Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Η ομορφιά που αρνείται να ξεχάσει...

Μπήκε, περασμένα μεσάνυχτα στο άδειο μπαρ και κοντοστάθηκε δισταχτικά. Ο μπάρμαν διέκοψε το νευρικό σκούπισμα του πάγκου του, ανασήκωσε το φρύδι και την κοίταξε με περιέργεια. Εκείνη τους πλησίασε, τρέμοντας σαν σκύλος, που θέλει κάτι. Έριχνε τη ματιά της δεξιά - αριστερά, ερευνώντας για να βεβαιωθεί πως είχε μπροστά της μονάχα τους δυο άντρες -τον πελάτη και τον μπάρμαν - στον άδειο χώρο του μπαρ. Μόλις βεβαιώθηκε, πλησίασε και κάθισε καναδυό θέσεις παραδίπλα, βάζοντας με προσοχή ένα μικρό τσαντάκι πάνω στη μπάρα. Πριν προλάβει ο μπάρμαν να την ρωτήσει, εκείνη έγειρε στο πλάι, κι έπεσε ανήμπορη στο παγωμένο πάτωμα. Σηκώθηκε γρήγορα, πριν ξαναπρολάβει ο μπάρμαν να ξεπεράσει την έκπληξή του και την ανασήκωσε, σαν παιγνίδι, στην αγκαλιά του. Κατόπιν, κρατώντας την, έσπρωξε με το πόδι ένα καναπέ και την ακούμπησε μαλακά. Τα μακριά της μαλλιά είχαν κρύψει το πρόσωπό της κι ένα ελαφρό βογγητό ξέφυγε απ' τα σφιγμένα χείλη της. Παραμέρισε με τα δάχτυλά του τα μαλλιά. Είδε τη μελανιά και το πρήξιμο στο αριστερό της μάγουλο και στο μάτι και ψαχούλεψε τον σφυγμό στην καρωτίδα της. Ήταν κανονικός και γρήγορος, σημάδι πως δεν είχε χάσει ολότελα τις αισθήσεις της.

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Η ψαρίλα...

Ήταν χειμώνας, όπως και σήμερα. Ψάχνανε να βρούνε το μέρος που τραγουδούσε ο Νίκος Δημητράτος. Θαρρώ ήταν Σαββατόβραδο. Πήγανε μαζί από νωρίς, να κλείσουνε τραπέζι και για τους φίλους τους. Ήταν πολύ χαρούμενος επειδή του άρεζε ο Δημητράτος κι επειδή κι εκείνη δέχτηκε πρόθυμα να πάνε, μόνο και μόνο επειδή ήθελε να τον βλέπει χαρούμενο κι ευχαριστημένο. Γι' αυτό δεν του χάλασε το χατίρι.
Φθάσανε κατά τις 9 το βράδυ στο μαγαζί κι έκανε πολύ κρύο. Την άφησε στη ζέστη του αυτοκίνητου και πήγε μόνος για τα διαδικαστικά. Επιστρέφοντας στο αμάξι πολύ σύντομα, σχεδόν αμέσως, τον κοίταξε με απορία...
Η απογοήτευση είχε χαραχθεί έντονα στο πρόσωπό του...
Μόλις άνοιξε την εξώπορτα του Πλατώ, τον πήρε κατάμουτρα μια αφόρητη μπόχα, που αμέσως του είχε φέρει δύσπνοια... Του ήταν αδύνατο να επιχειρήσει να υπομένει την βαρειά μυρουδιά, όντας αλλεργικός κι ασθματικός σε τέτοιο περιβάλλον...
Έτσι δεν μπόρεσε να χαρεί από κοντά τον μεγάλο τραγουδιστή.
Σήμερα έμαθε πως ο Νίκος Δημητράτος έφυγε για πάντα. Γι' αυτό θυμήθηκε εκείνη τη βραδιά. Στη ζωή του όλα, όλα, σημαντικά κι ασήμαντα είναι συνυφασμένα με εκείνη...
Χρόνια αργότερα, στο Πλατώ γίνονται τα γυρίσματα της εκπομπής που είχε αναλάβει. Μυρωδιά όμως καμιά, όλα καλά. Ύστερα από τα πρώτα γυρίσματα, μια Τρίτη απόγευμα, που πήγε για το γύρισμα, η δριμεία μυρωδιά ήταν πάλι εκεί. Του εξήγησαν πώς την προηγούμενη μέρα (όπως και κάθε Δευτέρα) μπροστά στο δρόμο του Πλατώ  λειτουργούσε λαϊκή αγορά. Στην περίμετρο του μαγαζιού τους, για κακή τους τύχη ήταν οι πάγκοι των ψαράδων. Κι όταν στο τέλος της μέρας έλιωνε ο πάγος που συντηρούσαν τα ψάρια, το νερό πλημμύριζε το πεζοδρόμιο και τον δρόμο και βρώμαγε ο τόπος. Η ψαρίλα έμενε εκεί για δύο 24ωρα, επειδή ο δήμος δεν καθάριζε το δρόμο, με ειδικά απορρυπαντικά και οι ιδιοκτήτες του Πλατώ ήταν σε απόγνωση. Το μόνο που είχαν καταφέρει ήταν να μεταθέσουν την λειτουργία της λαϊκής αγοράς από Παρασκευή σε Δευτέρα...

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Μες τους τέσσερις τοίχους...



Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μένα...

(απόσπασμα απο το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη)

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

Λόγια των σκοτεινών κυμάτων...

Ο προβολέας της μοτοσικλέτας φώτισε την σκοτεινιασμένη και παγωμένη θάλασσα. Αργοσάλευε το κύμα μπροστά στον τροχό της, καθώς σταμάτησε στα λίγα εκατοστά της προκυμαίας πριν το κενό. Το ψύχος διαπέρασε το κορμί του σαν λεπίδα παγωμένου μέταλλου. Κατέβηκε απ' τη μηχανή, έσβησε τα φώτα και τον κινητήρα κι απόμεινε ακίνητος, μαρμαρωμένος. Της νύχτας η σιωπή κι η ερημιά της παραλίας φωτίζονταν αμυδρά απ' τα νοτισμένα φώτα του καραβιού, που στο βάθος ακίνητο, βουβό σκάλωνε στο αγκυροβόλι. Θάλασσα κι ουρανός γίναν ένα. Έσμιγαν αξεδιάλυτα στο νυχτερινό αιθέρα και το καράβι φάνταζε σαν κάδρο κρεμασμένο σε τοίχο. Πίσω του, μακριά και μέσα στην ομίχλη τα κοκκινωπά φώτα στο παλιό λιμάνι, αμυδρά πάσχιζαν να τρυπήσουν την απόσταση, σαν την τελευταία πνοή μιας ζωής που αργοσβήνει στο άπειρο.
— Ποιός είμαι άραγε; αναρωτήθηκε ανάβοντας τσιγάρο.
— a distance ship smoke on the horizon... απάντησε η ψυχή του.
Κάπνισε, ρουφώντας την υγρασία και την παγωνιά της νύχτας μαζί με τον καπνό. Στο παγωμένο του κορμί ισορροπούσε το ψύχος με τη φωτιά που έκαιγε στα σωθικά του.
— ...αφότου αβάσταχτη έγινε στου αντρός τα στέρνα η μοναξιά, σκόρπισε κι έσπειρε άστρα! ψιθύρισε στίχο του Ελύτη, κι ας μην είχε αστέρια ο βαρύς χαμηλός ουρανός.
Ο διάλογος με τους δαίμονες που εξουσιάζουν τη ζωή του κράτησε την υπόλοιπη βραδιά. Τα λόγια των σκοτεινών κυμάτων, ανακατεμένα στο σαλεμένο του μυαλό, ύφαναν ολάκερη τη νύχτα με αισθήματα βαρειά, με δάκρυα πικρά και μνήμες πυκνές μιας ωραίας, που ο αγράμματος έχασε χρόνια πριν.
Το ξημέρωμα, τον βρήκε πάλι στους δρόμους να βολοδέρνει σφιχταγκαλιασμένος πάνω στη μηχανή, ανάμεσα σε βιαστικούς ανθρώπους, των οποίων η ζωή τουλάχιστον έχει κάποιο προορισμό...

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

Το κομματάκι που λείπει...

Νυχτερινή μεταμεσονύχτια βροχή. Με ρυθμό σταθερό. Πάνω στα γυμνά κλαδιά, στους σκουριασμένους τσίγκους, στη φθαρμένη στέγη και στο σκληρό χώμα. Βρόχινη τελετή, ιερή της άγριας νύχτας...
Ανεβαίνεις τότε ψηλά. Πάνω απ' τις στέγες των ανθρώπων, κάτω απ' τα βαρειά σύννεφα, που κρύβουν τον ουρανό. Η βροχή σε ξεπλένει απ' την κατάθλιψη. Ξεπλένει τις άγριες σκέψεις, για να μπορέσεις να επιστρέψεις εντός σου, καθαρός και μουσκεμένος. Το κρύο γίνεται λάσπη. Σαν τον χρόνο που απόμεινε πάνω σου.

