Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Χωρίς ανταλλάγματα...


Αυτή είναι η τρίτη συνεχόμενη πρωτοχρονιά της μοναξιάς του. Δεν παραπονιέται κι ας μη συνήθισε την απουσία της απο τη ζωή του...
Μέσα στο σπίτι βασιλεύει η σιωπή. Όμως καλά κρατά ακόμη ο διάλογός του με τους δαίμονες. Διάλογος που αντιμάχεται της σιωπής και της απουσίας...
Δεν μπορεί να τη ξεχάσει κι ούτε πρόκειται. Επειδή οι λέξεις δεν μπορούν να εκφράσουν όλα όσα σήμαινε η παρουσία της στη ζωή του, δεν πρόκειται να αλλάξει και τη ζωή του. Έτσι διάλεξε να παραμείνει μόνος...
Διάλεξε τη μοναξιά με πλήρη επίγνωση της απόφασής του. Γι αυτό κι αυτή η παραμονή της πρωτοχρονιάς δεν περιέχει κανένα άλλο πρόσωπο...
Μια βδομάδα πριν, προπαραμονή των Χριστουγέννων αναστήθηκε η μητέρα του! Εκεί που περιμένανε την οριστική σιωπή της, ζωντάνεψε! Και μάλιστα εντυπωσιακά! (ζωή νά ‘χει...) 
Βέβαια τά ‘χει χαμένα, όμως αυτό δεν πειράζει κανένα τους. Η διάθεσή της γύρισε ανάποδα κι απο τους θρήνους και τους οδυρμούς τώρα χαίρεται και χαμογελάει! Τη ρωτούν: 
-- Μάνα τη μέρα που ζωντάνεψες ήτανε Κυριακή και Χριστούγεννα. Τί γιορτάζουμε την επόμενη Κυριακή;
-- Την Κυριακή του  Θωμά! απαντά η μητέρα με σιγουριά κι έχει δίκιο! Αφού σαν να ήταν του Λάζαρου όταν κι αναστήθηκε...
Αντίθετα ο ίδιος δεν περιμένει καμμία ανάσταση. Γνωρίζει πως θα είναι η ζωή του (ζωή, τρόπος του λέγειν, χωρίς εκείνη τι ζωή μπορεί να ζήσει;) μέχρι το τέλος...
Οπότε δεν υπάρχουν κατάλληλες ευχές για το νέο έτος παρά μονάχα μία:
-- Να αντέχετε στα δεινά με καρτερία και σιωπή και δίχως να καρτερείτε ανταλλάγματα...

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Τις νύχτες που η αγρύπνια με καίει...


Τρείς μέρες και τρείς νύχτες τώρα,
μόνος - ολομόναχος
κι ούτε μια λέξη δεν βγήκε 
απ' τα χείλη μου,
ούτε μία!
Όμως
εγώ θα σου μιλώ με τα τραγούδια μου
                               τις νύχτες που η αγρύπνια θα με καίει
τις νύχτες που η αγάπη θα μου φταίει...

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

Χωρίς αυτήν, Θεέ μου...

Τη μοναξιά μου βόλεψα σε μια κάμαρα μικρούλα,
κοιτάζοντας τον κόσμο απ' το παράθυρο.
Έχει κρύο, τη νύχτα πιο δυνατό,
πιο δυνατό κι απ' τη σιωπή σου.
Σκιές ανθρώπων που και που
και αυτοκινήτων φώτα,
να με κρατούν σε μια μάταιη αναμονή,
χρόνια τώρα...
Αχ! να έβλεπα τα φώτα σου
καθώς έστριβες για το σπίτι,
καμαρωτή - ψηλόλιγνη να με
κοιτάς ψηλά, χαμογελώντας και
με την κυματιστή σου αλογοουρά
έφευγε η λύπη...
Η λύπη, η μόνιμη συντροφιά
μαζί και η σιωπή
που τρώνε τη ζωή μου...


Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

Νύχτα στα όνειρά μου...


