
— Don't! You' ve got a life to live!
— Forget her!

"I don't want to..."
was his whispering answer

Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

Πάντα εδώ...


Άλλη μια φορά η σελήνη σχηματίστηκε λεπτή και χρυσαφένια, σαν μενταγιόν έτοιμη να κοσμήσει το δυνατό σου στήθος. Ανέβηκε ψηλά απο νωρίς κι ύστερα χάθηκε στη δύση, λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα. Αν ήσουν εδώ θα γύρευες βιαστική ένα χρυσό δαχτυλίδι, ένα σταυρουδάκι, κάτι για να ευχηθείς τη μυστική ευχή σου...
Ύστερα θα άπλωνες τα μακριά σου πόδια, χυμένη στην κόκκινη πολυθρόνα στο μπαλκόνι, σφίγγοντας τα μαλλιά σου στην καμαρωτή – πεταχτή αλογουρά, καθώς το αεράκι δρόσιζε τη συχνά συναχωμένη μύτη σου...
Τα αυτοκίνητα περνούν αδιάκοπα μπροστά μου, σαν μυρμήγκια που πηγαινοέρχονται στις προκαθορισμένες διαδρομές των δρόμων. Ψάχνω με το βλέμμα μου εκείνο το μωβ, με το μαύρο φτερό και το δεξιό φανάρι που ήταν χαλασμένο. Που έστριβε βιαστικό και καθυστερημένο στο δρομάκι που σε έφερνε στο σπίτι...
Ακόμη προμηθεύομαι τους χυμούς που έπινες. Και ‘κείνα τα τσίπς που δεν τρώγονται, γεμάτα πάπρικα, ρίγανη και μυρωδιές χαλασμένου τυριού.  Ανάβω το πικρό μου τσιγάρο και φυσώ τον καπνό μαλακά. Πότε – πότε, σπάνια δηλαδή, σχηματίζεται ένα δαχτυλίδι καπνού, που αργοσβήνει μετέωρο μπροστά στα μάτια μου...
Μακρυά, στον ορίζοντα της πόλης, τα φώτα τρεμοπαίζουν απο την ζέστη που αργοσαλεύει. Η αναλαμπή τους, που θολώνει τον ουρανό, μοιάζει με το κάλυμα μιας αόρατης ασπίδας, που τοποθετήθηκε για να μη μπορεί κανείς να δει τα άστρα...
Δεν είσαι εδώ. Πολύ καιρό τώρα το μωβ μονόφθαλμο αυτοκίνητο δεν έστριψε στο στενό μου. Ούτε το αεράκι δρόσισε τη μορφή σου. Το καινούριο φεγγάρι χάθηκε χωρίς να λάβει ούτε μια ευχή απο τα θέλω σου. Όμως νοιώθω πως είναι σαν να έφυγες πριν απο λίγα λεπτά, αφού ευδιάκριτα μυρίζω ακόμη και τώρα το άρωμά σου...

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

Στα ξαφνικά...