Όταν ιερουργεί η βροχή, τράβα ψηλά, στ' ανήμερα. Εκεί που ο ουρανός ανοίγει την αγκαλιά του, δείχνοντας το κομμάτι της συμμετοχής σου στο σύμπαν. Που είναι μικρό. Πολύ μικρό κι απροσδιόριστο. Σαν ένα δάκρυ απομονωμένο σ' έναν ολόκληρο Ατλαντικό. Που όσο κι αν ψάξεις δεν γίνεται να το βρεις. Κι ας βρήκες κάποτε την άλλη ψυχή, που σου κουρέλιασε τη ζωή σου όλη.
Έτσι, σαν το δάκρυ στον ωκεανό, χάθηκε το κομμάτι σου στο σύμπαν. Επειδή το σύμπαν σου ήταν εκείνη...
Η παγωμένη βροχή ανήμπορη κι αυτή, να γιατρέψει τη φλόγα που κατατρώγει τα σωθικά σου. Φεύγεις, φεύγεις...
Αργά και σταθερά φεύγεις. Επειδή τίποτε πια δεν περιμένεις...
Ούτε το μικρό εκείνο κομματάκι του απέραντου σύμπαντος...

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Σαν κοριτσάκι που παίζει με τα σπίρτα...

Ύστερα από τα μεσάνυχτα παλεύει με την αγρύπνια. Μετρά στην άδεια ψυχή του τα κενά χρόνια που πέρασαν. Σαν τιμωρία, για τα χρόνια που χάρηκε την ευτυχία. Μετρά μια ατέλειωτη διαδοχή εικόνων, διαδρομών, λέξεων και αισθημάτων. Που μπορεί να τέλειωσαν, μα δεν έσβησαν, δεν γίναν παρελθόν. Κι όσο κι αν ο χρόνος απομακρύνεται από εκείνη τη ζωή, πεισματικά αρνείται να την εγκαταλείψει. Σαν βουδιστής καλόγερος, που τάχτηκε να περάσει τη ζωή του στα βουνά, ψάχνοντας προσευχόμενος το πρόσωπο του Θεού.
Μόνο που το πρόσωπο του δικού του Θεού είναι γνώριμο. Σαν ένα κοριτσάκι, που παίζει με τα σπίρτα...

Τὸ φῶς

Καθὼς περνοῦν τὰ χρόνια
πληθαίνουν οἱ κριτὲς ποὺ σὲ καταδικάζουν-
καθὼς περνοῦν τὰ χρόνια καὶ κουβεντιάζεις μὲ λιγότερες
  φωνές,
βλέπεις τὸν ἥλιο μ᾿ ἄλλα μάτια-
ξέρεις πὼς ἐκεῖνοι ποὺ ἔμειναν, σὲ γελοῦσαν,
τὸ παραμίλημα τῆς σάρκας, ὁ ὄμορφος χορὸς
ποὺ τελειώνει στὴ γύμνια.
Ὅπως, τὴ νύχτα στρίβοντας στὴν ἔρμη δημοσιά,
ἄξαφνα βλέπεις νὰ γυαλίζουν τὰ μάτια ἑνὸς ζώου
ποὺ ἔφυγαν κιόλας, ἔτσι νιώθεις τὰ μάτια σου
τὸν ἥλιο τὸν κοιτᾶς, ἔπειτα χάνεσαι μὲς στὸ σκοτάδι-
ὁ δωρικὸς χιτώνας
ποὺ ἀγγίξανε τὰ δάχτυλά σου καὶ λύγισε σὰν τὰ βουνά,
εἶναι ἕνα μάρμαρο στὸ φῶς, μὰ τὸ κεφάλι του εἶναι στὸ
  σκοτάδι.
Κι αὐτοὺς ποὺ ἀφῆσαν τὴν παλαίστρα γιὰ νὰ πάρουν
  δοξάρια
καὶ χτύπησαν τὸ θεληματικὸ μαραθωνοδρόμο
κι ἐκεῖνος εἶδε τὴ σφενδόνη ν᾿ ἀρμενίζει στὸ αἷμα
ν᾿ ἀδειάζει ὁ κόσμος ὅπως τὸ φεγγάρι
καὶ νὰ μαραίνουνται τὰ νικηφόρα περιβόλια-
τοὺς βλέπεις μὲς στὸν ἥλιο, πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο.
Καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ κάναν μακροβούτια ἀπ᾿ τὰ μπαστούνια
πηγαίνουν σὰν ἀδράχτια γνέθοντας ἀκόμη,
σώματα γυμνὰ βουλιάζοντας μέσα στὸ μαῦρο φῶς
μ᾿ ἕνα νόμισμα στὰ δόντια, κολυμπώντας ἀκόμη,
καθὼς ὁ ἥλιος ράβει μὲ βελονιὲς μαλαματένιες
πανιὰ καὶ ξύλα ὑγρὰ καὶ χρώματα πελαγίσια-
ἀκόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξὰ
πρὸς τὰ χαλίκια τοῦ βυθοῦ
οἱ ἄσπρες λήκυθοι.

Γ. Σεφέρης

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Our telegraph road...

Η μέρα άνοιξε σαν παραθυρόφυλλο, σαν μπαλκονόπορτα. Απ' τη μοναξιά του κλειστού σπιτιού στην απλωσιά του έξω κόσμου. Μέρα μουντή, νοτερή, μ' ένα ψιλόβροχο ενοχλητικό και λίγο κρύο, ταιριαστό για το τελευταίο δεκαήμερο του Νοέμβρη. Οι υαλοκαθαριστήρες κινούνταν ρυθμικά, σαν εκκρεμές που 'χε αντιγράψει την συχνότητα των χτύπων της καρδιάς. Σκούπιζαν το υγρό τζάμι μ' ένα ελαφρό τρίξιμο, υπενθυμίζοντας πως άλλοτε αυτόν τον δρόμο δεν τον έπαιρνε μόνος. Το κάθισμά της παραμένει άδειο, σιωπηλό όλα αυτά τα χρόνια κι είναι αδύνατο να φιλοξενήσει κάποια άλλη. Επειδή δεν γίνεται να φιλοξενήσει κάποια άλλη...
Οι υαλοκαθαριστήρες λειτουργούν και σαν μετρονόμος. Κρατούν το τέμπο μιας μέτριας μελωδίας, αλλά το χέρι της δεν θα πειράξει το ραδιόφωνο, δεν θα ψάξει έναν - έναν τους σταθμούς όπως συχνά το συνήθιζε. Σ΄ όλη τη διαδρομή αναβλύζουν οι αναμνήσεις. Όποτε αλλάζει το τοπίο, του υπενθυμίζεται πως πέρασαν πολλές φορές από τον δρόμο αυτό. Πολλές! Τόσες πολλές που μοιάζει παράταιρο να οδηγεί τώρα μόνος, σιωπηλός, βουβός...
Τα σύννεφα χαμήλωσαν και τύλιξαν σαν μεταξένια σάλια τον Όλυμπο. Ακούμπησαν στις πλαγιές, σαν το λευκό της μακρύ κασκόλ, διακοσμώντας το μουντό τοπίο της βροχερής μέρας, με εκείνη τη μοναδική της αίσθηση της ομορφιάς.
Ανεβαίνοντας στη Ραψάνη την αντάμωσε. Είχε πάρει τη μορφή μιας γερακίνας, που μπήκε ξαφνικά και πέταξε παιχνιδιάρικα μπροστά του, στη διαδρομή του, κάνοντας τσαλίμια στις στροφές. Επιμένοντας την ακολούθησε μέχρι το δάσος με τα πλατάνια κι όταν κούρνιασε σ' ένα από αυτά, σταμάτησε και κατέβηκε απ' τ' αμάξι. Αλλάξανε ματιές. Για ένα ολόκληρο λεπτό τον κοίταζε επίμονα, διαπεραστικά.
Σαν να τον ρώταγε: γιατί;
Ύστερα άνοιξε τα φτερά της και πέταξε ευκίνητη, μακριά, περνώντας ψηλά πάνω απ' το κεφάλι του. Χάθηκε πίσω απ' τα πλατάνια και τον άφησε να τη θαυμάζει, αδιαφορώντας για την βροχή που σύντομα τον μούσκεψε.
Όλη η διαδρομή, όλος ο δρόμος, όλες οι αναμνήσεις ήταν σαν σήματα Μόρς. Σαν ένας νοερός τηλέγραφος επικοινωνίας, που λειτουργεί αδιάκοπα.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν...


And the birds up on the wires and the telegraph poles 
They can always fly away from this rain and this cold 
You can hear them singing out their telegraph code 
All the way down the telegraph road 
You know I'd sooner forget but I remember those nights 
When life was just a bet on a race between the lights 
You had your head on my shoulder you had your hand in my hair 
Now you act a little colder like you don't seem to care 
But believe in me baby and I'll take you away 
From out of this darkness and into the day 
From these rivers of headlights these rivers of rain 
From the anger that lives on the streets with these names 
'cos I've run every red light on memory lane 
I've seen desperation explode into flames 
And I don't want to see it again. . . 
From all of these signs saying sorry but we're closed 
All the way down the telegraph road

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Τὸ σπίτι κοντὰ στὴ θάλασσα...

Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μου τὰ πῆραν. Ἔτυχε
νά᾿ ναι τὰ χρόνια δίσεχτα πόλεμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ
κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ
κάποτε δὲν τὰ βρίσκει- τὸ κυνήγι
ἦταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια-
οἱ ἄλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια.
Μὴ μοῦ μιλᾶς γιὰ τ᾿ ἀηδόνι μήτε γιὰ τὸν κορυδαλλὸ
μήτε γιὰ τὴ μικρούλα σουσουράδα
ποὺ γράφει νούμερα στὸ φῶς μὲ τὴν οὐρά της-
δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια
ξέρω πὼς ἔχουν τὴ φυλή τους, τίποτε ἄλλο.
Καινούργια στὴν ἀρχή, σὰν τὰ μωρὰ
ποὺ παίζουν στὰ περβόλια μὲ τὰ κρόσσια τοῦ ἥλιου,
κεντοῦν παράθροφυλλα χρωματιστὰ καὶ πόρτες
γυαλιστερὲς πάνω στὴ μέρα-
ὅταν τελειώσει ὁ ἀρχιτέκτονας ἀλλάζουν,
ζαρώνουν ἢ χαμογελοῦν ἢ ἀκόμη πεισματώνουν
μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔμειναν μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν
μ᾿ ἄλλους ποὺ θὰ γυρίζανε ἂν μποροῦσαν
ἢ ποὺ χάθηκαν, τώρα ποὺ ἔγινε
ὁ κόσμος ἕνα ἀπέραντο ξενοδοχεῖο.
Δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια,
θυμᾶμαι τὴ χαρά τους καὶ τὴ λύπη τους
καμιὰ φορά, σὰ σταματήσω-
ἀκόμη
καμιὰ φορά, κοντὰ στὴ θάλασσα, σὲ κάμαρες γυμνὲς
μ᾿ ἕνα κρεβάτι σιδερένιο χωρὶς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τὴ βραδινὴν ἀράχνη συλλογιέμαι
πὼς κάποιος ἑτοιμάζεται νὰ ῾ρθεῖ, πὼς τὸν στολίζουν
μ᾿ ἄσπρα καὶ μαῦρα ροῦχα μὲ πολύχρωμα κοσμήματα
καὶ γύρω του μιλοῦν σιγὰ σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιὰ καὶ σκοτεινὲς δαντέλες,
πὼς ἑτοιμάζεται νὰ ᾿ ρθει νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήσει-
ἤ, μιὰ γυναίκα ἐλικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας ἀπὸ λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακοῦσες Ἀλεξάντρεια,
ἀπὸ κλειστὲς πολιτεῖες σὰν τὰ ζεστὰ παράθυροφυλλα,
μὲ ἀρώματα χρυσῶν καρπῶν καὶ βότανα,
πὼς ἀνεβαίνει τὰ σκαλιὰ χωρὶς νὰ βλέπει
ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν κάτω ἀπ᾿ τὴ σκάλα.
Ξέρεις τὰ σπίτια πεισματώνουν εὔκολα, σὰν τὰ γυμνώσεις.
Γιώργος Σεφέρης: Κίχλη


Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Χίλια χρόνια...

Και να 'μαι εδώ, ανάμεσα Κυριακή και Δευτέρα όπου παράπεσε η αληθινή μου νύχτα. Για ένα δευτερόλεπτο. Που, όπως η ζωή μου τέμνεται μόνο από 'σένα κι όχι από τους άλλους, έτσι κι αυτό το δευτερόλεπτο: μοιάζει σαν αστρικός αιώνας, που η ταχύτητα του φωτός δεν μπορεί να ξεπεράσει.
Δεν είναι η απόσταση που μας χωρίζει. Ούτε ο χρόνος που πέρασε. Τίποτε δεν μας χωρίζει, όσο την ψυχή μου κυβερνάς. Ούτε μια ανάσα.
Κι αν μακριά ζω απ' τους ανθρώπους, το δευτερόλεπτο (που κανείς δεν συλλογίζεται) είναι που τέμνει μια Κυριακή από μια σημαδιακή Δευτέρα 11 του Νοέμβρη.
Εκεί μέσα ζω. Σ' αυτό το ασήμαντο δευτερόλεπτο. Κι όσο ατέλειωτα κι αν αργεί να σβήσει, εύχομαι άλλα χίλια χρόνια να ζήσεις.
Και να με θυμάσαι, γιατί έτσι μονάχα μπορώ κι εγώ να ζώ...

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Οι γραμμές στην σκοτεινή άσφαλτο...

Οι γραμμές στην σκοτεινή άσφαλτο. Βαμμένες σε ευθεία, η μία μετά την άλλη. Σαν δείκτες των ημερών που χάθηκαν στη μοναξιά. Μονότονες, σταθερές, ατέλειωτες. Κι οι νύχτες άγρυπνες, γραμμένες στο περίγραμμα του δρόμου, όσο οι προβολείς μπορούν να φωτίσουν. Ανάμεσα σε σκιές και σκοτάδι, σκιάχτρα μιας ζωής ανυπόφορης, χωρίς νόημα και ουσία. Σε μόνιμο παραλήρημα μοναξιάς, κατάθλιψης και σιωπής...
Οι γραμμές στην σκοτεινή άσφαλτο. Οδηγοί σταθεροί για το τέλος του κόσμου που συντελέστηκε χρόνια πριν. Διαρκής τιμωρία το παρόν, ποινή μη εξαγοράσιμη, υποχρεωτική, βασανιστική. Σχηματίζονται αδιάκοπα, όπως οι ατέλειωτες ώρες, οι ατέλειωτες νύχτες της μάταιης ζωής του. Κυνηγούν και κυνηγιούνται σαν αναμνήσεις καταιγιστικές, όπως μέσα στην ηρεμία της παραφροσύνης. Ούτε η έξαλλη ταχύτητα μπορεί να τις σβήσει, να τις μετασχηματίσει σε μια γραμμή ευθεία, ισοηλεκτρική.
Πατά με πείσμα κι άλλο το γκάζι. Τίποτα...
Διαρκώς στα άδεια μάτια του μονάχα εκείνη...

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

Στο σπίτι της σιωπής...

Το σπίτι σιωπηλό. Μέσα στα μάτια του η μοναξιά, που ο ίδιος την επέλεξε. Μοναξιά με μνήμη ανακατεμένη από αλλεπάλληλες αναμνήσεις ενός παρελθόντος που παραμένει παρόν και ζωντανό σαν το σήμερα. Παρελθόν που δεν σβήνει, δεν εγκαταλείπει για να δικαιολογήσει τον ορισμό του. Παράξενο παρελθόν...
Λένε πως ο κόσμος είναι θεμελιωμένος σε δυο πράγματα: "είναι θεμελιωμένος σ' αυτά που αγαπάς και σ' αυτά που θυμάσαι."
Πόσο δίκιο έχουν!
Στο σπίτι της σιωπής δύσκολα ξημερώνει. Κι αν οι μέρες της σιωπής αντέχονται, τις νύχτες υφαίνονται, σαν ιστοί αράχνης, αναμνήσεις υπαρκτές και ζωντανές που παγιδεύουν την ψυχή του σε μια ακροβασία μεταξύ ύπνου και ξύπνου, που είναι πολύ δύσκολο να διατυπωθεί...
Κι όταν εκείνη έρχεται, σαν δώρο καλού Θεού, η σιωπή σβήνει σαν αναπνοή που ξεφυσήθηκε ανακουφιστική ενός μεγάλου βάρους. Κι αυτό το λίγο που διαρκεί γίνεται πολύ. Τόσο πολύ που θα 'θελε σαν πεθάνει, να πεθάνει μέσα στην καρδιά της...

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Σαν σήματα Μορς...

Το βουητό της πόλης. Τροχοί που κυλούν γδέρνοντας την τραχειά άσφαλτο. Ο ήχος της μοτοσικλέτας καθώς πλησιάζει κι ύστερα καθώς απομακρύνεται. Το διαπεραστικό κορνάρισμα που σ' ανατριχιάζει. Η ανέμελη φωνή του γύφτου που πουλάει πατάτες. Το στρίγγλισμα των φρένων του αστικού, που σταματά στη στάση...

Ήχοι, ανακατεμένοι με τις φωνές των διαβατών, μπαίνουν απ' το ανοιχτό παράθυρο, σβήνουν για λίγο κι ύστερα επανέρχονται. Αδιάκοποι, μονότονοι, άρρυθμοι, πότε ενοχλητικοί και πότε συνηθισμένοι στ' αυτί και στο υποσυνείδητο.

Και ξαφνικά το σπαραχτικό κελάηδισμα ενός πουλιού διακόπτει την παράταιρη ηχοσύνθεση της πόλης. Μια φωνή που δεν τραγουδά, σαν το καναρίνι του γείτονα, σαν τον αλήτη σπούργο που ξημεροβραδιάζεται στους δρόμους. Μια φωνή που καλεί, καλεί επίμονα στον ίδιο τόνο, στον ίδιο συλλαβισμό. Καλεί με αγωνία κι αυτό είναι που τραβά την προσοχή σου. Και το κάνει όταν πάψει - για μια στιγμή - το βουητό του δρόμου. Περιμένει σιωπηλά, μέχρι να περάσει το διερχόμενο φορτηγό, να σταματήσει το μπάσο τρεμούλιασμα των τζαμιών κι ύστερα ξαναρχίζει...

Καλεί ρυθμικά στον ίδιο τόνο, στον ίδιο συλλαβισμό, σαν σήματα Μορς στον καιρό του πολέμου. Δυό -τρία, πέντε λεπτά, αλλάζοντας πότε - πότε θέση στα κλαδιά του δέντρου. Κι ύστερα σιωπή...

Άραγε ήρθε το ταίρι του, ο φίλος του κι έφυγαν σε πιο ήσυχο κι ασφαλές μέρος;

Αχ! να 'μουνα πουλί να πετάξω μέχρι το παράθυρό σου, να μπορέσω να σε 'δω για μια στιγμούλα...

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Ο χρόνος που πέρασε...