Υγρός και κρύος άνεμος ράπιζε το πρόσωπο στη λεωφόρο, έσπρωξε δάκρυα στα μάτια και τα δάκρυα κρυστάλλωσαν και διαθλούσαν φώτα, φώτα λευκά και κόκκινα, φώτα πράσινα, κίτρινα, χρυσά, φανοί πορείας, φλας, και φώτα-στολίδια που πάσχιζαν να δώσουν χρώμα εορταστικό στον παγωμένο δρόμο, στη μουδιασμένη πόλη, στους κατηφείς ανθρώπους. Πάλευαν τα φώτα να σχίσουν το υγρό σκοτάδι, να αραιώσουν την πυκνή θλίψη που τύλιγε την πόλη, πάλευαν σιωπηλά, όπως κάθε χρόνο, μα τώρα διαφορετικά.
Τα Χριστούγεννα είναι τα φώτα τους, είναι αστέρια, καμπάνες και γιρλάντες, στέφουν τους δρόμους, αναστατώνουν πλατείες, τυλίγονται σε δέντρα, αναβοσβήνουν μουσικά σε οικιακά μπαλκόνια, σημαίνουν κρυφές χαρές πίσω από γερτές κουρτίνες. Βλέπεις τα φώτα στις βεράντες και ακούς παλμούς ενοίκων, αφουγκράζεσαι ψυχές απόντων και κεκοιμημένων, που 'ρχονται φωτεινές και πεταρίζουν γύρω από κάγκελα και γλάστρες φυλλοβόλες, χτυπούν ανεπαισθήτως τον υαλοπίνακα, χνωτίζουν φευγαλέα, τόσο που να τις δουν μάτια παιδιού, σκορπούν μνήμη χρυσόσκονη και παίρνουν στεναγμούς. Τα σπίτια, η πόλη, οι άνθρωποι είναι τα φώτα τους.
Φέτος είναι λίγα. Κι άργησαν. Τα μπαλκόνια στέκουνε βουβά, χωρίς σφυγμό, τι να μαντέψεις; Χωρίς δέντρα. Με μαδημένες γλάστρες του Δεκέμβρη. Πολλές αναχωρήσεις, παλικάρια, γέροντες, μεσήλικοι, θα πεταρίζουν ολοχείμωνα χλωμές φωτίτσες να συντροφεύουν και να παρηγορούν. Να σχίζουν τη σκιά.
«Do not go gentle into that good night. / Rage, rage against the dying of the light.» Ο Ντύλαν Τόμας φωτίζει τις νύχτες μας, η βιβλική φωνή του έρχεται από το 1953 σ' ένα μικρόφωνο του BBC: «Αβρός μην πας στην νύχτα την καλή. / Οργή, οργή για του φωτός την εκπνοή» (μτφρ. Νίκος Ράπτης). Σαν οιακισμός κεραυνού έρχεται ο ποιητής, αιφνίδιος, συνταρακτικός, με γράμμα φίλου, με μια σελίδα του Δικτύου, και καλεί τον πατέρα να μείνει εν οργή κόντρα στο σβήσιμο, να μη χαθεί αβρός, να φύγει μαινόμενος και όρθιος. Δώσ' μας κουράγιο, ποιητή, δώσε φωνή στη νύχτα:
Ανθρωποι τρομεροί, πάνω στη φλογερή του ορμή
Τον Ηλιο αδράξαν και τον τραγουδήσαν,
Ομως καθώς αυτός τον ουρανό διασχίζει
Μάθαν, αργά πολύ, πως θλίψη τον γιομίσαν,
Αβροί δεν παν στην νύχτα την καλή.
Ανθρωποι σκοτεινοί, κοντά στο μνήμα,
Με θαμπωμένη όραση βλέπουν και αυτοί
Μάτια θαμπά που θα μπορούσαν να είναι
όλο χαρά, μετεωρίτες φλογεροί,
Οργή, οργή για του φωτός την εκπνοή.
Κ' εσύ πατέρα, απ' το θλιμμένο ύψος, από κει,
Δώσ' μου κατάρα και ευχή
με των δακρύων σου την ορμή.
Αβρός μην πας στην νύχτα την καλή,
Οργή, οργή για του φωτός την εκπνοή.
Αβρός μην πας στην νύχτα την καλή,
Το γέρασμα, με το κλείσιμο της μέρας
πρέπει να καίει και να μουγκρίζει.
Οργή, οργή για του φωτός την εκπνοή.

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Ενας άγγελος ξαφνικά...

Η αληλογραφία μου με τους δαίμονες διακόπηκε, για μια στιγμή - μια μικρή στιγμούλα, απο ένα άγγελο! 
Ξέρετε πως είναι οι άγγελοι... Εμφανίζονται ξαφνικά και απροειδοποίητα και μέχρι να συνέλθεις απο την έκπληξη... χάνονται, εξαφανίζονται... αφήνοντας ξοπίσω τους μια γλυκιά αύρα και μια χρυσόσκονη που λαμπυρίζει μέσα στο μυαλό, που αρνείται πλέον να ασχοληθεί με τα εγκόσμια...
Ας είναι... 
Κι αν οι εκπλήξεις που κρύβει η ζωή, γίνονται - για λίγες στιγμές - νάμα δροσερής πηγής που γιατρεύει ακόμη και την πιό βαριά μοναξιά, η αδυσώπητη πραγματικότητα είναι εδώ, πάντα παρούσα.
Οι δαίμονές μου δυναστεύουν το σώμα, τη ψυχή και το μυαλό της μητέρας μου. Μαζί βασανίζουν και την αδελφή μου μισό χρόνο τώρα... Κάθε μέρα και κάθε νύχτα σμιλεύουν στο εναπομείνων μυαλό της μητέρας μας, πως δεν βρίσκεται στο σπίτι της, πως την κρατάμε κάπου αλλού, στη Χαλκιδική...
Κι όλο θέλει να επιστρέψει στο νοικοκυριό της, στα πράγματά της, στο γιατάκι της. Ώρες πολλες κλαίει γοερά, βυθισμένη στην απελπισία της, προσεύχεται στην Παναγία να τη βοηθήσει, οργίζεται με τη νοσοκόμα που τη φροντίζει και τα βάζει με την κόρη της που τη βασανίζει, κρατώντας της στο σπίτι της Χαλκιδικής.
Μάταιες οι προσπάθειές μας να την μεταπείσουμε, δείχνοντας όλα τα δωμάτια, τα πράγματά της, το νοικοκυριό της. Συνέρχεται για λίγη ώρα κι ύστερα ξαναρχίζει το θρήνο της και τον απραγματοποίητο πόθο της επιστροφής της στην εστία της...
Θρήνος, κλάμα κι απελπισία, παραισθήσεις και φόβος, προσμονή και πόθος για την επιστροφή,
η μητέρα μου σαν άλλος Οδυσσέας, βασανίζεται και σβήνει απο ανίκητο δαίμονα...
Κι ούτε ένας άγγελος δεν κοπιάζει να της παρουσιαστεί, για να μετριάσει -έστω για λίγο - τη θλιβερότητα των τελευταίων της ημερών...

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Του πρώτου ονείρου η στιγμή...