Τέτοιες μέρες, τρία χρόνια νωρίτερα, ήρθε το τέλος... Κι απο τότε τα χρόνια, οι μήνες, οι μέρες κι οι ώρες γίναν πιο δύσκολα. Η ζωή σταμάτησε. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να συνεχίσει, αλλάζοντας. Γιατί;
 Έτσι! Δεν ήθελε...
Προτίμησε και κλείστηκε στον εαυτό του. Τα παράτησε όλα, εκτός απο τη δουλειά του. Μόνο καταφύγιο το σπίτι κι η δουλειά του. Κλείστηκε αμέτρητα σαββατοκύριακα, μόνος, στο σπίτι του, επειδή δεν ήθελε να ζήσει διαφορετικά. Ότι έζησε το έζησε μαζί της. Κι αυτό είναι αρκετό να ικανοποιήσει τη ζωή του μέχρι το τέλος...
Λίγους μήνες ύστερα απο το χωρισμό τους, πήρε και φύτεψε σε μια μεγάλη γλάστρα στο μπαλκόνι του δυό κλήματα: ένα ροδίτη και μια σουλτανίνα. Τα δυο μαζί μεγάλωσαν γοργά. Ο ροδίτης τράνεψε, ψήλωσε, άνθισε και γιόμισε καταπράσινα φύλλα. Η σουλτανίνα, πιο ευαίσθητη, καθυστέρησε μεν, αλλά πήρε κι αυτή πάνω της και γιόμισε καταπράσινα φυλλαράκια, μένοντας λίγο πιο κοντή και τρυφερή, πιότερο ντελικάτη.
 Τη φετινή άνοιξη ξεκίνησε πρώτος, όπως πάντα, ο ροδίτης. Ξεπέταξε τα πρώτα νέα βλαστάρια κι ύστερα απο λίγο ακολούθησε κι η σουλτανίνα. Σκαρφάλωσαν αντάμα πάνω στα κάγκελα του μπακλονιού και το δυνατό τους πράσινο φώτισε κι ομόρφηνε το χώρο.
Τα πότιζε τακτικά και τό 'χε συνήθεια να τα χαϊδεύει και να τα καμαρώνει. Ξάφνου, ένα πρωί είδε με κατάπληξη τη σουλτανίνα να είναι ξερή. Ξερή λες κάποιο φαρμάκι τη φαρμάκωσε κι έχασε τους χυμούς της, μαράθηκαν τα φύλλα, τα πήρε ο άνεμος κι απόμεινε ξερό κλαδί, στη σκιά του δυνατού κι ακμαίου ροδίτη...
Πήρε κι έψαξε στα βιβλία να μάθει τους λόγους που ενα υγιέστατο κλήμα ξεραίνεται απότομα. Δεν έβγαλε άκρη. Ρώτησε ειδικούς, το συζήτησε και με τον ξάδερφό του τον αμπελουργό. Κανείς δεν μπορούσε να το εξηγήσει...
Πριν απο μια βδομάδα ξεράθηκε, εντελώς ξαφνικά κι απότομα κι ο ροδίτης! Το ένα πρωί ήταν πράσινος και το επόμενο ξερός λες και μεσολάβησε χρόνος εγκατάλειψης...
Τ' άφησε ανέγγιχτα και τα δυο στη γλάστρα. Τα παρατηρεί ώρες πολλές, ανήμπορος να βρεί λογική εξήγηση... Δυο ξερά κουφάρια που πέθαναν ξαφνικά κι απροσδόκητα...
Χθες, ο Βασίλης, που άκουσε την ιστορία μ' ενδιαφέρον, πήρε ενα κόφτη κι άρχισε να ψάχνει σε πιο σημείο του κορμού τους υπάρχει ζωή. Η σουλτανίνα δεν είχε καμμία ψυχή μέσα της. Ο ροδίτης έχει ακόμη κάποιους χυμούς...
Έβαλε το χέρι του πάνω στο κορμί της σουλτανίνας και την τράβηξε ελαφρά. Ξεριζώθηκε άψυχη, με την ευκολία που η πνοή χάνεται στον αέρα. Στη γλάστρα απόμεινε μονάχα το κουφάρι του ροδίτη. Που δεν είναι άψυχο ακόμη αλλά έχει ήδη πεθάνει, όπως κι ο φυτευτής τους...

Κυριακή 8 Ιουλίου 2012

Είσαι...

κι αν πέρασε ο καιρός,
τίποτα δεν ξεχάστηκε
δεν ξεθώριασε η μνήμη 
κι ας μη νοιάζεται, γι΄αυτό, 
κανείς…

είσαι μια διαρκής στιγμή
είσαι  αέρας στα μαλλιά,
ένα φωτάκι στο σκοτάδι,
η πρώτη ματιά στο ξύπνημα,
ο ήλιος στο κόκκινο ποτήρι,
το μούδιασμα στα χείλη,
η άσφαλτος που καίει,
το κουδούνισμα του τηλεφώνου,
η τέχνη των σχημάτων,
το βρεγμένο μαξιλάρι,
τα καφέ παπούτσια,
η ξαφνική χαρά κι 
ένα άλμα στο φεγγάρι...

Κυριακή 1 Ιουλίου 2012

Η θυμησή σου με σταυρώνει...