Το πέρασμα του χρόνου, λένε, πως φέρνει τη λησμονιά, πως γιατρεύει τις πληγές. Οι αποδείξεις βρίσκονται στη λογοτεχνία, στα λαϊκά παραμύθια, στην παράδοση και στους μύθους της. Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός για τα χείλη των ανθρώπων που γυρεύουν να παρηγορήσουν τους φίλους τους, που χάσανε ένα κομμάτι απ' τη ψυχή τους, απ' την καρδιά τους. Κάποτε, τα παλικάρια φεύγανε στα καράβια για να ξεχάσουν μια χαμένη αγάπη, για να γιατρευτεί ο πόνος τους...
Ίσως να είναι έτσι...
Κάθε δοκιμή για την επαλήθευση των παραπάνω καταρρέει αποτυχημένη, όσες φορές δοκίμασε να ξαναπάει σ' ένα μέρος, σ' ένα σπίτι φιλικό, που πήγαιναν μαζί συχνά.
Έτσι και χτες βράδυ. Το σπίτι του Παναγιώτη είναι χαρακτηριστικό. Μπορεί να άλλαξαν τα χρώματα των τοίχων και η διακόσμηση όμως το σφίξιμο στο στήθος του παρουσιάστηκε στο πρώτο σκαλοπάτι του στενού διαδρόμου. Ύστερα το τζάκι, ο καναπές στο μπαλκονάκι, τα χαμηλά έπιπλα με τα μεγάλα μαξιλάρια, όλα αναπάντεχα συνυφασμένα μ' εκείνη...
Απέναντι ο μισοσκότεινος Χορτιάτης, η υγρασία που της τρεμούλιαζε το κορμί, το γέλιο και η τελική κούραση με το κρυφό νόημα της επιθυμίας για επιστροφή στο σπίτι...
Που είναι λοιπόν ο περίφημος χρόνος - γιατρός;

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Σαν ναρκωτικό...

Τρεις φορές αποπειράθηκε, τη νύχτα που πέρασε, να αλληλογραφήσει με τους δαίμονές του. Μα κρατήθηκε. Όπως κρατήθηκε ακόμη περισσότερες φορές, τις μέρες και τις νύχτες που πέρασαν. Να γράψει τι; και για ποιους λόγους; για ποια αιτία;
Άγνωστο...
Και τώρα υπέκυψε. Λες κι η επιθυμία του να "επικοινωνήσει" μαζί της γίνεται ναρκωτικό, σκληρό ναρκωτικό που δεν μπορεί να ξεφύγει. 
Άλλωστε κι εκείνη δεν τον αφήνει "να 'συχάσει". Μέρα νύχτα, αδιάκοπα πολιορκεί τις σκέψεις του κι "ανικανοποίητη" κι απ' αυτό, μπαίνει λαθραία - τι λαθραία; - μπαίνει με το έτσι θέλω στα όνειρα του λιγοστού ύπνου...
Πολλές φορές σκέφτηκε να καταργήσει την ιστοσελίδα. Να τη διαγράψει οριστικά για να γλιτώσει. Να μη μπορεί να ξαναγράψει κι όσα της έγραψε να σβήσουν, να χαθούν, να γίνουν αγέρας και να σκορπίσουν...
Όμως το πάθος, το ναρκωτικό δεν τον αφήνει. Λες κι αόρατα νήματα, σήματα μυστικά και μυστήρια τον κρατούν συνδεδεμένο μαζί της. Μαίνονται γύρω του ανακατεμένα με την τρέχουσα ζωή του, τον κυβερνούν εξαρτημένο από μια δύναμη εσωτερική, που κρατά άσβεστη κι οι πολλοί τον λένε έρωτα...
Ποια ζωή; Ήδη συμπλήρωσε τρίτο 24ωρο κλεισμένος στη μοναξιά του, "φυλακισμένος" σε μια κατάθλιψη όπου τίποτε δεν μπορεί να τον δελεάσει, αφού δεν έχει στο πλάι του εκείνη...
Κι όσο κι αν είναι "απούσα" απ' τη ζωή του, άλλο τόσο και περισσότερο ακόμα μένει αδιάκοπα παρούσα στην καρδιά του...

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Παντοτινά...

Οι νύχτες βαραίνουν ολοένα και περισσότερο. Αφήνομαι ακίνητος μέσα στο σκοτάδι της κάμαρας. Μερικές σκιές η συντροφιά μου και μια σιγαλιά που ούτε αλύχτημα σκύλου δεν διακόπτει. Με μάτια ανοιχτά λαγοκοιμάμαι. Σ' ένα βαρύ κορμί, που πονά και μουδιάζει...
Πάντα αργεί να ξημερώσει. Σηκώνομαι ταχτικά και βαδίζω στο διάδρομο, να ξεμουδιάσω, να ξεκουραστώ. Κλέβω, πότε - πότε και μια άσκοπη ματιά έξω στο δρόμο...
Ύστερα πάλι πίσω, στο άβολο κρεβάτι, με το κεφάλι πιο βαρύ, με πόνο και αναμονή. Ατέλειωτη αναμονή. Η αγρύπνια, κοφτερή σαν σπαθί, γίνεται μανία φυγής.
Παίρνω τ' αμάξι και βάζω μουσική, οδηγώντας στην άδεια νύχτα. Σαν φάντασμα διατρέχω μόνος τον περιφερειακό. Η αντάρα της νύχτας ποτίζει την σπονδυλική μου στήλη, που αναριγάει.  Αφήνω πίσω μου αμυδρά φώτα, κολόνες δημόσιου φωτισμού σαν στρατιωτάκια στη σειρά. Στρατιωτάκια που με παρακολουθούν κι εγώ δεν ξέρω που πάω...
Κι ύστερα μπαίνεις στο πλαϊνό κάθισμα, σαν πνοή αγγέλου, σαν ευχή που γίνεται αληθινή, σαν δώρο Θεού που με λυπήθηκε και μου τραγουδάει...
— Πάμε σπίτι; μου ζητάς κουρασμένη...

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Θα κλείσω το παράθυρο...

Τον κρατούσε όλο το βράδυ αγκαλιά. Μην τυχόν κινηθεί και τον ξυπνήσει. Να ξεκουραστεί εκεί. Να μην περάσει ούτε ένα δευτερόλεπτο μακριά της. Να τον κρατήσει λίγο ακόμα. Να μην ακούει τους χτύπους του ρολογιού. Να τον ακούσει να αναπνέει. Να τον χαϊδέψει απαλά κάτω από τη μπλούζα. Να τον ησυχάσει. Να του ψιθυρίσει ένα όνειρο. Να του μιλήσει σιγανά για ένα παιδί. Να ακούει την καρδιά του. Να κολυμπάνε σε βαθιά θάλασσα. Να μην φτάνουν οι ήχοι του δρόμου και οι σειρήνες. Να μην ακουμπάνε τα δάχτυλα τους στο έδαφος. Να βουτάνε με μια ανάσα. Να μην ακούνε τις φωνές. Να μην αλυχτάνε τα σκυλιά. Να σταματήσει η νύχτα. Να μην ακούει τις σκέψεις της. Να μη φοβάται άλλο. Να περάσει τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά της. Να την αγγίξει τυχαία. Να ακουμπά το κεφάλι του στο στήθος της. Να μην τον ξαναδεί να αγωνιά για κανέναν. Να τον βλέπει να χαμογελάει. Να δει τη σκιά του στην πόρτα. Να του ζεστάνει τα χέρια. Να του σιδερώσει το πουκάμισο. Να του φιλήσει τα χείλια. Να περάσει τα δαχτυλά της από το λακάκι στο λαιμό του. Να την κρατήσει απ’τη μέση. Να νιώσει την ανάσα του στο προσωπό της. Να του πει ένα μυστικό. Να τσακωθούνε για ψήλου πήδημα. Να της κρατήσει μούτρα. Να του τηλεφωνήσει ντροπαλά. Να πάνε στη συναυλία.  Να τον νιώσει δίπλα της. Να πιούνε κρασί. Να γελά ζαλισμένη. Να κοιμηθεί μεθυσμένος. Να μην ξημερώσει η επόμενη μέρα. Να μην υπάρχει σκοτάδι. Να μην φύγει. Να σταματήσει τον χρόνο. Να τον κλείσει στα χέρια της. Να γίνουν τα χέρια της τοίχος. Να γίνει το κορμί της ασπίδα. Να γίνει το κορμί της φωτιά. Να γίνει ύαινα. Να τους καταπιεί. Να μην τον δούνε. Να μην τον ξέρουν. Να μην τολμήσουν. Να μην τον πλησιάσει κανείς.   Τον κρατούσε όλο το βράδυ αγκαλιά. Στο πεζοδρόμιο. Ακίνητη. Μην της τον πάρουν...
Πηγή: Jaquou vs l' Utopie

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Hard days...

Hard days, sleepless nights with a strange tention between dreams and reality. You come and go as the tide sweeps the rocking coast. Sometimes friendly sometimes ironical...
Hard feelings rise in the heart and the mind, torturing and in the same time healing the bitter soul of my loneliness. The road to madness is driven by a sad life, by a hopeless emptiness in a dark room...
I miss you, I miss you a lot...

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Όνειρο κακό...