Καθώς την περίμενε να ανέβει, ο κόσμος του καίγονταν. Μα δεν τον ένοιαζε. Βγήκε στην εξώπορτα, σαν υπνωτισμένος, καθοδηγημένος απο μια ακατανόητη και ακαταμάχητη προσμονή. Είχε προηγηθεί το τηλεφώνημά της. Ήταν περαστική και ήθελε να τον ΄δεί. Ούτε που σκέφτηκε να ζητήσει την άδεια - και μια συγγνώμη - απο τους επισκέπτες του. Ούτε που λογάριασε τη μεγάλη σπουδαιότητα της μεγάλης δουλειάς που διαπραγματεύονταν μαζί τους. Τους άφησε σύξυλους στο γραφείο, διέσχισε το γεμάτο σαλόνι απο ανθρώπους των  επόμενων ραντεβού του και την περίμενε στην πόρτα...
Τα πόδια του έτρεμαν. Η ψυχή έγινε ένα με το μυαλό του. Ο κόσμος άδειασε, κανείς δεν τον εμπόδιζε, μόνο αυτός θα μπορούσε - επιτέλους! -  να την περιμένει. Τα μάτια καρφώθηκαν στον διάδρομο, όπου θα εμφανίζονταν...
Ο καιρός που πέρασε απο την τελευταία φορά, που την είχε 'δεί ήταν πολύς. Πάρα πολύς! Του έλειπε πάρα πολύ...
Πότε πέρασε τόσος χρόνος σ' ένα λεπτό;
Πρώτα είδε τα μάτια της. Μάτια ερωτηματικά για την "αβέβαιη" υποδοχή του, που καθώς τον αντίκρυσε, άστραψαν βεβαιωμένα πως ναί! ήθελε και την περίμενε! Την έσφιξε στην αγκαλιά του συγκλονισμένος, προσεκτικά κι αδέξια, ενώ εκείνη άφησε ελεύθερο τον ενθουσιασμό της.
Σμίξανε με δυο κουβέντες στα όρθια... Δυο κουβέντες που ξεχρέωσαν μια αιωνιότητα...
Ο κόσμος τον περίμενε, η πίεσή τους φανερή και αδυσώπητη...
'Ηθελε να της 'πεί πολλά! Πάρα πολλά! Και τα είπε με τα μάτια του, σίγουρος πως θα τον καταλάβει... 
Επειδή τα μάτια τους καθρέφτιζαν πάντα την ψυχή τους κι έτσι ισορροπούσε ο κόσμος ολάκερος...
Κι ύστερα πριν φύγει, έσκυψε στο αυτί της και της είπε το ανομολόγητο, αυτό που τα χείλη του  ερμήνευσαν το παράφορα ηφαιστειώδες περιεχόμενο ολάκερης της ύπαρξής του:
— Είσαι πολύ όμορφη! 
Εννοώντας όλα εκείνα που δεσμεύουν τη ψυχή και τη ζωή δυο ανθρώπων που ακόμα αγαπιούνται...
Αχ! ας μη ξυπνήσει απο τέτοιο όνειρο...

Ποτ

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

Here without you...

Πλησιάζοντας τις γιορτές των ανθρώπων, Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, η μοναξιά γίνεται πιότερο ανυπόφορη... Κι όσο το κάθε σαββατοκύριακο γίνεται άσκηση υπομονής στη μοναξιά άλλο τόσο χάνεται το παιγνίδι στις μεγάλες γιορτές, σαν αυτές που έρχονται... Οι ασκήσεις δεν πιάνουν τόπο, αναιρούνται οι προσδοκίες, ακυρώνονται οι προσπάθειες... 
Η μοναξιά είναι ανίκητη...
Παραμένει μόνος απο επιλογή. Επειδή κανείς και τίποτε δεν μπορεί να ελκύσει την προσοχή του, επειδή κανείς και τίποτε δεν μπορεί να γιατρέψει την ανοιχτή πληγή του...
Πέρασε καιρός. Πολύς καιρός! 
Όμως για τον ίδιο δεν πέρασε ούτε μια στιγμούλα! Και αρκεί μια μικρή στροφή της κεφαλής, μια ανεπαίσθητη ματιά, ένα θρόισμα, μια πνοή για να τη νοιώσει, να συγκλονιστεί ολάκερος απο την παράφορη προσμονή της παρουσίας της στη ψυχή του...
Κι αυτό του είναι αρκετό, ώστε να μην επιτρέπει την παρουσία κανενός δίπλα του, μη και του χαλάσει το μικρό θαύμα...

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

Never leave me alone...

Never leave me alone (don't say goodbye)
I don't wanna face my world without you.

Never leave me alone (don't say goodbye)
I don't wanna lose your lasting love.

Never tell me goodbye,
I don't wanna live my life without you.

Never tell me goodbye,
I don't wanna see you walk away from me.

If I open up my heart
I can always find you there
So I'll never be apart from you
My heart is on my sleeve
And even though you started to
I hope you never leave,
Never leave, me alone.

If I open up my heart
I can always find you there
So I'll never be apart from you
In you I still believe
And even though you started to
I hope you never leave,
Never leave, me alone.

Never leave me alone (don't say goodbye)
I don't wanna live my life without you.
Never leave me alone (don't say goodbye)
I don't wanna lose your lasting love.

Lead Vocal: Graham Nash
Piano: Graham Nash
Synth: Joe Vitale
Drums: Joe Vitale
Bass Synth: Stephen Stills
Electric Guitars: Neil Young and Stephen Stills
Additional Piano: Neil Young 

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Ο χρόνος είναι ψέμα... δεν υπάρχει,
υπάρχει μόνο εκείνη.
Που είναι τέλος και αφετηρία,
που είναι αρχή και άρχει
στη ψυχή, στο μυαλό του.
Κι αν τώρα είναι ακίνητος,
σαν καράβι ναυαγισμένο,
σαν ρολόι σταματημένο,
κι ο χρόνος παραμένει ψέμα...
Ενόσω υπάρχει στη ψυχή του εκείνη,
δεν υπάρχει άλλο τίποτε
παρά η ατέλειωτη αιωνιότητα,
που επειδή δεν φτάνει, 
για να ικανοποιήσει 
τις ατέλειωτες σκέψεις του
για εκείνη,
τότε ναί! δίκιο έχει ο Αινστάιν...
Ο χρόνος είναι ψέμμα
κι αληθινή 
μόνο εκείνη...

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Σαν μαγεμένος....


Άδεια η νύχτα, έρημοι οι δρόμοι
και συ παντού και πουθενά...
Πες μου πως γίνεται;

Το αγιάζι να τρυπά το κόκκαλο 
κι η σκέψη σου 
να ζεσταίνει τη ψυχή μου;

Βρυχάται η μηχανή, το γκάζι τέρμα...
ο αγέρας  να παγώνει τα χέρια μου,
η απόσταση που μας χωρίζει να μεγαλώνει
και να σε νοιώθω δίπλα μου;

Πώς γίνεται; Πές μου...

σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει
η κάθε σκέψη μου κοντά σου τριγυρίζει...