Ύστερα απο τρία χρόνια,
τρία ολόκληρα χρόνια... (πως πέρασε τόσος καιρός!)
όσα με συγκλόνισαν ζώντας μαζί σου,
δεν λένε να κοπάσουν, να φθαρούν, να μειωθούν...
Πώς γίνεται;
"Πώς αλλιώς; αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι"... (Μονόγραμμα του Ελύτη)
όμως το τραγούδι είναι του Γιάννη Ρίτσου και είναι μια καλή απάντηση για το πως είμαι και πως ζώ...

Δεν κλαίω γι' αυτά που μου 'χεις πάρει - Αντώνης Καλογιάννης
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μάριος Τόκας
Δεύτερη φωνή: Μαρινέλλα 

Σε βρήκα για μια νύχτα μόνη
και πότε θα σε ξαναβρώ,
η θύμησή σου με σταυρώνει
σ' έναν κατάφωτο σταυρό,
η θύμησή σου με σταυρώνει
σ' έναν κατάφωτο σταυρό.

Δεν κλαίω γι' αυτά που μου 'χεις πάρει
γι' αυτά που μου 'χεις αρνηθεί
μου 'χεις χαρίσει ένα φεγγάρι
γαλάζιο, ανείπωτο, βαθύ.
Δεν κλαίω γι' αυτά που μου 'χεις πάρει.

Στη τρυφερή σου την παλάμη
κουρνιάζουν τα χρυσά πουλιά
ποιαν αμαρτία να 'χω κάνει
και μου 'χουν λείψει τα φιλιά,
ποιαν αμαρτία να 'χω κάνει
και μου 'χουν λείψει τα φιλιά.

Δεν κλαίω γι' αυτά που μου 'χεις πάρει
γι' αυτά που μου 'χεις αρνηθεί,
μου 'χεις χαρίσει ένα φεγγάρι
γαλάζιο, ανείπωτο, βαθύ.
Δεν κλαίω για αυτά που μου 'χεις πάρει.

Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

Ποτέ ξανά...

Πήρε η καταιγίδα το λογισμό μακρυά πολύ. Σχεδόν τρία χρόνια πριν. Που αν μετρηθούν οι μέρες και οι νύχτες, τα σαββατοκύριακα της μοναξιάς, οι γιορτινές του κόσμου οι μέρες, χάνεται ο λογαριασμός. Και καμμιά αργία δεν έστερξε να τη βγάλει απ' το μυαλό και στη ψυχή του. Ακατάπαυστα την σκέφτεται, ακατάπαυστα...
Σκίζουν οι κεραυνοί τον απέραντο ουρανό, όμως κανείς δεν μπορεί να σκίσει έτσι και την καρδιά του. Μόνο εκείνη. Μόνο εκείνη κατάφερε να τον σκίζει, να τον πονά ακόμη και τώρα, ύστερα απο τόσο καιρό... 
Μερόνυχτα παλεύει να την αρνηθεί, να τη ξεχάσει...
Δεν γίνεται...
Κι ολοένα και πιο πολύ μια μελωδία είναι αρκετή για να ερμηνεύσει την πικρή του ζωή...

Ποτέ ξανά
ποτέ ξανά δε θα σε δω,
ποτέ ξανά δε θα σ' αγγίξω.
και τα στερνά τα λόγια που σου τραγουδώ
μες στην καρδιά μου θα τα πνίξω

Ποτέ ξανά τα μάτια σου τα φωτεινά
δε θα με ντύσουν γιορτινά
ποτέ ξανά οι γειτονιές και τα στενά
δε θα μας βρουν μαζί ξανά

Ποτέ ξανά δε θα σου πω ευχαριστώ
για όσα έκανες για μένα
ποτέ ξανά στα χέρια σου δε θα κρυφτώ,
να κλάψω για τα προδομένα

Ποτέ ξανά τα μάτια σου τα φωτεινά
δε θα με ντύσουν γιορτινά
ποτέ ξανά οι γειτονιές και τα στενά
δε θα μας βρουν μαζί ξανά...

Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

A new moon wish...


Every weekend is dedicated to her. He gets closed in his apartment in an absolute  silence, completely alone, with his thoughts only to her. Tonight a new moon appeared in the sky. From his balcony saw the nail shaped moon and remembered, instantly, her reaction every time they saw the new moon. She used to grab a gold ring, a cross, a gold jewell available at that instance and used to make a secret wish. He did the same. Grabbed a golden ring, kissed it with passion and made the wish…