Όνειρο δαίμονας, σαν στιλπνό φως, σαν μαχαιριά, σαν δόρυ ατσάλινο τρύπησε το σκοτάδι του μυαλού...
Ρίγησε το κορμί, σφίχτηκε σαν μια γροθιά μίσους και οργής με βάρος ανείπωτο να πέφτει συντρίβοντας την απελπισμένη αντίσταση του θηρίου, που ματωμένο σπάραζε ξεψυχώντας...
Με μια υπόκωφη κι ανήμπορη κραυγή τινάχτηκε αλαφιασμένος στο σκοτάδι.
Το ατσάλινο δόρυ στραμμένο στο σώμα, απειλή χειροπιαστή, με το χάος ακόμη στο μυαλό να έρπει σαν φίδι...
Ρεύμα κρύο σαν αγγέλου πνοή μπήκε και τον τύλιξε απ' το ανοιχτό παράθυρο. "Το άρωμα του σώματός της" ψιθύρισε  ανακουφισμένος...
Έγειρε με τη φλόγα της στο στήθος του, ανασαίνοντας βαριά. Άδραξε με το χέρι το σεντόνι, ψάχνοντας την αέναη παρουσία της, παρηγοριά στον εφιάλτη...
Γδέρνοντας τη ψυχή του, ατέλειωτη στερεώνεται εκείνη. Πότε με δάκρυα, πότε με γέλια κυβερνά παντοτινά το ασυνείδητο.
Με πόσα δάκρυα να γυρέψει το έλεος;

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Τυχαία;

Σκοντάφτω παντού αλλά και ξαφνικά κι απροετοίμαστος σ' αυτά που σου άρεσαν. Λές και βγαίνουν απ' τη ψυχή σου (αξεδιάλυτα μαζί με τη δική μου ψυχή) οι παραστάσεις, οι συνήθειες, οι κινηματογραφικές ταινίες, τα αρχιτεκτονικά κτίρια, η μουσική, όλα όσα μου έμαθες να προσέχω...
Άκου:

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Μόνο για σένα...

Αχ! να μπορούσα να ανοίξω λίγο από τον κόσμο που ξοδεύεται ακατάπαυστα μέσα μου. Που εξουσιάζεται ακόμη από τον απαράμιλλο χαρακτήρα που έδωσες με την παρουσία σου. Που ατέλειωτα συναρμολογεί παρόν και μνήμες σε μια αλυσίδα γενναιόδωρης πνοής που με κρατάει ζωντανό, ακόμη...
Που περιέχει μια διαρκή φρεσκάδα σ' ένα περιβάλλον μουχλιασμένο, ζαρωμένο, νοσηρό και γεμάτο δυστυχία.
Σαν το φως που χύνεται για να σκορπίσει το σκοτάδι, να συναγείρει την χλωροφύλλη της καρδιάς μου, που στα αζήτητα παραμένει αιχμάλωτη μόνο για σένα, για ν' ανθίσει παράδοξα και αναίτια στην απλή σου παρουσία...
Επειδή, όπως λέει και το τραγούδι, μαζί σου εγώ έχω πετάξει...
Αχ! να μπορούσα να ανοίξω λίγο απ' το μέσα μου να 'δείς το πελώριο βασίλειό σου...

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013

Την αυγή, ίσως νικήσω...

Κανείς δεν πρέπει να κοιμηθεί! Κανείς!
Κι εσύ επίσης Πριγκιπέσα μου, στο κρύο σου δωμάτιο,
κοίταξε τα άστρα,
που τρεμουλιάζουν από αγάπη και ελπίδα!

Μα το μυστήριο είναι κλειδωμένο μέσα μου,
κανείς δεν πρόκειται να μάθει τ΄ όνομά μου!
Όχι! Όχι! θα το 'πώ καθώς τα χείλη μου
θ' ανταμώνουν με τα δικά σου,
καθώς θα χαράζει η αυγή...

Και το φιλί θα σπάσει τη σιωπή
που θα γίνεις δική μου...

(Κανείς δεν θα ξέρει τ' όνομά του
και, δυστυχώς, όλοι θα πεθάνουμε)

Εξαφανίσου νύχτα! κι εσείς αστέρια χλωμιάστε!
Την αυγή, θα νικήσω...

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Γιατί είσαι ουρανός...

Αγάπη μου σε γύρευα
σ’ αυγή και σε φεγγάρι
και στα ψηλά τα σύννεφα
σε γύρευα τυφλός,
μα ήρθε ο καιρός, ήρθε η βροχή
κι η δροσερή σου χάρη
αγάπη μου σε γύρεψα
γιατί ήσουν ουρανός.

Κι αν ο Θεός που σ’ έπλασε
με μιαν ευχή μεγάλη
να `χεις αστέρι στα μαλλιά
και μια χρυσή καρδιά,
στ’ αλώνια ευθύς υψώθηκε
το χρυσαφένιο στάρι
κι η αγάπη μου μ’ αγάπησε
γιατί ήμουν ουρανός.

Αγάπη μου πως σ’ έχασα
πως η καρδιά μου εστάθη
και τα πουλιά σ’ αρπάξανε
μες στην πολύ βροχή,
ήρθε νοτιάς, ήρθε βοριάς
το κύμα να σε πάρει
αγάπη μου που μού `φυγες
γιατί ήσουν ουρανός.

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

Ο κόσμος του έχει χάσει μια στροφή...

— Τα χρόνια που πέρασαν μας άλλαξαν, ήθελε να της ΄πει. — Μας άλλαξαν οι επιλογές μας, η δουλειά, η καθημερινότητα, οι καινούργιοι άνθρωποι που μας περιστοιχίζουν αλλά και αυτοί που πλέον δεν βρίσκονται στο περιβάλλον μας...
Έτσι συμβαίνει, έτσι γίνεται...
— Χάσαμε ένα κομμάτι της ζωής μας, που το πληρώσαμε ακριβά κι οι δυο, είπε. Κι ακόμα το πληρώνουμε. Ίσως να το πληρώνουμε για πάντα, ποιος μπορεί να ξέρει...
Για όλους τους ανθρώπους είσαι ένα απλό κορίτσι. Όπως όλα τα κορίτσια. Για εκείνον είσαι ολόκληρος ο κόσμος. Και οι λίγοι που το αντιλήφθηκαν, γνωρίζουν καλά το μέγεθος αυτής της αλήθειας.
— Εσύ; εσύ το ξέρεις;
Ο κόσμος του καταστράφηκε, χάθηκε, δεν υπάρχει πια...
Διάλεξε ένα μοναχικό δρόμο, μόνος για πάντα - για πάντα, μέχρι το τέλος. Και δεν μπορεί τίποτε να τον σταματήσει...
— Δεν γίνεται λοιπόν να είστε φίλοι. Ούτε εχθροί. Κι αυτό είναι το φυσιολογικό. Δεν υπάρχει κανένα κουμπί, που αν το πατήσεις υλοποιείται η επιθυμία σου. Ούτε η δική του. Ξέρει καλά πως δεν θα τον ξεχάσεις. Κι αυτό είναι αρκετό. Εσύ εκεί κι εκείνος εδώ...
Ζεί με το παραμύθι που έπλασε σαν κουκούλι. Και κάνει υπομονή μέχρι το σκουλήκι να γίνει πεταλούδα. Να πετάξει μακριά κι ίσως τότε να ελευθερωθεί.
Μέχρι τότε ίσως να αλληλογραφεί μονάχα με τους δαίμονές του...

Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

Θέλω...

I want to be sheer, transparent as a tear in the moonlight...
To be as a tiny particle of light, that you see everywhere, without knowing that it's me...
Just to be able to see you...
I want to tell, again and again your name, until I' ll be able to realise that it is my name too... that between us there is not a distance, nor a gap and we are unseparately one!
I want to be your beloved song, the one that you hear every night and you get passionate with your eyes wet of tears... and then to be able to blag in the deepest part of your mind and dry the sorrow...
That is why I want to be sheer, transparent as the light...
Just to stand next to you in front of a mirror and when I look, my idol becomes you...

Don't be sad, 'cause I 'll die...

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Θλιμμένη μέρα...

Χτές το απόγευμα έφυγε ο Ηλίας Γ.. 
Η θλίψη, με όλη τη σημασία της, μας έδειξε το αληθινό της νόημα.
Μαζί με τον Ηλία έφυγε πολύς κόσμος. Πάρα πολύς. Επειδή μόνο ο Ηλίας τους θυμόταν και τους μελετούσε. Άνθρωποι σπουδαίοι που τα χνάρια τους σβήστηκαν, που οι ιδέες τους ξεθώριασαν, όμως ο Ηλίας επέμενε να μας τους υπενθυμίζει. Με απαράμιλλη μαγεία στα γραπτά του, ξεκαθάριζε εύκολα και με διαύγεια τις δυσκολίες της ζωής μας. Και την έκανε ευκολότερη, ανεκτικότερη. Οι αναφορές του από τα ιστορικά πρόσωπα, από την παλιά και σύγχρονη φιλοσοφία, από την ποίηση, τη μουσική, τη ζωγραφική, τα όπλα, τον αθλητισμό,
Με τον τρόπο του χάλκεψε τις ψυχές μας και επηρέασε το μυαλό και την καρδιά μας. 
Μαζί με τον Ηλία πεθαίνει κι ένα μεγάλο κομμάτι πολιτισμού.
Καλήν αντάμωση!

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

Πανσέληνος αυγουστιάτικη...

Άλλη μια αυγουστιάτικη Πανσέληνο θα σε χάσω. Όπως όλες που πέρασαν από τότε. Επειδή είναι αβάσταχτο να μην είσαι εδώ και ταυτόχρονα να είσαι συνέχεια εδώ! 
Να σου μιλώ και να μ' ακούς. 
Να σ' αγγίζω και να τρελαίνομαι, 
να σε βλέπω και να πεθαίνω...

ή αντίθετα: 
να σου μιλώ και να μην μ' ακούς
να μη σ' αγγίζω καθόλου όταν όλα δηλώνουν την παρουσία σου
και να πεθαίνω χωρίς να σε 'δω...