Πάρε τα χνάρια που άφησαν
τα μαύρα δάκρυα μου
κι έλα απόψε να με βρεις
εκεί στην ερημιά μου.
Βήμα - βήμα, δάκρυ - δάκρυ
θα με βρεις σε κάποια άκρη
να κλαίω για σένα αγάπη μου,
που τώρα ζεις μακριά μου.

Δακρύζουν μάτια και καρδιές
όταν αναστενάζω
κι από τα στήθια βγαίνουν φωτιές
για σένα όταν σπαράζω.
Πάρε τα χνάρια να με βρεις
και σώσε με αφού μπορείς

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Αβάσταχτο να σ' αγαπώ...

Μέρα και νύχτα πάει κι έρχεται στης μάνας του το σπίτι. Η φροντίδα της απαιτεί και την παρουσία του, μολονότι η αδελφή του τραβάει όλο το ζόρι αγόγγυστα... Ζει σε διαρκή συναγερμό, έχοντας το νού του στο τηλέφωνο...
Η μητέρα ζει με θολό μυαλό. Δεν αντιλαμβάνεται την κατάστασή της. Δεν μπορεί να την αξιολογήσει, δεν έχει μέτρο σύγκρισης για το πώς είναι η καλή υγεία, για το πώς νοιώθει και πως μπορεί να προφυλάξει τον εαυτό της... Δεν ειδοποιεί όταν δεν νοιώθει καλά, δεν μπορεί να ισορροπήσει, δεν μπορεί να προσανατολιστεί. Δεν μπορεί να συγκρατήσει στη μνήμη της τίποτε απο το παρόν ή το πρόσφατο παρελθόν.
Κλαίει πολύ συχνά. Όμως δεν θυμάται για το θέμα που την λυπεί. Μονάχα η παρουσία του γιού της την συνεφέρει... Τότε νοιώθει σιγουριά, λιγοστεύει το κλάμα της και πότε - πότε χαμογελάει με τ' αστεία του...
Η διαδρομή απο το σπίτι του στο σπίτι της γίνεται πια μηχανικά. Κοντά στα ξημερώματα πήγε και γύρισε. Σαν υπνωτισμένος. Επειδή πλέον ύπνος δεν υπάρχει κι έχει γίνει σαν μισολιπόθυμη εγρήγορση. Όπου το όνειρο μπερδεύεται με την πραγματικότητα. Ο πόνος γίνεται μανδύας και περιβάλλει το μυαλό και τη ψυχή του. Ο μανδύας μεγαλώνει κι αφήνει έντονα να φανεί κι εκείνη. Που η ψυχή του δεν σταμάτησε να τη συλλογάται. Κι ο πόνος μανδύας μπερδεύεται και τον μπερδεύει. Έτσι δεν ξεχωρίζει πότε πονά για 'κείνη και πότε για τη μάνα του...
Μονάχα ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο καθώς οδηγεί πάλι στη μοναξιά, του ξεκαθαρίζει γιατί και για ποιά πονά περισσότερο ακόμη...

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Εδώ σαπίζεις....


Τι κάθεσαι εδώ πέρα και σαπίζεις
εδώ δεν έχει τόπο να σταθείς
ανήμπορος στον ήλιο ανεμίζεις
συντρίμμια και κουρέλια μιας ψυχής

Τι κάθεσαι εδώ πέρα και πεθαίνεις
και ψάχνεις για καινούργιες προσευχές
το χάλασμα το βλέπεις και σωπαίνεις
φθινόπωρο κι αρχίζουν οι βροχές

Τι κάθεσαι εδώ πέρα και σαπίζεις
εδώ δεν αγαπάνε τους τρελούς
τις νύχτες ματωμένος φτερουγίζεις
μ' ανύπαρκτα φτερά για τους πολλούς

Αυτά είπε σ' ένα ποιητή δικό μας
και τράβηξε για το φεγγάρι ο Ντύλαν Τόμας

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Όλα δικά σου...

Νύσταξες άστρο μου φεγγάρι μου
στην αγκαλιά μου αποκοιμήσου
ξύπνησες ήλιε αποβροχάρη μου
πάρε το γέλιο μου και πλύσου

Όλα δικά σου μάτια μου
κι ο πόνος σου δικός μου
είδαν πολλά τα μάτια μου
στις γειτονιές του κόσμου

Δίψασες λεύκα μου κουράστηκες
ρίξε τις ρίζες σου σε μένα
ήρθε βοριάς και ξεμαλλιάστηκες
πάρ' την καρδούλα μου για χτένα

Όλα δικά σου μάτια μου
κι ο πόνος σου δικός μου
είδαν πολλά τα μάτια μου
στις γειτονιές του κόσμου

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

Mad about you...

Μέρες πολλές μείναν ανεξίτηλες,
πώς να τις ιστορίσω...
Μα μέρα σαν κι αυτή,
πώς να τη ξεχάσω...

Που όσος χρόνος κι αν χρειαστεί,
ποτέ δεν θα λησμονήσω...
Τι 'ναι η ψυχή μου δεμένη
μ' άϋλα νήματα...

Απο μαλλιά ξέπλεκα
σαν φεγγερά μετάξια
κι ένα κορμάκι λυγαριάς
σαλεύοντας στον πήχυ,

χείλη σφιχτά και 
δόντια μαργαριτάρια
κι ένα χαμόγελο γλυκό 
που γιάτρευε τις πληγές μου...

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

Φεύγω...

Και πως να κρατηθώ; απο πού;
απο ποιόν;
Που τα πόδια μου λύγισαν απο το βάρος
της απουσίας σου....
που τα δάκρυά μου έκαψαν
κάθε προσμονή.

Και πώς να υπομένω; απο πού;
απο ποιόν;
Που τα χέρια μου έμειναν άδεια
απο την αγκαλιά σου...
που τα σωθικά μου 
κάηκαν κι αυτά
χωρίς εσένα...

Αχ! ψυχή μου
ήταν λάθος που
χωρίσαμε...
Κι είναι πιότερο μεγάλο
να ξαναβρεθούμε...

Ας φύγω... ας χαθώ
μη και γλυτώσει η ζωή μας...

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Έρημη πόλη...

Με ποιόν να μοιραστείς την ερημιά;
Στούς άδειους δρόμους;
Στη συννεφιά;
Στην πόλη που σε πληγώνει;
ή στη μνήμη που φλογίζεται;

Πέρασε πολύς καιρός
κι αδύνατον να συνέλθει.
Δεν θέλει να συνέλθει,
δεν τον νοιάζει...

Επειδή τίποτε, τίποτε,
δεν μπορεί να τον γιατρέψει...
Περιπλανιέται,
στην πόλη της μοναξιάς...

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

Όλα...


Αμύγδαλο με σοκολάτα..
Σπάει..
Νιώσε..
Ηδονή..
Παράνοια..
Πικρό.. γλυκό.. ανάκατα..
Μέσα..
Μέσα μου.. Εσύ..
Ουράνιο γέννημα..
Πλάσμα φύσης.. ερωτικής..
Αλλοπαρμένης άνοιξης ξενύχτι..
Κραυγές.. πόθου..
Ξεσηκώθηκε θύελλα..
Η Γη γιορτάζει..
Νιρβάνα.. η ύπαρξή Σου..
Πρωτόπλαστος άγγελος
στης αμαρτίας τον καιρό,
χορεύει ανάμεσά μας..
Πιες..
Μέθυσε..
Κερνάω απόψε..
Από το νέκταρ των θεών,
περίσσευμα έχω
Πιες..
Από τα χείλη μου
το αλάτι του πόνου..
Της έκστασης το σκίρτημα νιώσε,
την τρέλα των αισθήσεων,
το ξεχείλισμα του Έρωτα..
Πιες..
Πιες με..
και μέθυσε.. Φεγγάρι μου..
Ίδια μάτια
Ίδιο πάθος
Κοινού θεού γέννημα
Το εσύ μου.. Εσύ..
Το εγώ μου.. Εσύ..
Όλα μου Εσύ
Όλα.. 

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Πες μου αν φοβήθηκες...

Μέρα τη μέρα σβήνει...
Τη βλέπει καθώς χάνει τις μέρες, τις ώρες, τη ζωή...
Με δυσκολία στέκει στα πόδια της,
καθώς η υγεία της καταρρέει.

Με το μυαλό θολό
παλεύει να ξεχωρίσει πού βρίσκεται,
σε ποιά εποχή, σε ποιό μέρος...
Συμφόρηση: απο το τέλος Ιουλίου...

Κι απο όλα που μένουν καθαρά, 
είναι να συλλογάται τον Γιώργο...
Επειδή είναι μόνος,
ο γιός της μόνος...

Χωρίς εκείνη δηλαδή,
που είχε ομορφήνει τη ζωή
του μονάκριβου γιού της,
και γι' αυτό την αγαπούσε...

-- Πού είναι; τον ρωτά,
-- Σε φροντίζει;
-- ναί μάνα! της απαντά
-- με φροντίζει!

Κι όλο μεσ' τη θολούρα της
η γριά μητέρα,
μια κλαίει για τη μοναξιά του
και μια αγωνιά για εκείνη...

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Τις νύχτες που κλαίν'...

Ερήμωσε η πόλη. Κυριακή μεσάνυχτα - ξημέρωμα Δευτέρας. Στους άδειους δρόμους οδηγώντας με ραδιόφωνο κλειστό. Στη μοναξιά καμμιά μουσική δεν χωράει. Επειδή στις σκέψεις του υπάρχει μονάχα εκείνη. Στη ψυχή του, στα μάτια του, στα χέρια στο τιμόνι...
Όπως τότε. Που κάποια βράδυα γυρίζανε στο σπίτι μαζί. Στην άδεια Τσιμισκή, στη σκοτεινή Εγνατία...
Τώρα πηγαίνει σπίτι μόνος. Όμως μέσα στο σπίτι ζωντανεύει η μορφή της:
καθώς σκυμμένη στον καναπέ, με το κομπιούτερ στα πόδια ή μπροστά στον καθρέφτη με τα ξέπλεκα μαλλιά ή στην αγκαλιά του κλαψουρίζοντας για τον χρόνο που δεν της φτάνει...
μ΄ένα χαμόγελο τα θυμάται και μ' ένα λυγμό θα κοιμηθεί.
Τίς νύχτες που κλαίν' των ερώτων τα θαύματα...

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές...

Πήρε και βρέχει...
Με νύχτα ντύθηκαν οι θαλασσινές σπηλιές. Κι όλα σκληρά. Σαν όστρακα, σαν τα κοχύλια που έκλεινες στις παλάμες σου...
Εκεί που υπάρχει η δίψα για την αγάπη,
μέσα στις θαλασσινές σπηλιές,
που μέρες πολλές σε γύρευα,
μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια...
Και δεν σε γνώριζα! 
Αλλοί!
Ούτε με γνώριζες...

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

Παράξενα όνειρα III...

Βράδυ παρά βράδυ αν όχι κάθε βράδυ τη βλέπει στα όνειρά του! Πέρασαν δυο χρόνια και κάτι, απο τότε που οι ζωές τους γνώρισαν άλλους δρόμους, χωριστούς. Όμως στη μνήμη του, στη συνείδησή του κι όπως είναι φυσικό στα όνειρά του εκείνη εξακολουθεί και πρωταγωνιστεί. Παράξενο! κι άλλο τόσο αληθινό!
Ξυπνώντας, προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει εικόνες θολές, περίεργες και δυνατές. Σαν κι αυτές τώρα τελευταία, που τη βλέπει μητέρα ενός μεγάλου παιδιού. Ενός παιδιού που παίζει με χαρά μαζί του, την ώρα που εκείνη στέκει παράμερα, απόμακρη, σιωπηλή κι αμέτοχη. Και προ παντός θολή και η εικόνα της δύσκολα ξεχωρίζεται στο μισοσκόταδο και στη θολούρα. Κι όσο το παιγνίδι του με το παιδάκι της εξελίσσεται, η εικόνα της καθαρίζει, η μορφή της φωτίζεται, γίνεται ευκρινέστερη και βγαίνει απο το παρασκήνιο. Τότε την βλέπει να τον κοιτά σιωπηλή, μάλλον θλιμμένη κι αυτός προσπαθεί να κρύψει την έκπληξή του, καθώς τη βλέπει χοντρή, δυσκίνητη και γερασμένη...