Παρηγοριά μονάχα μένει ο στίχος του Ελύτη:

"έτσι μιλώ για σένα και για μένα,
επειδή σ' αγαπώ 
και στην αγάπη ξέρω να μπαίνω σαν Πανσέληνος"

Θα με σκεφτείς απόψε;

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Εκείνος ο ζεστός αύγουστος....


Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη με φόντο τις στέγες σπιτιών και στο βάθος το ψηφιδωτό - μωσαϊκό της Θεσσαλονίκης. Από τα μάτια του πηγάζει η αυτοπεποίθηση εκείνης της στιγμής, όπου όλα είναι ok! Είναι ψηλά, ανέγγιχτος από τις δυσκολίες της πικρής ζωής του και χειρονομεί με τον αντίχειρα όρθιο, πως τίποτα δεν μπορεί να τον κλονίσει. Η αυτοπεποίθηση της μοναδικής στιγμής, μερικές φορές κρατά κι αντέχει παντοτινά.

Η φωτογραφία αυτή δεν στόλισε κάποιο εφηβικό άλμπουμ ούτε κρύφτηκε για πάντα σε κάποιο συρτάρι. Αναρτήθηκε στην προμετωπίδα του προσωπικού ιστότοπου του καρδιακού φίλου του κι ανασαίνει εκεί μέρα και νύχτα, καμμιά φορά μέσα σε δάκρυα.

Όσο περνάει ο καιρός τόσο δυναμώνει η απουσία του. Πάνω στη μηχανή, με τα μπράτσα τεντωμένα στο τιμόνι κι ένα χαμόγελο περηφάνειας κι αυτοπεποίθησης, καβαλάρης του πεπρωμένου, έτσι όπως το ορίζει παντοτινά ο ίδιος.
Αυτή η εικόνα του στα μάτια μου. 
Επειδή η ζωή τον σφυρηλάτησε μεν σαν απόκληρο, όμως εκείνος δεν τη φοβήθηκε. Πάλεψε δε, μειράκιο ών, σαν αληθινός άντρας και τη δάμασε κι ας νομίζουν οι περισσότεροι πως τη χαράμισε.

Κι αν απόμειναν κάποιοι να τον συλλογιούνται, δεν είναι επειδή εκείνο τον ζεστό αύγουστο έφυγε απροειδοποίητα, ξαφνικά και πολύ νωρίς. Είναι επειδή η παρουσία του σημάδεψε πολλούς ανθρώπους, που ο ίδιος δεν είχε καν ψυχανεμιστεί πόσο τους επηρέασε. 

Η δύναμη της ψυχής του πλανιέται στην καρδιά του φίλου του. Που συχνά ανταμώνει μαζί του, καθώς η γνώριμη μορφή του σχηματίζεται εκπληκτικά σε κάποιους άγνωστους περαστικούς, που το αποτύπωμά τους μοιάζει πολύ στο δικό του. Που στα όνειρά του ζει τη σκιά της πραγματικότητας.

Και κανείς απ’ τους δυό αχώριστους φίλους δεν ξέρει, πως αυτή η νειότη τους θ’ αντέξει μέχρι τα βαθειά τους γεράματα...

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

Ερημιά μου...

Άδειασε η πόλη. Ερημιά και στο σπίτι. Η μοναξιά έγινε καθεστώς, που δεν ανατρέπεται.
Και πού  να πας; τι να πεις;
Πουθενά δεν βολεύεσαι, καμιά ευχαρίστηση, έστω να περάσει η ώρα...

Χρόνια πολλά...

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

Δεν θα 'μαι εγώ, δεν θα 'σαι εσύ...

Πήρε και ξημέρωσε. Αχνό φως χύθηκε στο κατώφλι του μπαλκονιού και μια πνοή αέρα έτριξε πάνω στο πανί της καρέκλας. Άνοιξε τα μάτια κι έριξε μια  ματιά στο ρολόι του τοίχου. Θα πρέπει να 'τανε πέντε και κάτι. Δεν μπόρεσε να δει καλά, επειδή στο τζάμι του ρολογιού αντανακλούσε μια λεπίδα λάμψης απ' το φωτισμό του δρόμου.
Τον είχε πάρει ο ύπνος πάνω στην κόκκινη πολυθρόνα. Ύπνος λιγοστός και καλοδεχούμενος κι ας είχε πιαστεί η μέση του. Άπλωσε το χέρι κι άγγιξε με τρυφερότητα το μπουζούκι, που το 'χε ακουμπισμένο στο πλάι του, πάνω στον ορθοστάτη.
Όλη νύχτα προσπάθησε να βγάλει μια μελωδία, που από νωρίς είχε καρφωθεί στο μυαλό του. Πάλεψε με τις νότες, με τις σκέψεις και τις αναμνήσεις, μέχρι να τον εξοντώσει η κούραση, μα δεν κατάφερε να την ολοκληρώσει...

Θα 'τανε γύρω στις οχτώμισυ - εννιά παρά, το προηγούμενο απόγιομα καθώς πήγαινε να κλειστεί στο σπίτι, ύστερα από άλλη μια άγονη μέρα. Οδηγώντας αργά με τη μηχανή, την είδε ξαφνικά να βαδίζει μπροστά του. Η ψηλόλιγνη της σιλουέτα, η κοτσίδα στα μαλλιά, η φόρμα της προπόνησης, η τσάντα κρεμασμένη στον ώμο κι εκείνο το βάδισμα τ' ανάλαφρο, το λικνιστό που τον ξετρέλαινε.
Έκοψε το γκάζι με αμφιβολία. Στιγμιαία. Τόσο χρειάστηκε να καταλάβει πως δεν ήταν εκείνη. Έμοιαζε βέβαια πάρα πολύ, όμως δεν ήταν εκείνη. Προσπερνώντας την, γύρισε και την κοίταξε, εντυπωσιασμένος από την ομοιότητα. Το ίδιο έπραξε και η άγνωστη. Ξαφνικά το πρόσωπό της φωτίστηκε κι άρχισε ενθουσιασμένη να του χειρονομεί, να σταματήσει.

Απορημένος σταμάτησε. Τρέχοντας τον πλησίασε γρήγορα και τότε θυμήθηκε ποια είναι. Τον χαιρέτησε με θέρμη, δηλώνοντας πόσο χαρούμενη ήταν, που τον ξανάβλεπε ύστερα από ένα χρόνο και μάλιστα σ' ένα μέρος άγνωστο γι' αυτή. Είχε χαθεί, προσπαθώντας να επισκεφτεί μια φίλη της, παίρνοντας λάθος λεωφορείο, κατεβαίνοντας σε λάθος στάση.
Μαργαρίτα. Αυτό ήταν τ' όνομά της, που έσπαγε το κεφάλι του να το θυμηθεί, όση ώρα του εξιστορούσε την αστοχία της.
Ανέβηκε αδέξια πίσω του, πάνω στη μηχανή, όταν προσφέρθηκε να τη μεταφέρει στον προορισμό της. Κόλλησε το στήθος της πάνω στην πλάτη του κι ακούμπησε το σαγόνι της με αναπάντεχη οικειότητα πάνω στον δεξί του ώμο. Όπως ακριβώς έκανε κι εκείνη! Ανατρίχιασε στη σκέψη και στην ομοιότητα της πράξης της. Στα πέντε -έξη λεπτά της διαδρομής δεν σταμάτησε να του μιλάει. Πως ήταν στο γυμναστήριο, πως βαρέθηκε να επιστρέψει σπίτι της για ν' αλλάξει ρούχα, πως η γυμνάστριά της είναι κουραστική και απαιτητική, πως από τότε που της είχε θεραπεύσει τα προβλήματα στα γόνατά της δεν ξαναπόνεσε...

Μονολογούσε απτόητη από τη σιωπή του. Είκοσι εννιά χρονών κορίτσι, που είχε ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον σαν αυτόν, που - όπως ομολόγησε - κάποτε της είχε κάμει μεγάλη εντύπωση η σιγουριά που της απέπνεε, τις λίγες μέρες που τον γνώρισε καλά...

Τότε ανάβλυσε μέσα του η μελωδία απ' το τραγούδι, που όλη νύχτα τον βασάνισε για να το βγάλει στο μπουζούκι:

" και τι να πεις σε δυο κουβέντες της στιγμής,
δεν θα 'μαι εγώ δεν θα 'σαι εσύ...
ψάχνεις να βρεις δυο κούφια λόγια να πιαστείς
κι ύστερα πάλι θα χαθείς..."

Ήπιε μια γουλιά ζεστό καφέ κι άναψε ένα τσιγάρο, ατενίζοντας τον μικρόκοσμο του σπιτιού του. Σ' εκείνη τη γωνιά του καναπέ συνήθιζε να κάθεται απλώνοντας τα πόδια της, σαν γύριζε απ' την προπόνηση κουρασμένη.
Έσυρε την κόκκινη πολυθρόνα απέναντί της, κάθισε και πήρε το μπουζούκι στα χέρια του.
Αβίαστα, σαν δροσερό νεράκι - νάμα ιαματικό της πηγής της, ξεχύθηκαν οι νότες...

"και τι να πεις σε δυο κουβέντες της στιγμής..."

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

For a thousand years...