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Παράξενα όνειρα... II

Εσύ εκεί κι εγώ στου πόνου τον παράλληλο βαρύς χειμώνας
και το κλίμα ακατάλληλο
Εσύ εκεί κι εγώ στου κοσμου το υπόγειο να σε γυρεύω
σε μια ψεύτικη υδρόγειο

Εσύ εκεί κι ο έρωτάς σου διαταγή και τελεσίγραφο
Κι εγώ εδώ όλη τη νύχτα αγκαλιά μ' ένα αντίγραφο

Εσύ εκεί εσύ εκεί

Εσύ εκεί κι εγώ στου πόνου τα μεγάφωνα να τραγουδάω
της αγάπης τα παράπονα
Εσύ εκεί κι εγώ σκυμμένος στην κασέτα σου
να με ματώνει η φωνή σου και το ψέμα σου

Εσύ εκεί εσύ εκεί
Εσύ εκεί κι ο έρωτάς σου διαταγή και τελεσίγραφο
Κι εγώ εδώ όλη τη νύχτα αγκαλιά μ' ένα αντίγραφο
Εσύ εκεί εσύ εκεί

Παράξενα όνειρα.... I


Είχες τα μάτια σου κλειστά
και δεν κοιμήθηκα
Είχες τα χέρια σου ανοιχτά
κι εγώ φοβήθηκα

Κι όταν στην τόση απουσία σου
στην τόση απουσία σου διψάω
κοντά στο σκουλαρίκι σου κοντά
να σου το τραγουδάω

Θα γίνω χίλιες μαχαιριές
να σ' αγκαλιάσω
Κι εσύ δεν κόπηκες
Φίλησες χίλιους δυο προτού να σ' αρνηθώ
μα δεν προδόθηκες

Θέλω μονάχα να ορκιστώ
στ' αρώματά σου
πως τα όνειρά μου ήταν θολά
σαν τα δικά σου

Δεν τα πίστεψα ποτέ
τα είχα ανάγκη όπως ποτέ
μα στην υγειά σου
Πάντα θα γέρνω για να δω
τα σύννεφα στα γόνατά σου

Η πόλη σου φυσάει
φυσάει στα μάτια μου
Τα πέτρινα φιλιά σου στα μάτια μου
που ποτέ δε θα χορτάσω
ποτέ κι αν σε μαγέψω

Η ζωή μου πως φλερτάρει
ότι δεν είμαι ικανός να προστατέψω

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Πως να σε ξεχάσω...


Στο διαρκές αδιέξοδο της ζωής του,  μετά τον χωρισμό, άνοιξε κάποιες χαραμάδες. Να ασχολείται με κάτι, παρεχτός της δουλειάς του, μη τρελλαθεί...
Πήρε κι άρχισε ν' ασχολείται με μικρά video. Στην αρχή έφτιαξε video για το πως ζουν στη γειτονιά του, στους Αμπελόκηπους. Ύστερα στα ποτάμια. Στο δέλτα του Αξιού, στον Λουδία και στον Γαλλικό, στο Καλοχώρι. Στα άγρια βράδυα της αϋπνίας έφτιαχνε το μοντάζ, έβαζε μουσικές και εικόνες στη σειρά, έφτιαχνε παραμύθια...
Ύστερα κόλλησε κι ο Κρικέλης.
Μαζί φτιάξανε ακόμη περισσότερα videos. Τα θέματα πολλαπλασιάστηκαν. Κάνοντας δοκιμές και μελέτη βελτίωσαν το εξοπλισμό και την τεχνική τους και καταστάλαξαν στο ύφος που τους αρέσει. Έτσι φτιάξανε μικρά ντοκυμαντέρ για ανθρώπους σπουδαίους, που όμως ο πολύς κόσμος δεν τους ξέρει ακόμη...
Η δουλειά τους άρεσε σε πολλούς. Ακόμη περισσότεροι άρχισαν να ενδιαφέρονται κι έτσι η χαραμάδα τον στήριξε, σε ώρες πολύ δύσκολες, όπου η έλλειψή της αποκτούσε διαστάσεις ανώτερες της αντοχής του...
Φτιάξανε και κάνα δυο ταινίες μικρού μήκους. Που τις ευχαριστήθηκε σαν το γιατρικό στο σαράκι που τον τρώει...
Αργότερα αντιλήφτηκε πως ακόμη κι αυτή την ενασχόλησή του, την έφτιαχνε και την φτιάνει με μέτρο και αισθητική που έλκονται απο 'κείνη. Απο την αισθητική της, απο τα μεράκια της, που τον επηρέασε και τα έκαμε δικά του...
Οπότε... πως να ξεφύγει; πως να τη ξεχάσει;
που ολάκερος ο κόσμος του στερεώνεται σ' εκείνη...
Τυχαία απόκτησε πρόσβαση στην τηλεόραση. Μαζί με τον Κρικέλη θα φτιάξουν μουσική εκπομπή, όπου θα δείξουν μουσικούς της πόλης, που δικαιούναι δημοσιότητας, επειδή είναι ικανοί και το αξίζουν...
Η "χαραμάδα" του μπορεί να έγινε παράθυρο ή πόρτα ανοιχτή, όμως...

Περνούν οι νύχτες,
τα δευτερόλεπτα βαριά
στους λεπτοδείκτες
ζητώντας κάτι
που να μη γίνεται
ουρλιαχτόκι οφθαλμαπάτη
Ξέρω τ' όνομά σου
την εικόνα σου και πάλι από την αρχή
ψάχνω για μια διέξοδο γυρεύοντας
μια αλλιώτικη ζωή...

όμως, μάταια γιατί οι νύχτες του παραμένουν ουρλιαχτό κι οφθαλμαπάτη...

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Τα δάκρυα στα μάτια του...


Ο κώδικας της ζωής του παραμένει άρρηκτα δεμένος μ' εκείνη. Δεν είναι μονάχα οι εικόνες της πόλης, το σπίτι, τα μικροαντικείμενα και τα ρούχα, όλα όσα περιέχουν την εικόνα της και την παρουσία της. Είναι και οι παράδοξες κι αφύσικες στιγμές μιας διαρκούς τηλεπάθειας, που ωστόσο μπορεί να μην είναι αληθινή, παρά προϊόν της φαντασίας του.
Έντονα, μερικές φορές πολύ έντονα όνειρα "μιλούν" ολοζώντανα για εκείνη. Που ως φαίνεται δεν είναι καλά. Που τη βασανίζουν προβλήματα και τη γιομίζουν άγχος. Τότε έρχεται ολοζώντανη στο όνειρό του και εξομολογείται τις δυσκολίες της...
Και τί παράξενο! Είναι τόσο έντονα και αληθινά, που όταν ξυπνήσει παραμένει αβέβαιος, αδυνατώντας να πιστέψει πως ενα όνειρο ήταν και πάει...
Κι ακόμα πιο παράξενο, στις σπάνιες φορές που βρίσκεται ανάμεσα σε πολύ κόσμο, όπως στη χτεσινή διαδήλωση (παράταιρος κι απόκοσμος, ξένος στο βουητό του πλήθους) νοιώθει έντονα την παρουσία της. Νοιώθει πως κάπου εκεί κοντά βρίσκεται και τον ψάχνει κι έτσι αρχίζει κι αυτός να την αναζητά μέσα στο πλήθος, με έντονη τη βεβαιότητα πως εκείνη τον βλέπει κι εκείνος δεν μπορεί να τη βρεί...
Κι ούτε τα δακρυγόνα κι ούτε η αποπνικτική ατμόσφαιρα τον ενοχλούν. 
Την ψάχνει αδιάκοπα και μάταια μεσ' το πλήθος και δεν φταίνε τα δακρυγόνα για τα δάκρυα στα μάτια του...

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011

Έφυγε κι αυτός ο Αύγουστος, ο πένθιμος. Που απο όπου κι αν τον κοίταγε, φυλλοροούσε. Οι μέρες του χάνονταν όπως κι οι υπόλοιπες αταίριαστες μέρες της ζωής του. Καθώς λαβώθηκε απο παλιά, δεν μπόρεσε ακόμα να συνέλθει...
Ο χρόνος του (ο "άγιος" χρόνος μιας ευτυχισμένης δεκαετίας) έληξε παντοτινά. Γι αυτό και δεν κυλά, δεν έχει μέλλοντα. Απομεινάρια μείνανε οι έντονες αναμνήσεις της, άλλοτε ιαματικές και τις πιο πολλές φορές σκληρές κι επώδυνες, σαν διαρκές βασανιστήριο μιας ψυχής τραυματισμένης...
Ας είναι...
Τίποτε δεν τον συγκινεί, τίποτε δεν τον νοιάζει. Όχι απο ανεμελιά, αλλά απο μια προϊούσα περιφρόνηση κάθε καλοπέρασης. Νά' χει μονάχα τα τσιγάρα του και λίγο καύσιμο αλκοόλ για τα φλεγόμενα σωθικά του. Που μαζί με τη τέμνουσα μνήμη της να ξοδεύει αλόγιστα τα ύστερα της ανώφελης ζωής του...
Στέρεψε η αγάπη του για γράψιμο. Στέρεψε κι ανάγκη του να πληκτρολογεί. Επειδή δεν έχει άλλο τίποτε να 'πει, παρεχτός ότι του λείπει. Του λείπει πολύ!

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

Φωνάζω, μα δεν ξέρω τι σου λέω...



Ζωγράφιζες με χάδια το κορμί μου
κι εγώ το πίστεψα πως ήσουνα δική μου
μα κάποιο βράδυ που 'πεφτε βροχή
σε άλλα χείλη λες την προσευχή


Κι εγώ πάντα εκεί στο αμάν στο γιατί
τη ζωή μου για σένα σκορπάω
κι εγώ πάντα εκεί συλλογιέμαι γιατί
με σκοτώνει αυτό που αγαπάω
Κι εγώ πάντα εκεί στο αμάν στο γιατί
τη ζωή μου για σένα σκορπάω
κι εγώ πάντα εκεί σε ρωτάω γιατί
να πεθαίνω και να σ' αγαπάω


Φωνάζω μα δεν ξέρω τι σου λέω
παλιό μεράκι μου σαράκι πάντα νέο
πληρώνω με το δάκρυ τα φιλιά
σε αγκαλιάζω μα δεν είσαι πουθενά


Κι εγώ πάντα εκεί στο αμάν στο γιατί
τη ζωή μου για σένα σκορπάω
κι εγώ πάντα εκεί συλλογιέμαι γιατί
με σκοτώνει αυτό που αγαπάω
Κι εγώ πάντα εκεί στο αμάν στο γιατί
τη ζωή μου για σένα σκορπάω
κι εγώ πάντα εκεί σε ρωτάω γιατί
να πεθαίνω και να σ' αγαπάω

Ψάχνω τη μορφή της...


Κάποια κάπου κάποτε ήταν η ζωή μου
η αρχή το τέλος μου κι όλη η ύπαρξή μου

Τώρα μες τα όνειρά μου ψάχνω τη μορφή της
μα και κείνη χάθηκε σαν την υπόσχεσή της

Κάποια κάπου κάποτε μου χτιζε παλάτια
ήταν όμως γυάλινα κι έγιναν κομμάτια

Τώρα μες τα όνειρά μου ψάχνω τη μορφή της
μα και κείνη χάθηκε σαν την υπόσχεσή της

Κυριακή 14 Αυγούστου 2011

Παναγιώτη έφυγες νωρίς...