It was a warm welcome. At your front door you were leaning aside, smiling at me while the afternoon breeze took your long shining hair, hiding half of your face... A little - white snowball - doggie grabbed my pants and tried to drag me to you... You were smiling as to show me that you enjoyed my presence.
You took me up and hugged me as a little kid, knocking at my nose, teasing me as if I were five years old!!!
So I was!
A little child, happy in your long protecting arms, smelling your aroma, drunk by your love!
I have told you. I've been in love with you since a thousand years ago! I saw you in my dreams, you have been always my ideal choice...
I have died every day waiting for you.
I have loved you for a thousand years and I' ll love for a thousand more...

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

No one is going to break my heart again...

Still, I see you often in my dreams. Very often...
Sometime it is all right and I feel good,
sometimes it hurts, hurts a lot...
I live a different life to that we used to...
With you, I used to be a King
and everything around me turned gold.
Now, everything around turns to rust...
it' s 'cause I built my life on sand
and I watched it crumble in the dust

Yeah but it's all right I'm okay and I want to know how you are?For what it's worth I must say I loved you as you areIn my bed where are you?

GRAHAM NASH - I USED TO BE A KING... 


Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

Ποιός μας εξουσιάζει και μας εκτροχιάζει...

Πες μου ποιο χέρι στης μοίρας το χάρτη
Σκορπάει μελάνι
Και σβήνει λιμάνι, σβήνει ρότα, φάρους κι ακτή
Και ποιας πυξίδας η μαύρη λεπίδα
Θα δείξει ελπίδα
Μιας άγνωστης γης προσμονή

Κεραυνός κι αστραπή
Ξάφνου στ' ανήξερο καλοκαίρι
Η κακιά η στιγμή
Φίδι, σκορπιός, μαχαίρι
Στην καρδιά μου όρμησε να τη φαρμακώσει
Κεραυνό κι αστραπή
Ελπίζει πια η ζωή μας στο θαύμα
ʼΑγγελο της χαράς και εκδικητή αντάμα
Τους ανθρώπους που χωρίσαν πάλι να ενώσει...

Πες ποιος πλανήτης σαν μαύρος μαγνήτης
Μας εξουσιάζει και μας εκτροχιάζει
Τα όνειρά μας κλέβει κρυφά
Πες μου ποια δίνη μας κρύβει την πρύμνη
Σε ποια μαύρα βράχια
Στης μοίρας τα δίχτυα οδηγεί...

Κεραυνός κι αστραπή
Ξάφνου στ' ανήξερο καλοκαίρι
Η κακιά η στιγμή
Φίδι, σκορπιός, μαχαίρι
Στην καρδιά μου όρμησε να τη φαρμακώσει
Κεραυνό κι αστραπή
Ελπίζει πια η ζωή μας στο θαύμα
ʼΑγγελο της χαράς και εκδικητή αντάμα
Τους ανθρώπους που χωρίσαν πάλι να ενώσει...

Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

Στους χάρτες μου σε ψάχνω...

Τόσα χρόνια μες τους χάρτες μου σε ψάχνω,
κι ας μην έσκυψες ποτέ στο μέτωπο μου
με τα δυο σου χείλια να αφήσεις
μια ανάσα στη ζωή μου.

Κι αν η προσευχή μου οινόπνευμα μυρίζει,
καπνό και πυρετό,
στο γυάλινο το κύμα τ' όνομά σου
φωνάζω να καθρεφτιστεί η φωνή μου.

Και στην όχθη που χτενίζεσαι ακουστεί
σαν αλμυρό τραγούδι που σου φέρνει
ερωτευμένο το νερό.
Και στο διάβολο πουλάω τη ψυχή μου εγώ,
για να βρεθώ απόψε τυλιγμένος
στου κορμιού σου το βυθό.

Κάπου η νύχτα μεσοπέλαγα κρεμιέται
στην αγχόνη τ' ουρανού
κι ο δαίμονας καβάλα στο σκοτάδι
αρπάζει τη μετέωρη ευχή μου.

Και σαν άστρο καυτερό προς το νησί σου
τα λόγια μου πετάει
πληγώνοντας τα βράχια και την άμμο,
στη χτένα σου καρφώνει την ψυχή μου.

Και σταγόνα τη σταγόνα κυλάω εγώ
σαν αλμυρό νερό στους ώμους
και στον ακριβό σου το λαιμό.

Κι ας το ξέρω πως του λόγου του
στην ανεμόσκαλα εκεί, με περιμένει
για να μου λιμάρει το σκοινί.

Πάνε χρόνια που αντίκρυ αναβοσβήνουν
τα φώτα κάποιας γης,
τα φώτα κάποιας ξεχασμένης νήσου,
που λένε είν' οι κορφές του παραδείσου.

Μα το ξέρω είναι της θάλασσας τα μάγια,
δεν υπάρχει αυτή η στεριά,
μιας και κανείς ποτέ του εκεί δεν πήγε,
γι αυτό σφιχτά κρατιέμαι στο κορμί σου.

Και μπροστά απ' τους κολασμένους
περνάω εγώ σαν μια σκιά
που σεργιανάει στον Άδη
τη δικιά σου μυρωδιά.

Κι είναι λέω ο παράδεισος για μας, αγάπη μου μικρή,
να μοιραζόμαστε τούτη τη κόλαση μαζί.

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Με τον άνεμο στα μαλλιά...

Ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά κι η ζέστη φλόγιζε πάνω στα μπράτσα του. Οδηγούσε προσαρμοσμένος στην κοινή ταχύτητα του ατέλειωτου κονβόι των αυτοκινήτων, που ανηφόριζε αργά την Καρδία. Ο άνεμος περιδινίζονταν στις θυρίδες του κράνους, παράγοντας ένα βουητό που δεν μπορούσε να πνίξει ούτε το θόρυβο της μηχανής ούτε τις σκέψεις του.
Σκέψεις που εκλύονται αυτόματα καθώς σ' αυτή τη διαδρομή, ήταν αμέτρητες οι φορές που ανηφόρισαν μαζί, πηγαίνοντας Χαλκιδική. Σκέψεις αναπόφευκτες όπως για κάθε δρόμο, κάθε μέρος, κάθε διαδρομή όπου αχώριστοι διάβηκαν αφήνοντας ανεξίτηλα ίχνη, που ποτέ δεν πρόκειται να σβήσουν...
Άνοιξε το γκάζι αλλάζοντας απότομα θέση στην καυτή άσφαλτο. Επειδή δεν ήθελε να σκέφτεται, να ξαναπέσει στα αφόρητα γιατί, που οι αναμνήσεις γεννούνε κι επειδή στις μεγάλες ταχύτητες οι αισθήσεις τσιτώνονται και μυαλό δεν περισσεύει, για να επιβιώσεις μέσα στο μεγάλο ποτάμι των αυτοκινήτων.
Η μηχανή μούγκρισε ανεβάζοντας θερμοκρασία. Τα λάστιχα ζεστάθηκαν, το στροφόμετρο μπήκε στα κόκκινα καθώς προσπέρναγε με σλάλομ τα αμέτρητα αυτοκίνητα. Ξεχύθηκε στις ανοιχτές καμπές γαντωμένος πάνω στο τανκ, με τα χέρια σφιχτά πάνω στο τιμόνι και τα γόνατα ενωμένα, ένα με τη μηχανή. Ανεβαίνοντας τη μικρή ανηφορίτσα για Λάκκωμα ένοιωσε το μπροστινό τροχό να πετάει, λες και στηρίζονταν μόνο στον πίσω τροχό. Η βελόνα πλησίαζε τα 200 στο ταχύμετρο, όταν ανοίχτηκε στη μεγάλη ευθεία της Καλλικράτειας.
Όπως εκείνο το βράδυ, χρόνια πριν. Όταν του είχε ζητήσει να κόψει ταχύτητα, που ο δρόμος ήταν άδειος και μόνη συντροφιά τους ήταν ένα λαμπρό φεγγάρι, που ασήμιζε τη εκείνη τη νύχτα...
Ήταν σαν να την άκουσε πάλι. Στο ίδιο σημείο...
Ούτε η μεγάλη ταχύτητα ούτε η αυξημένη προσοχή και συγκέντρωση ούτε η αδρεναλίνη ούτε το βουητό του ανέμου στ' αυτιά του ούτε ο χρόνος μπόρεσαν να την αναχαιτίσουν.
Έκοψε ταχύτητα, μπήκε στον παράδρομο και σταμάτησε. Κατέβηκε απ' τη μηχανή, έβγαλε το κράνος κι άναψε τσιγάρο.
Έμεινε αρκετή ώρα ακίνητος.
Με τον άνεμο στα μαλλιά κι εκείνη στη ψυχή του...

Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Διάλογος ονείρου...

Οι αναμνήσεις είναι που κρατούν αλληλογραφία με τους δαίμονες. Το μυαλό όχι. Οι διάλογοι επαναλαμβάνονται με παρρησία: πότε μου μιλάς και φλογίζομαι και πότε σου μιλώ και πεθαίνω.
Όσες νύχτες κι αν το πάλεψα η μοναξιά κι η νύχτα με νίκησαν. Όση φλόγα κι αν έβγαλα, κι αν με ελπίδες πήγα κόντρα στον καιρό και τα σύννεφα πυρπόλησα, δεν κατάφερα να πετάξω πιο ψηλά...
Γδέρνω την ψυχή μου με το πληκτρολόγιο κι ο άγνωστος λόγος γέρνει στην οθόνη. Τόσες φορές που σου έγραψα δεν μπόρεσα να σ' αποστηθίσω. Μένεις ψηλά και μακρυά, ανεμίζοντας ένα βλέμμα μιας άλλης ζωής, όπου πλέον δεν ανήκω.
Νωρίτερα ήταν, πολύ νωρίτερα που είχαμε καταφέρει ν' αγγίξουμε ο ένας την καρδιά του άλλου...
'Οτι πόνεσε, ότι πλήγωσε, ότι χάθηκε γράφτηκαν στη μνήμη των σπλάχνων. Κι αυτά είναι που αναβλύζουν και μας κρατούν ζωντανούς, τώρα που ο χρόνος έχει μεγαλώσει και την απόσταση.
Λέω, θα 'ναι η τελευταία φορά που σου γράφω. Μα όσες φορές κι αν το είπα, προδώθηκα την επόμενη μέρα...
Αναρωτιέμαι ποιός υπαγορεύει αυτόν τον διάλογο;

Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

Είχα ορκιστεί και δεν με πίστεψες...

"Περνάει, λένε, ο καιρός
και τις πληγές γιατρεύει..."

κι εγώ σταθερά ξημεροβραδιάζομαι με τη σκέψη μου σε σένα... Κάθε μέρα, κάθε νύχτα...
Χιλιάδες μέρες, που πέρασαν αβάσταχτα, βασανιστικά αργά, κι όμως...

Λες και ήταν χτες, που διαλυθήκαμε. Ιούνης, με ζέστη περισσή και τα κομμάτια μου σπαρμένα σ' άδειες νύχτες και μάταιες μέρες. Με εύκολα δάκρυα κι ένα πόνο βαθύ μέσ' τη ψυχή, σαν πληγή ανοιχτή που ποτέ δεν θα κλείσει...

Ακόμη σ' ονειρεύομαι. Πολύ συχνά... δεμένος σαν μ' ένα άρρηκτο και πανίσχυρο σύνδεσμο, που δεν σπάει, δεν φθείρεται, δεν μπορεί ο καιρός να τον γιατρέψει...

Κι όσο το φεγγάρι, κάθε Ιούνη, θα μαζεύει τα βλέμματα όλων των ανθρώπων, ο πόθος μου, ο πόνος μου, ο όρκος μου και η ψυχή μου για σένα δεν θα σβήσουν...

Σου τό' χα 'πει: για πάντα με σένα...
Μα δεν με πίστεψες...

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Όλα, μα όλα...

Όλα σε θυμίζουν,
απλά κι αγαπημένα,
πράγματα δικά σου, καθημερινά
σαν να περιμένουν κι αυτά μαζί μ’ εμένα
νά ’ρθεις κι ας χαράξει για στερνή φορά.

Όλη μας η αγάπη την κάμαρα γεμίζει
σαν ένα τραγούδι που λέγαμε κι οι δυο,
πρόσωπα και λόγια και τ’ όνειρο που τρίζει,
σαν θα ξημερώσει τι θα ’ν’ αληθινό.

Όλα σε θυμίζουν,
απλά κι αγαπημένα,
πράγματα δικά σου, καθημερινά.

Όλα σε θυμίζουν,
κι οι πιο καλοί μας φίλοι.
Άλλος στην ταβέρνα, άλλος σινεμά.
Μόνη μου διαβάζω το γράμμα που ’χες στείλει
πριν να φιληθούμε πρώτη μας φορά.

Όλη μας η αγάπη την κάμαρα γεμίζει
σαν ένα τραγούδι που λέγαμε κι οι δυο,
πρόσωπα και λόγια και τ’ όνειρο που τρίζει,
σαν θα ξημερώσει τι θα ’ν’ αληθινό.

Όλα σε θυμίζουν,
απλά κι αγαπημένα,
πράγματα δικά σου, καθημερινά.

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

Στους πέντε δρόμους...

Ζούμε άγριες μέρες σκληρής δοκιμασίας. Ζούμε μια μεγάλη κρίση, που όπως λένε, μοιάζει με εκείνη της κατοχής ύστερα απο τον πόλεμο του 1940. Ζούμε επίσης μια νέα χούντα. Που αφού γονάτισε οικονομικά 9,500,000 έλληνες, καταπατώντας το Σύνταγμα και τους νόμους της πατρίδας, προχωρά αδίστακτα στην πλήρη εξόντωση κάθε ελευθερίας, αρχίζοντας με το στυγνό έλεγχο των πληροφοριών και των ειδήσεων. Mind control ονομάζεται η πλέον σκληρή μορφή προπαγάνδας, που εφαρμόζεται για να ποδηγετήσει τις ψυχές των υπηκόων, να τους καταστήσει άβολους και πειθήνιους, για να τους χαλιναγωγήσει ευκολότερα κι αποτελεσματικότερα...
Ο Βασίλης χάνει το σπίτι του. Το δάνειό του μεταβιβάστηκε σε μια αγγλική εταιρεία, που έστειλε ήδη το κατασχετήριο. Η πατρίδα δεν μπορεί να τον προστατέψει. Ούτε θέλει. Αφαίρεσε απο τα ελληνικά δικαστήρια το δικαίωμα να μπορεί, ο Βασίλης, να καταφύγει, για να υπερασπιστεί τη στέγη που θυσιάζεται για να προσφέρει στα παιδία του. Ξένοι, άγνωστοι στον Βασίλη, χωρίς καμμιά επαφή μαζί τους, χωρίς πόλεμο, χωρίς αγώνα και ήττα, παίρνουν λάφυρο το σπίτι του και τον πετάν στους πέντε δρόμους...
Χανόμαστε...

Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Ποτέ, δεν θα τελειώσει ποτέ...

Prefontaine classic...
Στο πίσω κάθισμα ενός ταξί με τα χέρια σφιχταγκαλιασμένα απο ευτυχία. Είχες κερδίσει το πρώτο πρωτάθλημα του κλειστού. Θυμάμαι πόσο συγκινημένος ήμουν. Πόσο περήφανος...
Εκείνη η εικόνα ξεπηδά από τη μνήμη μου, κάθε φορά που παρακολουθώ αγώνες. Κι όσο εύκολα την ανακαλώ, τόσο δύσκολα θυμάμαι τα υπόλοιπα. Ίσως επειδή προσπαθώ να τα ξεχάσω, να σβήσουν απ' τη ψυχή μου, να σβήσουν όλα όσα...
Δεν γίνεται...
Είναι σκαλισμένα πάνω στο σώμα μου, άσβηστα, ανεξίτηλα τατουάζ μαζί με άπειρες εικόνες, που μερικές φορές ξεθωριάζουν κι άλλες προβάλλονται ολοζώντανες μπροστά στα μάτια μου...
Πολλές φορές επίσης χάνω το κουράγιο μου, που ολοένα εξαντλείται και ύστερα πιάνομαι απο ένα - σαν όνειρο - χτύπημα της πόρτας σ' ένα ξενοδοχείο στη Λεμεσό...
Κλείνω τα μάτια και ξαναζώ τη χαρά εκείνης της έκπληξης και τη μεγάλη Πέμπτη σε μια εκκλησιά, όταν προσπαθούσαμε να ξαναθυμηθούμε τα σημάδια και το σχήμα ενός ευλαβικού σταυροκοπήματος...
Τα μεσημέρια, μου συμβαίνει ακόμη αρκετές φορές, ξυπνά μέσα μου η επιθυμία να ετοιμαστώ για το γήπεδο, για την προπόνηση. Λες και δεν τέλειωσε τίποτε κι όπως καταλαβαίνω δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ...

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Ακόμα...

Με βρήκε πάλι, το ξημέρωμα στους δρόμους. Για "ασήμαντη" αφορμή, χωρίς νόημα κι αιτία...
Είναι η τρίτη, μόλις, φορά που ξαναπήγα στο σπίτι του Δημήτρη, χωρίς εσένα... Παλεύω να σε βγάλω απ' το μυαλό μου, κι όλο έρχονται οι εικόνες, ζωντανές κι έντονες, από τις παλιές μας επισκέψεις. Σε βλέπω καθώς κάθεσαι εκεί κι ύστερα νιώθω πως θα κάτσεις στο πλάι μου. Ή νομίζω πως όπου να 'ναι θα 'ρθείς για να ησυχάσει η ψυχή μου...
Με την άκρη του ματιού μου βλέπω τη Ντίνα να με παρατηρεί, προσπαθώντας να ψυχανεμιστεί πως νιώθω, πως ζω χωρίς εσένα. Δεν μιλάει γι' αυτό, το αποφεύγει. Όμως το αισθάνομαι καθώς βιάζεται αδέξια να κρύψει μια σκέψη της ή μια φράση της, που περιέχει τ' όνομά σου και μια αφορμή για τότε, που είμαστε ένα, που είμαστε μαζί.
Τέλειωσε το μάτς και λίγο αργότερα, πριν φύγω, ήρθε η Κατερίνα. Μ' αγκάλιασε, με χαιρέτισε και δεν απέφυγε να σχολιάσει, πως δυσκολεύεται να μη ρωτήσει για σένα. Και για να το δικαιολογήσει συμπλήρωσε: — δεν γίνεται να είσαι μόνος, χωρίς εκείνη... δεν ταιριάζει...
Δεν ταιριάζει...
Σωστά. Γι' αυτό δυσκολεύομαι να προσαρμοστώ. Κι ας πέρασαν τόσα χρόνια. Ίσως για τον ίδιο λόγο να κρατώ κι αυτή την αλληλογραφία με τους δαίμονές μου, ίσως για τους ίδιους λόγους να περιπλανιέμαι σαν την άδικη κατάρα στους άδειους δρόμους τις νύχτες, ίσως γι' αυτό δεν επιζητώ καμιά άλλη, αφού ακόμη μου λείπεις πολύ...