Είμαι ακόμη εδώ Παναγιώτη. Σε μια νεκρή χώρα. Σε μια νεκρή κοινωνία. Που απο όπου κι αν την κοιτάξεις, ζωή δεν έχει...
Εσύ έφυγες νωρίς. Χωρίς να προλάβουμε να τελειώσουμε τις ζωές μας. Χωρίς ν' απαλλαγούμε απο τους πόθους μας...
Αφήσαμε τις κουβέντες στη μέση Παναγιώτη. Είμαστε δυο χαζοί. Δυο χαζοί που πιστεύαμε στις ίδιες ιδέες, στις ίδιες αξίες...
Που απ' όπου κι αν τις ζητήσαμε, χάσαμε τη μπάλα.
Όμως Παναγιώτη, ματώσαμε απο τα ίδια τραύματα! Μπορεί να γελάγαμε με τα παρόμοια παθήματά μας Παναγιώτη - θυμάσαι;-  πώς μπορεί να τα ξεχάσεις;
Κι ύστερα μου εκμυστηρεύτηκες πως έκλαιγες οδηγώντας για το σπίτι...
Κλαίγαμε την ίδια ώρα, το ίδιο βράδυ,
για τις χαμένες αγάπες της ζωής μας, για τις χαμένες ευκαιρίες, που ήταν οι τελευταίες και για τους δυό μας...
Και την επαύριο σκάσαμε στα γέλια όταν το αλληλοεξομολογηθήκαμε!
Ύστερα ρε Παναγιώτη την έκανες! Έκανες την ίδια χαζομάτα που μας έδερνε...
Κι έφυγες... 
Αχ! ρε Παναγιώτη...
Χτές σε θυμήθηκαν πολλοί. Γράψανε στις εφημερίδες, κάνανε τα δέοντα.
Μερικοί όμως δεν σε ξέχασαν ποτέ!
Εγώ σε μελετάω συχνά. Επειδή Παναγιώτη έφυγες νωρίς, χωρίς να τελειώσουμε τις κουβέντες μας...
Λοιπόν, μάθε πως εγώ εδώ πίσω εξακολουθώ και πονώ. Πονώ πολύ για 'κείνη...
Εσύ;

Σάββατο 13 Αυγούστου 2011

Τέσσερεις...

Με βρήκε πάλι το ξημέρωμα στους δρόμους. Η υγρασία περονιάζει. Πρεζόνια, μεθυσμένοι, μπάτσοι ζούνε τις ώρες τους. Άνθρωποι παράταιροι, ανόμοιοι, ασύνταχτοι σε ώρες που η σιωπή ευδοκιμεί ανέγγιχτη απο τα πάθη και τα λάθη της πόλης...
Μαζεύω την κούραση της άδειας νύχτας, σβήνω τη φλόγα του αλκοόλ σ' ένα σύννεφο καπνού τσιγάρων, με μάτια υγρά και κόκκινα και πέρνω το δρόμο για το σπίτι...
Τέσσερεις το πρωί, όταν όλοι σε κοιτάζουν όχι μόνο με υποψία
αλλά με ανάμικτο φόβο και περιφρόνηση...

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

Κι απόψε θέλω να πιώ...

Το κλειδί γύρισε, όπως πάντα κανονικά. Η πόρτα άνοιξε στο ίδιο άδειο σπίτι... Έξω βρέχει, οι αυγουστιάτικοι δρόμοι της πόλης ήταν και είναι άδειοι...
Σωριάστηκε στον καναπέ, άδειος κι ο ίδιος, όπως οι δρόμοι που περιπλανήθηκε...
Ο ήχος της βροχής ήταν η μόνη ένταση της σιωπής...
Κοντεύει δεκαπενταύγουστος... Απο Παρασκευή, το Σάββατο, την Κυριακή και τη Δευτέρα μόνος...
Όπως πάντα μόνος... Όπως κάθε χρόνο μόνος...
Κι απόψε θέλει να πιεί. 
Όπως λέει και το τραγούδι:

Απόψε θέλω να πιω
τίποτα μετά να μη θυμάμαι
μέσα στον καπνό να παγιδευτώ
συνέπειες να μη φοβάμαι

Απόψε θέλω να πιω
θέλω να ξεφύγω από τα όριά μου.
Μέσα στον καπνό να εξομολογηθώ.
Για τα χαμένα όνειρά μου.

Θα ανάβω με τσιγάρα
θα σβήνω με ποτά...
τώρα που πήρα τη λαχτάρα
στάχτη να γίνουν όλα πια.

Απόψε θέλω να πιω...
Όλους κι όλα να τα διαγράψω.
Μέσα στον καπνό να εξαφανιστώ
πίσω να μην ξανακοιτάξω


Τρίτη 9 Αυγούστου 2011

Κουράστηκα...

Κουράστηκα...
Μικρή η πόλη, δεν με χωρά.
Στην πιο μικρή της γωνιά πατήσαμε μαζί,
γι' αυτό είσαι παντού,
όπου κι αν πάω...
Με πειράζει που δεν είμαστε μαζί,
π.χ.στο γκόλφ...
έτσι δεν ξαναπήγα...
Όπως κι αλλού,
που όπου κι αν βρεθώ,
δεν είσαι πλέον δίπλα μου...
Που πάει να 'πεί:
δύο ίσον ένα. Επειδή έτσι ήτανε...
Τώρα δεν είναι,
γι αυτό δεν αντέχεται...
Μικρή η πόλη,
μα πιο μικρή η χώρα όλη...
Έτσι κλείνομαι στο σπίτι,
που κι αυτό γίνεται αφόρητο,
καθώς κι εδώ μέσα ριζωμένες βαθειά
είναι οι αναμνήσεις...
Κουράστηκα...
Χάθηκα...

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2011

Στης ψυχής μου το παράθυρο...


Στο παράθυρο της ψυχής μου, αντικρίζω μόνο εσένα.
 Δική μου η αγάπη και η ελπίδα. Μοιραίος άγγελος στα δικά σου χείλη.
Γαλήνη και ηρεμία. Αναπολώ με χάρη την εποχή των εικόνων.
Ναι, πιστεύω στην οργή και στην απεραντοσύνη της θάλασσας. 
Ζωντάνια και γιορτή για τον σύγχρονο εραστή του ονείρου. 
Γνώση και έρωτας. Αγνότητα και πονηρία. Ζωή με αντιθέσεις. 
Χάθηκε πια λίγο η τρυφερότητα και το χάδι. 
Το νερό της σιωπής ρέει στο αυλάκι της σκέψης σου. Λαμπρός ήλιος καθρεφτίζει το χρώμα των ματιών σου…